» Alberto Ravasio (µτφρ. Κωνσταντίνα Ευαγγέλου, εκδόσεις Οκτάνα)
Συχνά πυκνά, το τελευταίο διάστηµα, αναφέροµαι µε θαυµασµό και έκπληξη στη νεότερη ιταλική λογοτεχνία που µεταφράζεται και κυκλοφορεί στα ελληνικά. Με θαυµασµό γιατί έχω διαβάσει κάποια πράγµατι ωραία βιβλία, µε έκπληξη γιατί για χρόνια θεωρούσα, αφελώς και αυθαίρετα, πως από τη γείτονα χώρα λογοτεχνικά λίγα πράγµατα θα µπορούσα να περιµένω, εξαιρέσεις ενός κανόνα που µονάχος µου επινόησα και για καιρό περιέφερα ως παντιέρα. Είναι, όµως, και αυτή µια λειτουργία της ανάγνωσης, η µε κρότο και σκόνη πτώση διαφόρων ψευδοβεβαιοτήτων.
Τώρα πια το χαρτί έχει γυρίσει, εκεί που απέφευγα τη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία, την αναζητώ µε θέρµη. Στο πλαίσιο αυτό περιλαµβάνεται και η ανάγνωση του µυθιστορήµατος του Ραβάσιο µε τον προβοκατόρικο τίτλο: Η σεξουαλική ζωή του Γουλιέλµου Σπουτακιέρα, σε µετάφραση Κωνσταντίνας Ευαγγέλου από τις εκδόσεις Οκτάνα.
Ο Γουλιέλµος Σπουτακιέρα (στα ιταλικά το πτυελοδοχείο) κοντεύει τα τριάντα και ζει µε την οικογένειά του σε µια µικρή επαρχία. Πέρασε από διάφορες πανεπιστηµιακές σχολές, δεν ολοκλήρωσε ωστόσο καµία από αυτές, επέστρεψε στο παιδικό του δωµάτιο παρθένος και χωρίς κάποια συγκεκριµένη ιδέα για το µέλλον του, πέρα από την εµµονή που είχε αναπτύξει τα τελευταία χρόνια µε το πορνό και τον συνοδό αυνανισµό. Όλα θα ανατραπούν όταν ένα πρωί θα ξυπνήσει σ’ ένα γυναικείο σώµα.
«Ένα αυγουστιάτικο πρωινό ο Γουλιέλµος Σπουτακιέρα ξύπνησε µε τη µούρη του χωµένη σε δύο ωραιότατα στήθη: τα δικά του. Μέσα σε οχτώ ώρες ύπνου είχε µεταµορφωθεί σε γυναίκα, πλάσµα εντελώς άγνωστο σ’ αυτόν, που σε τριάντα χρόνια ζωής δεν είχε σχεδόν ποτέ καταφέρει να πλησιάσει, δεν λέω για ηβικές ακροβασίες, αλλά ούτε καν για οδικές πληροφορίες».
Η πρώτη αυτή παράγραφος, παρότι θελκτική και εν τέλει χαρακτηριστική της γραφής του Ραβάσιο, µε κράτησε µακριά από το µυθιστόρηµα για κάποιο καιρό. Ο λόγος δεν ήταν άλλος από την καφκική αντιστοιχία, αντί για ζωύφιο, ο Σπουτακιέρα ξυπνάει ένα πρωί σε γυναικείο σώµα. Μια πρόσφατη αντίστοιχη ελληνόφωνη λογοτεχνική απόπειρα αποδείχτηκε, αναµενόµενα, κακή, αυτή όµως είναι µια άλλη ιστορία ανάγνωσης. Φοβόµουν τις αντιστοιχίες, αλλά και την πρόκληση για την πρόκληση, άλλωστε τίποτα το προκλητικό δεν διέκρινα εξ αρχής σε αυτή την ιδέα, και παρά την περιέργειά µου να δω τι κατεύθυνση θα ακολουθούσε ο Ιταλός συγγραφέας, οι ενστάσεις και ο αυθαίρετος ορίζοντας προσδοκιών µε κράτησαν µακριά.
Κακώς.
Είπαµε όµως, είναι µια λειτουργία της ανάγνωσης αυτή, η περιδιάβαση εκτός ορίων ασφάλειας και βεβαιοτήτων, η κατάρρευση των προσδοκιών µας.
Όπως συµβαίνει στο µεγαλύτερο µέρος της καλής λογοτεχνίας, έτσι και εδώ, ο συγγραφέας δεν ποντάρει όλα του τα χρήµατα στην (όσο πρωτότυπη µετά από τόσα χρόνια γραφής µπορεί να είναι) κεντρική ιδέα-εύρηµα. ∆εν αναλώνεται σ’ αυτή και δεν εγκλωβίζεται. Ωστόσο, πρέπει κανείς να διαβάσει ένα τουλάχιστον µέρος του µυθιστορήµατος για να µπορέσει να διαφύγει του φόβου αυτού.
