Δεν θα μπορούσε να τελειώσει ένα οποιοδήποτε αφιέρωμα στον ήρωα Δασκαλογιάννη χωρίς να γίνει αναφορά και στην ρίμα του μπάρμπα Μπατζελιού. Το τραγούδι που αναφέρεται με 15σύλλαβους σ όλη την ιστορία του ήρωα, στον αγώνα και στον μαρτυρικό του θάνατο.
Σε ένα μακρύ ποίημα 1032 στίχων ο συναγωνιστής του Δάσκαλου του Γιάννη ο τυροκόμος βοσκός μπάρμπα Μπατζελιός αναβιώνει μια παμπάλαια παράδοση που μας έρχεται από χιλιάδες χρόνια παλιά, κατευθείαν από την εποχή του Ομήρου και μιλά έμμετρα για όλα αυτά που συνέβησαν στην επανάσταση του 1770.
Ένα έργο που κατάφερε από την μια να συντηρήσει την μνήμη μιας μεγάλης στιγμής της τοπικής μας ιστορίας κι από την άλλη να περιγράψει όχι μόνο τις μάχες αλλά την ζωή και τα συνήθεια των Σφακιανών στον πριν, στον μετά και στον κατά την επανάσταση χρόνο. Ώστε όποιος το διαβάζει αντιλαμβάνεται αμέσως το πώς και τα γιατί. Το πώς ζούσαν οι άνθρωποι τότε, τις αρχές, τις αξίες τους. Το γιατί ένας εύπορος άρχοντας αποφασίζει να διακινδυνεύσει τα έχει του αλλά περισσότερο την ζωή του και τις ζωές της οικογένειας και των συνεπαρχιωτών του. Την ευημερία την δικιά του και του τόπου του. για ένα μεγαλύτερο σκοπό:
μέ τήν καρδιά του τό ‘θέλε τή Κρήτη ‘Ρωμηοσύνη. Πως ζούσαν και πως πορεύονταν οι σκλαβωμένοι Χριστιανοί ακόμα και οι Σφακιανοί, που όπως περιγράφεται αυτοί ήταν πιο ευνοημένοι από τους άλλους Κρητικούς.
Είχα την τύχη να βρω το τραγούδι αυτό στο διαδίκτυο σε μια παλιά έκδοση. Το περιέτρεξα γρήγορα-δεν είναι και ό,τι το ευκολώτερο να το διαβάσεις, λόγω της ορθογραφίας και της γλώσσας του. Θαυμάζει όμως κανείς την στρωτή ρίμα και τις περιγραφές. Των καταστάσεων, των μαχών, των προβληματισμών.
Ο ποιητής ξεκινά επικαλούμενος τον Θεό για να τον βοηθήσει στο έργο του, ακριβώς όπως ο παππούς Όμηρος καλεί την μούσα να τον βοηθήσει να ψάλει από την μια το θυμό του Αχιλλέα στην Ιλιάδα και από την άλλη την επιστροφή του Οδυσσέα στην Οδύσσεια:
Θέ μου, καί δός μου φώτισι, καρδιά ‘σάν τό καζάνη,
νά κάτσω νά συλλογιαστῶ τό Δάσκαλο τό Γιάννη.
Θέ μου, καί δός μου λογισμό καί μπόρεσι, ν’ ἀρχίξω,
τό Δάσκαλο τόν ‘ξακουστό πρικιά (πικρά) νά τραγουδήξω.
Η παράδοση λέει πως ο μπάρμπα Μπατζελιός πολέμησε κι ο ίδιος μαζί με τον Δασκαλογιάννη. Η αφήγησή του είναι αυθεντική. Το εκπληκτικό όμως είναι ότι ο ποιητής δεν ήξερε γράμματα. Συνέθεσε την ρίμα μόνος του και την θυμόταν και την απήγγελε από στήθους ακριβώς όπως οι αρχαίοι ραψωδοί. Κάποια στιγμή όμως δέκα έξι χρόνια μετά, το 1876, την υπαγόρευσε στον συντοπίτη του τον Αναγνώστη του παπά Σήφη Σκορδύλη που ήξερε κάποια λίγα κολυβογράμματα.
