«Οι Απόκριες περνούσανε με την αρχοντιά και τα γλέντια του κρητικού νοικοκυριού. Μα η Καθαρή Δευτέρα καθάριζε τα πάντα: Οι νοικοκυράδες πλύνανε τα πιατοτσίκαλα μ’ αλουσιές (νερό και στάχτη) κι η Σαρακοστή άρχιζε απλή και ασκητική μ’ ελιές, με λούμπινα και με παπούλες. Κάπου κάπου στα κατωμέρια οι φαμελιές τρώγανε και λίγο χαλβά ή ταραμά, μ’ αυτό ήταν μια εξαίρεση και μεγάλη πολυτέλεια. Και το βράδυ σαν έγερνε ο ήλιος, οι καμπάνες αργοχτυπούσαν κι άρχιζαν τα σπερνά και οι μετάνοιες. Ήρθε ο Ντυνάμεος. Πάμε ν’ ακούσομε τον Ντυνάμεο, έλεγαν οι γιαγιάδες κι οι μητέρες στα παιδιά κι ανάμεσά των οι γειτόνισσες και ξεκινούσαν για την εκκλησία. […] Ωστόσο φτάνανε από τα χωράφια κι οι άντρες, οι σκαφτιάδες κι οι ζευγολάτες. Τ’ αμπελοσκάμματα κι οι καλλουργιές πέφτανε πάντα Σαρακοστή κι οι παππούδες μας λείπανε στα χωράφια.
Μα καθ’ αργά όταν χτυπούσαν τα σπερνά σκολάζανε σηκώνανε τα τσαπιά στον ώμο και φτάνανε ίσια στην εκκλησία». Απόσπασμα από το κείμενο του μακαριστού μητροπολίτη Ειρηναίου Γαλανάκη “Κύριε των Δυνάμεων…” που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του “Ο Χριστός σημάδεψε την Κρήτη” (Α’ έκδοση 1969).
Απόκριες προχθές, Καθαρή Δευτέρα χθες, Καλή Σαρακοστή, λοιπόν! Το ξέρω ότι λίγοι είναι αυτοί που επιμένουν να νηστεύουν, κρατώντας την παράδοση, σε όλους, ωστόσο, νηστεύοντες και μη νηστεύοντες, απευθύνεται ο χαιρετισμός, αφού όλοι επιμένουμε να τον χρησιμοποιούμε, προπάντων την Καθαρή Δευτέρα. Όπως κι αυτοί που πηγαίνουν στα σπερνά άλλωστε. Όλοι όμως, περιμένουμε την Λαμπρή, την Μεγάλη Κυριακή, που ο Χριστός αφού σταυρωθεί και ταφεί για τρεις μέρες, θ’ αναστηθεί – παρηγοριά η προσδοκία της Ανάστασης. “Να νηστεύουμε όσες μέρες μπορεί ο καθένας, παιδιά μου, δεν μπορούμε να νηστεύουμε όλοι το ίδιο, και μια εβδομάδα να νηστέψετε, καλό είναι. Η συμβουλή που έδινε, όταν τον ρωτούσαν ο παππούς, ο Άγιος στη λαϊκή συνείδηση Ειρηναίος Γαλανάκης, ο Χριστιανός.
Στα μοναστήρια της Κρήτης, όπως γράφει στο βιβλίο του “Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη” (εκδ. “ΚΑΡΜΑΝΩΡ”) επικρατούσαν τις μέρες της Μ. Σαρακοστής χρακτηριστικές συνήθειες. Σε μια απ’ αυτές οι καλόγριες μετρούσαν 49 κουκιά (όσες μέρες διαρκεί) και τα έβαζαν σε 7 μπουκαλάκια. Κάθε πρωί έτρωγαν από ένα κουκί κι όταν τέλειωνε το μπουκαλάκι το πετούσαν ή το φύλαγαν. Όταν έφταναν στο τελευταίο μπουκαλάκι, ήξεραν πως έφτανε η Μεγάλη Εβδομάδα. Ένα άλλο παρόμοιο έθιμο τον καιρό που δεν υπήρχαν ημερολόγια είναι κι αυτό που περιγράφει η Αικατερίνη Τσοτάκου – Καρβέλη στο βιβλίο της “Λαογραφικό Ημερολόγιο”. Έπαιρναν, λέει, μια κόλλα χαρτί και σχεδίαζαν μια γυναίκα, σαν καλόγρια με εφτά πόδια. Στο τέλος κάθε εβδομάδας, το Σάββατο, έκοβαν κι ένα πόδι. Περιττό να πούμε ότι η καλόγρια δεν είχε στόμα – νηστεία γαρ. – και ότι είχε σταυρωμένα τα χέρια της για τις προσευχές. Επιμένουν κάποιες νηπιαγωγοί να παρουσιάζουν έτσι την Κυρά – Σαρακοστή στα νηπιάκια τους…
Και… στα πεταχτά
Ο χαρταετός με τη “μορφή” του έρωτα ή αν προτιμάτε ο έρωτας με τη μορφή του χαρταετού, είναι ο κοινός παρανομαστής στις σημερινές μαντινάδες της Νεκταρίας Θεοδωρογλάκη: «Την σκέψη μου χαρταετό την έκαμα φαντάσου/ πετά ψηλά στον ουρανό και γράφει τ’ όνομά σου», μας λέει στην πρώτη. «Πολύχρωμος χαρταετός είναι ο έρωτάς σου/ στον έβδομο τον ουρανό με πας με τα φιλιά σου», μας λέει στην δεύτερη. «Ο έρωτας χαρταετός κι αγέρας το φιλί σου/ πυξίδα κάνω την καρδιά για να πετώ μαζί σου», μας λέει στην τρίτη. «Χαρταετός ο έρωτας ψηλά πετά στα νέφη/ η οποία μπόρα έρχεται να μην τον καταστρέφει». Δική μου αυτή, έχοντας υπόψη την κουβέντα της μάνας μου «ο έρωντας φούρια δούδει κι ύστερα κακαποδούδει»… Ανώμαλη προσγείωση, ε;
Κατεβαίνω υποψήφιος, κατεβαίνεις υποψήφιος, κατεβαίνει υποψήφιος, κατεβαίνουμε υποψήφιοι, κατεβαίνετε υποψήφιοι, κατεβαίνουν υποψήφιοι. Σε ενεστώτα χρόνο το ρήμα. Έχω κατεβεί υποψήφιος, έχεις κατεβεί υποψήφιος, έχει κατεβεί υποψήφιος, έχουμε κατεβεί υποψήφιοι, έχετε κατεβεί υποψήφιοι, έχουν κατεβεί υποψήφιοι. Σε παρακείμενο χρόνο το ρήμα. Αλλο ο ενεστώτας κι άλλος ο παρακείμενος… Για τις Δημοτικές εκλογές το γράφω.
Είσαι για να ‘σαι μου ‘γραψε μια φίλη, φίλη – φίλη, μεταξύ των άλλων σχολιάζοντας μια ανάρτησή μου στο Βιβλίο των Προσώπων. Όλοι είμαστε για να ‘μαστε, Νίκη, της απάντησα. Με ότι αυτό σημαίνει… Μένω σ’ αυτά.