Αξέχαστα αντικείμενα μνήμης
Ίσως η εικόνα του καινούργιου, πρώτου μου ποδήλατου.
Η αποτυπωμένη σαν μια ελπιδοφόρα σφραγίδα, στις αεικίνητες διεργασίες του μυαλού μου.
Οι αστραφτεροί τροχοί του, σαν δυο λαμπροί, μικροί εκμηδενιστές του χρόνου. Που όλο κυλούσαν μπροστά και τρέχανε , για να προλάβουν λες, τι μέρες, τους μήνες.
Να αγγίξουν με μια, δυο, χίλιες ορθοπεταλιές, το μέλλον. Κι αλήθεια, τι όμορφο, το μικρό του τιμόνι, αυτό το πιο ευέλικτο παιδικό αυτεξούσιο.
Ένα ποδηλατάκι, το δροσερότερο κάποτε, αίσθημα ελευθερίας.
Ο αναντικατάστατος πλούτος μια αγνής εποχής.
Ή άλλως πως, η παιδική ελευθερία προσωποποιημένη.
Για κοίτα πράγματα, σε δυο απλά λάστιχα κι ένα τιμονάκι, σε μια αλυσσίδα, δύο πετάλια, δύο φρένα και νάτην, όλη η ευτυχία του χθες, στο πιάτο μας μέσα. Τότε , χθες…
Το πρώτο μου ποδήλατο. Ο πρώτος μεγάλος έρωτας μου. Απτός, υλικός και μεγάλος απών σήμερα, εν πολλοίς. Με τις συναρπαστικές στιγμές που απλόχερα μου χάριζε. Ας είναι , ώ , και με το στενάχωρο ατυχηματάκι που μου προέκυψε, λόγω της υπερβολικής ταχύτητας που είχα αναπτύξει εγώ, ο απρόσεκτος τιμονιέρης, στις κατηφορικές κλειστές στροφές, κάτω από τον Προφήτη Ηλία.
Την δεκαετία του ΄70 , τότε πούχα καταξεσκίσει ανεπανόρθωτα το πρώτο μου μακρύ παντελόνι.
Συρμένος για αρκετά μέτρα πάνω στην άσφαλτο, με τα σημάδια της αναποδιάς εμφανή ακόμα, στα γόνατα μου…
Ποδηλατάκι μου καλό, πειθήνιο αλογάκι μου.
Που με οδηγούσες στην αισιοδοξία. Να το ξέρεις. Η νοσταλγία της καρδιάς μου, εσύ δηλαδή, μου σιγομουρμουρίζεις ακόμα και συχνά για εκείνες, τις άδολες, χθεσινές συχνότητες…
Δημήτρης
Α. Ανδρικίδης
Από τα παλαιά σύνεργα στην εποχή της 3D εκτύπωσης!
Διαβάζουμε σε πρόσφατες ειδήσεις ότι κάπου στην Αρμενία ανακαλύφθηκε αρτοποιείο τριών χιλιάδων ετών!
Στον χώρο της ανακάλυψης βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες αλεύρι και οι έρευνες συνεχίζονται.
Υπάρχει ενδεχόμενο να βρεθούν τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι της εποχής για την παραγωγή των αλεύρων.
Δηλαδή τα σύνεργα του θερισμού των σίτων, του αλωνίσματος, του λιχνίσματος, της συλλογής του καρπού, της άλεσης με χειρόμυλους και τα σύνεργα για την παραγωγή του ψωμιού στο αρτοποιείο.
Αυτό θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού θα πρόκειται για μια σπάνια ανακάλυψη που θα εντυπωσιάσει την ανθρωπότητα.
Σίγουρα τα σύνεργα της παλιάς εποχής διαφέρουν σημαντικά με τα σημερινά όπου έχουν εξελιχθεί πλέον σε σύγχρονα μηχανικά εργαλεία.
Εάν τα παλαιά σύνεργα βρεθούν τότε κάποιο μουσείο θα τα φιλοξενήσει και παράλληλα θα προσελκύσει πλήθος επισκεπτών.
Η σύγκριση με τα νεώτερα: δρεπάνι για το θέρισμα, βολόσυρο στο αλώνι, λιχνιστήρι, χειρόμυλος άλεσης, σκάφη ζύμωσης, ξύλινες κουτάλες φουρνίσματος του ψωμιού, κ.ά., μπορεί να διαφέρουν σημαντικά σε κατασκευή και χρήση!
Όμως οι διαφορές των παλαιών αντικειμένων με την σημερινή απίστευτη πρόοδο της τεχνολογίας έχει ήδη φτάσει στα όρια του εξωπραγματικού!
Ο μελλοντικός άνθρωπος της τεχνητής νοημοσύνης με το όνομα HR32-77ST θα επισκέπτεται με το ίδιο ενδιαφέρον να περιεργάζεται τα αξιοθέατα των μουσείων αφού στην εποχή του δεν θα χρειάζονται μουσεία να φιλοξενούν την ραγδαία εξέλιξη των δικών τους …σύνεργων των 3D εκτυπώσεων, ακόμα και για την απευθείας παραγωγή πολυσυστατικών τροφίμων!