Εγώ, Αναγνώστης του Παπά του Σήφη του Σκορδύλη,
αυτά που σας ’δηγήθηκα με γράμμα, με κοντύλι,
αρχίνηξα και τά ’γραφα λιγάκια κάθε μέρα
κι εις την Παπούρα ’κάθουμου, στο Γκίβερτ’ από πέρα
εις την Παπούρα ’κάθουμου, γιατ’ ήμου ’γγαλονόμος1,
και με το μπάρμπα Πατζελιό, απού ’τον τυροκόμος
κι εγώ εκράθιουν το χαρτί κι εκράθιουν και τη μπέννα
κι εκείνος μου ’δηγάτονε και τά ’γραφα ένα ένα
εκείνος μου ’δηγάτονε το Δάσκαλο το Γιάννη,
τ’ αμάθια ντου δακρύζουσι σαν τον αναθιβάνει
η γι-ομιλιά ντου ’κόβγετο, συλλογιασμοί τον πιάνου
και μαύρους αναστεναμούς τα σωθικά ντου βγάνου!
………………. ……………………………………..
Τραγουδιχτά μου τά ’λεγε, γιατ’ έναι ριμαδόρος,
γιατ’ έχει κι απού το Θεό το πλιο μεγάλο δώρος
όσα δεν είδ’ εκάτεχε κι όσά ’δε δεν τα ’ξέχνα
γιατ’ έχει και θυμητικό πλιότερ’ από κιανένα.
Και ποιός μπορεί να δηγηθεί εκείνα που θυμάται
κι εις το τραγούδι να τα πει εκείνα που δηγάται;
Πολλά τ’ αμάθια τ’ είδασι κι ακούσασι τ’ αφθιά ντου,
βάσανα, πάθη και καημοί ασπρίσαν τα μαλλιά ντου.
………………………………………………………………
κι αυτός ο μπάρμπα Μπατζελιός εδά στα γεραθειά ντου,
τα είδε με τ’ αμάθια ντου, τ’ άκουσε με τ’ αφθιά ντου
κι είχε κι επιθυμιά πολλή πάντα να τα ’δηγάτο,
σαν το ψαλτήρ’ ο δάσκαλος απόξω τα ’θυμάτο!
Όμως περισσότερο από όλα εμένα με εντυπωσιάζει η σκηνή όπου συνομιλούν πασάς και Δασκαλογιάννης στο σεράϊ του Τούρκου στο Μεγάλο Κάστρο και ο Κρητικός εξηγεί τις πράξεις του.
Κ’ ἀποκειας τόν ἐρώτηξε, «Δάσκαλε ποῦ νά σώσης;
‘πέ μου κ’ ἴντα ‘τό γῆ ἀφορμή πόλεμο νά σηκώσης;
Οἱ Σφακιανοί δοσίματα χαράτζια δέν ἐδίδα,
κ’ ἄδικα καί παραδικά γιά σέναν ἐχαθήκα.
………………………………………………………
μόνο ‘σηκώθης, Δάσκαλε, μέ τόν Μωρηᾶν ἀντάμι,
γιά νά χαθῆ τόσος λαός, καί σύ νά βγάλης νάμι.
τ’ ἀσκέρια τά βασιλικά ν’ ἀδικοσκοτωθούσι,
κ’ ἀπού τσή Κρήτης τή Τουρκιά χιλιάδες νά χαθούσι.
‘πάνω ‘ς τά ὅρη, ‘ς τά βουνά, εἰς τσ’ ἔρημες μαδάρες,
χιλιάδες ν’ ἀπομείνουσι γιανίτσαροι κ’ ἀγάδες».