Με όχηµα την ιδέα αυτή, τους περιορισµούς και τις λεωφόρους που του προσφέρει, ο Ραβάσιο στήνει ένα πολύβουο πανηγύρι, επιτρέποντας στη φαντασία του να συναντήσει και να δηµιουργήσει αναλογίες µε το κοινωνικό ιταλικό (και όχι µόνο) παρόν, µε µια πρόζα κοφτερή και προκλητική. Απολαυστικό και κατά τόπους συναρπαστικό, το µυθιστόρηµα αυτό διαβάζεται µε γρήγορους ρυθµούς, καθώς ο αναγνώστης ακολουθεί τον Σπουτακιέρα, έναν αντιήρωα, αρκούντως αποτυχηµένο και εγκλωβισµένο σε µια γνώριµη συνθήκη ζωής, σ’ ένα αποπνιχτικό περιβάλλον µιζέριας. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής διατηρεί την απαραίτητη συναισθηµατική απόσταση από τον Σπουτακιέρα και από εκεί περιγράφει τις περιπέτειές του.
Η συνθήκη εντός της οποίας ένα πρωί ξύπνησε ο αντιήρωάς µας, σε κάποιους µπορεί εξ αρχής να φανεί αστεία και να τους γαργαλήσει τα συντηρητικά τους αντανακλαστικά, όµως δεν είναι τέτοια, όπως δεν είναι αστείες από µόνες τους οι περιπέτειές του, η αγωνία του να διαχειριστεί αυτή την αλλαγή. Η παγίδα για µια κακή επιθεώρηση είναι ορατή. Ο Ραβάσιο πατά σε δύο βάρκες. Από τη µια, έχει στο στόχαστρό του τη συντηρητική πτέρυγα του κοινού, από την άλλη, την προοδευτική. Για µένα, η πρόκληση εντοπίζεται κυρίως στο δεύτερη βάρκα, εκεί κρίθηκε εν τέλει η πρόζα και η τελική κατασκευή του µυθιστορήµατος. Υπάρχουν σηµεία που µοιάζει να ξεπερνά τα (προσωπικά και ατελή) όρια του σωστού και αποδεκτού, όµως η σάτιρα, γιατί περί τέτοιας πρόκειται, δεν θα έπρεπε να παραµένει εγκλωβισµένη στο (από ποιον) ορθό και (γιατί) πρέπον.
Η απόσταση, κυρίως συναισθηµατική, στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω, δεν συνεπάγεται ταυτόχρονα και την πλήρη απάθεια του αφηγητή για τον Σπουτακιέρα. Ισορροπία. ∆εν τον ενσυναισθάνεται αλλά δεν τον λοιδωρεί. Είναι και εκείνος γρανάζι (το κυριότερο ίσως) του οχήµατος µε το οποίο ο Ραβάσιο περιδιαβαίνει τη σύγχρονη εποχή, εκείνη έχει στο στόχαστρο, σ’ εκείνη επιτίθεται και λεηλατεί, την κίβδηλη εποχή, φαινοµενικά προοδευτική, εκείνη και τις αποσκευές που φέρνει από το παρελθόν, µε πρώτη και µεγαλύτερη την αγία οικογένεια, χωρίς να παραµελεί τα κατ’ όνοµα προοδευτικά µέλη της.
Το µυθιστόρηµα (δεν χρειάζεται να ψάξω στις κριτικές και τις λοιπές ψηφιακές εµπειρίες ανάγνωσης) είναι πιθανό να ενοχλήσει τη µια ή την άλλη πλευρά, και αυτή η όχληση, αντί να µείνει σε διαφωνία επί του περιεχοµένου, να παρουσιαστεί ως λογοτεχνική αδυναµία. ∆εν είναι κακό αυτό από τη στιγµή που η πρόκληση δεν είναι στείρα, είναι ένα καλό φίλτρο αυτό.
Η σάτιρα, η καλή σάτιρα για την ακρίβεια, είναι είδος υπό εξαφάνιση, η βιτριολική πρόζα του Ραβάσιο επίσης. Η σεξουαλική ζωή του Γουλιέλµου Σπουτακιέρα είναι ένα καλό δείγµα, ένα απολαυστικό µυθιστόρηµα, που µου θύµισε ένα διαχρονικά αγαπηµένο µου µυθιστόρηµα, µε τους δύο ήρωες να συγγενεύουν, το Συνασπισµός ηλιθίων του Τζον Κένεντυ Τουλ.
Ένα ακόµα (πολύ) καλό ιταλικό µυθιστόρηµα προστέθηκε στη λίστα.