Υ.Γ. Μαζί με την πρόσφατη πρόταση του κ. Κ. Φουρναράκη για στέγαση του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης στο δημοτικό πλέον στρατόπεδο Μαρκοπούλου, χρήσιμο
Γιάννης Γαβριλάκης
διηγηματογράφος
» Ο εκπαιδευτικός με την 20ετή συνδικαλιστική και αυτοδιοικητική παρουσία, αποχαιρετά την πόλη μας και μιλά για την κοινωνία που γνώρισε
“Πάντες” για πάντα…
Έρχονται κι αυτές απ΄ το τότε!
Απ’ το κόσμο εκείνο τον χαμένο στα σκουπίδια, τον θαμμένο σε παλιά σεντούκια κι αποθήκες, κάποιες φορές νοικοκυρεμένο σε Λαογραφικό Μουσείο που στήθηκε με κέφι από νοσταλγούς του άλλοτε…
Τι να πρώτο θυμηθεί κανείς;
Το τσίγκινο κουβά, το μαγκάλι με τη τσιμπίδα του, τις κούπες και τα γανωμένα πατρογονικά σκεύη στα ράφια των σπιτιών;
Τα ποικίλα εργόχειρα χειρός των γυναικών των καιρών εκείνων;
Ή τις πανταχού παρούσες…«πάντες»;
Ανεξίτηλες του νου, πολύχρωμες εικόνες ήταν κι οι λεγόμενες «πάντες»!
Μακρόστενα κομμάτια πανιού που μας διηγούνταν ιστορίες χωρίς τέλος. Στολίδια σκέτα στους τοίχους των καλών δωματίων, συνήθως όμως κρεμασμένες σε κρεβατοκάμαρες κατά μήκος κρεβατιών και ντιβανιών.
Σε μια εποχή που η εικόνα ήταν δυσεύρετη ερχόταν οι «πάντες» με τις όμορφες παραστάσεις τους -πέρα απ’ τη ζεστασιά που γενναιόδωρα προσέφεραν- να σε μεταφέρουν σε μέρη μαγικά, όπως η Βενετία των ονείρων με τους τρούλους, τα κανάλια και τ’ ατέλειωτα γεφυράκια της!
Να σε σαγηνεύσουν με βεδουίνους πάνω σε καμήλες, που πορευόταν σ’ αμμόλοφους με τις κελεμπίες τους ν’ ανεμίζουν στο αεράκι!
Να σε ταξιδεύουν σε χρόνο μακρινό, στήνοντας σε μια κρυφή γωνιά μεσαιωνικού πύργου τον Ρωμαίο αγκαλιά με την Ιουλιέττα του!
Άλλοτε πάλι γλυκά να σ’ αποκοιμίζουν, καθώς πορευόσουν σε μακρινές ακτές, παρέα με τις γαλέρες και τα ιστιοφόρα που έπλεναν γαλήνια στο απέραντο γαλάζιο της…«πάντας» του δωματίου σου… «Πάντες» για πάντα λοιπόν!
Γιατί ποιος μπορεί, έτσι εύκολα να τις ξεχάσει;
Αθηνά Κανιτσάκη
συγγραφέας
Πολύτιμα αντικείμενα μνήμης
(Απρόσμενοι νυχτερινοί επισκέπτες)
Ήταν μια νύχτα μοναξιάς, που βρέθηκα κλεισμένη
στο πατρικό μου στο χωριό, σε σκέψεις βυθισμένη.
Μα ξάφνου ήρθε γύρω μου ολόκληρη παρέα
και μια κουβέντα αρχίσαμε περίεργη κι ωραία
Αναδρομή στο παρελθόνt;,oρίστηκε το θέμα
και πίσω πέταξαν με μιας, ψυχή, καρδιά και πνεύμα.
Πρώτος προβάλλει ο αργαλειός, με αχνή φωνή και λύπη,
όλα τα έχει γύρω του, μόνο η μάνα λείπει
Έχει μαζί το πέταλο, το χτένι, το υφάδι
και τη σαΐτα, που ύφαινε η μάνα ως το βράδυ.
Δίπλα του στέκει, αν και σκυφτή, μια γέρικη ανέμη,
-θρομύλι, αδράχτι παρακεί- με νήμα τυλιγμένη.
Ένας χειρόμυλος ηχεί κι η μάνα μάνι-μάνι,
αλέθει στάρι ολόξανθο, ξυνόχοντρο να κάνει
Το φυσεκλίκι του μπαμπά, σακούλι και τσιφτές του
μου γνέφουν και γροικώ στ’ αυτιά ξανά τις μπαλωθιές του
Περνούν μπροστά μου γελαστά, κόσκινο και βολίστρας,
θρινάκι, φτυάρι κι αραμπάς, στο τέλειωμα της λίστας,
που αλώνισαν και λύχνισαν ταγή, κριθάρι, στάρι,
να πάν στον αχυρώνα ; άχυρα, το στάρι στο πιθάρι.