Κ’ ὁ Δάσκαλος τόνε γροικά, γυρίζει καί τοῦ κάνει,
καπνόν ἀπού τό στόμα τοῦ κ’ ἀποῦ τά ρθούνια βγάνει.
«Καλέ, ἴντα ‘ν’ αὐτά, πασά, ‘που κάθεσε καί λέεις,
καί τό λαό ‘π’ ἐχάθηκε περίσσια τόνε κλαίεις ;
Πώπερασαν οἱ γιεκατό (χρόνοι) ἀπού ‘ρθετε ‘ς τήν Κρήτη,
κ’ ἐκάμετε τσοί Κρητικούς καί δέν ὁρίζου σπίτι.
μουιδέ καί τσ’ ἀπατούς τωνε, μουιδέ καί τά παιδιά τῶν,
μουιδέ καί τή ζωή τωνε, μουιδέ τά πράμματα των.
οὐλημερνίς εἰς τσ’ ἐγκαριές (αγγαρίες), ‘ς τά βάσανα καί κόπους,
καί ‘σάν τά ζά τσοί διαχνετε, δέν τσοί θωρείτ’ ἀνθρώπους,
καί δέ γυρεύγετ’ ἀφορμή, τό γαῖμα τῶν νά πχίτε (πιείτε)
καί νά σκοτώσετε ‘Ρωμηό πολλά τό ‘πιθυμῆτε.
κ’ ἔναι κ’ ἡ μόνη σας χαρά, νά ἰδῆτε σκοτωμένους,
ξεκοιλιασμένους ‘ς τά στενά κ’ αἱματοκυλισμένους.
ἀπού δέ τσοί στιμάρετε2 μουιδέ ‘σά κλωσοπούλια,
γιά νά τσοί θάψουν ὕστερα τσοί βάνου ‘ς τά σακκούλια.
καί ἡ γαιτία εἶσται ‘σεῖς, κ’ οἱ γιάνομοι πασάδες,
π’ ἀφῆνετ’ ἀχαλίνωτους τσοί γιανιτζαραγάδες.
‘π’ ἀφήνετε τσοί χρισθιανούς σέ τέθοια τυραννία,
πού καί τ’ ἄγρια θεριά ἔχουσιν εὐσπλαχνία.
Ἀλήθεια ‘ναί κ’ οἱ Σφακιανοί δοσίματα δέ δίδου,
μουιδέ τή τυραννία σας ἀκόμη δέ γνωρίζου.
μά ‘γῶ ‘βλεπα τσοί χρισθιανούς ἀπού ‘ναί ‘ς τό Σουλτάνο
τό πῶς δέν εἶναι τίβοτσι ‘ς τόν κόσμο τόν ἀπάνω.
γι’ αὐτόνον ἀποφάσισα τή Κρήτη νά σηκώσω,
κ’ ἀπού τά ‘νύχια τῷ Τουρκῶ νά τήν ἐλευτερώσω,
πρώτας γιά τή πατρίδα μου, δεύτερο γιά τήν πίστη,
κ’ τρίτο γιά τσοί χρισθιανούς ‘που κάθουνται ‘ς τήν Κρήτη
γιατί κ’ ἄν ἦμαι Σφακιανός, παιδί τσή Κρήτης εἶμαι,
καί νά θωρῶ τσοί Κρητικούς ‘ς τά βάσανα πονεῖ μέ».
1. Εγγαλονόμος: είναι αυτός που βόσκει τα έγγαλα, δηλαδή τα αιγοπρόβατα που βγάζουν γάλα και τ’ αρμέγουν
2. Στιμάρω: εκτιμώ, υπολογίζω, θεωρώ
ΥΓ. Το βιβλίο: Κρητικαί ρίμαι. Τα τραγούδια του Δασκαλογιάννη και του Αληδάκη υπό Εμμανουήλ Βαρδίδη 1905, κυκλοφορεί στο διαδίκτυο στην διεύθυνση: http://repository.academyofathens.gr/document/171635.pdf