Πλάι τους η πινακωτή, πάνιστρος και συντρίφτης,
το φούρνισμα ετοιμάζουνε κι η μάνα μου ο τεχνίτης
Δυο μπαουλάκια όμορφα μου γνέφουν στις γωνίες,
προίκα ήταν της μάνας μου, γεμάτα πατανίες
Η καμινάδα έτοιμη, τη νύχτα θα φωτίσει
κι έχει στο πυρομάχι της τέντζερη, για να ψήσει
το χοιρινό τσιγαριαστό, Χριστούγεννα σαν φτάσουν
κι οι μυρωδιές της τσίκνας του κι Άγιο θα κολάσουν.
Μια μυρωδιά πετρέλαιου η λάμπα μου αφήνει
κι ο λύχνος κει που κρέμεται κι εκείνος τρεμοσβύνει
Ώρα μου λέν; πως έφτασε, όλα να ηρεμήσουν
κι ήρεμος ύπνος θα τα βρει, σαν δεν τα λησμονήσουν
Χορό στήνει η σκέψη μου με την ανασεμιά τους
κι η μάνα μου κι ο κύρης μου, ζούνε ανάμεσά τους
Μαρία Βογιατζάκη Ντούζα
φιλόλογος
Το μαντολίνο
Θα ήταν γύρο στο 5 Ιανουαρίου 1959.
Στο σπίτι μας υπήρχε ένα μαντολίνο. `Ηταν ενός θείου, που είχε πεθάνει πρόσφατα. Παιδί εγώ. Μου άρεσε να δοκιμάζω τις χορδές του οργάνου και να προσπαθώ, να πιάσω κάποιες νότες.Η μητέρα μου, έκλαιγε και μοιρολογούσε τον αδερφό της, στο άκουσμα του μαντολίνου. `Ετσι λοιπόν, σε μια στιγμή θρήνου, έπιασε το μαντολίνο και το έβαλε στο φούρνο, όπου και κάηκε. `Εκλαψα εγώ, κι ακόμη αποζητώ το μικρό αυτό όργανο…
δρ Γιάννης Θ. Πολυράκης
γεωπόνος – συγγραφέας
τ. διδάσκων Πολυτεχνείου Κρήτης
Θύμησες
Μια ψηλόλιγνη φιγούρα, κρατούσε ένα μεγάλο κλειδί και άνοιγε την τεράστια πόρτα του σπιτιού του.
Κι εγω πιτσιρίκα, να στέκομαι ελάχιστα πλάι και πίσω, έχοντας μια γλυκιά προσμονή, να ξεκινήσει η περιπέτεια και το παιχνίδι στο χωριό.
Ο λυγερόκορμος αυτός άνθρωπος, ήταν ο παππούς μου ο Κωστής!
Αγαπημένη φιγούρα, που παραμένει στη σκέψη μου, εως και σήμερα.
Αυτό το τεράστιο κλειδί, ακόμα και τότε μου φαινόταν παράξενο μα και παραμυθένιο. Ο μεταλλικός ήχος που έκανε όταν στριφογύριζε στην κλειδαριά, ήταν για μένα σαν μαγικές λέξεις που υλοποιούσαν πολλές επιθυμίες.
Άνοιγε λοιπόν διάπλατα, την διπλή πόρτα που είχε η κουζίνα, αφού έπαιρνε δύο στροφές εσωτερικά στην κλειδαριά. Μετά, ένα κατώφλι και να μάστε μέσα!
Ένας χώρος μεγάλος και αρκετά λιτός.
Στην άλλη άκρη του χώρου αυτού ήταν σε αναμονή πάντα, ένα τζάκι.
Παραδίπλα στην ευθεία, ο νεροχύτης με τα τζετζερεδια του και ακριβώς από κάτω, θεμενη μια στάμνα.
Ήταν τοποθετημένη επάνω σε ένα χορταρινο στεφανάκι και για προστατευτικό σκέπασμα, είχε ένα κομμάτι θάμνο σφηνωμένο στο στόμιο της.
Τόσο απλά, τόσο όμορφα, τόσο φυσικά.
Πάντα έχω στοιχεία να θυμάμαι και να μνημονεύω τον παππού μου!
Μακάρι να είχα στην κατοχή μου αυτό το κλειδί!
Θα το είχα να ανοίγω αισιόδοξες σκέψεις, όνειρα, μα και σαν φυλαχτό.
Το κλειδί ως σύμβολο θετικής ενέργειας φιλοξενίας, αγάπης, προσφοράς, έχει παραμείνει στη σκέψη μου, μιας και άνοιγε μαγικά την τεράστια ξύλινη πόρτα ενός φιλόξενου σπιτιού και την πουπουλένια καρδιά του λιγομίλητου, καλοκαρδου και φιλοσοφημενου παππού!
Μαίρη Κουτρούλη
μέλος Δ.Σ. Ένωσης Πνευματικών
Δημιουργών Χανίων.