Σε ρωτώ. Ποιό νόημα ψάχνεις; Μοιάζεις σαν φθινόπωρο που ποτέ δεν ήρθε. Και μοιάζω σα φάντασμα πεσμένου πλατανόφυλλου. Σα τραγούδι που ποτέ δε τραγουδήθηκε. Σα τη σκιά του ακροβάτη. Που τον κρατά, λες, για να μη πέσει. Μέσα στο κενό του. Πάντα οι σκιές γέμιζαν το αδυσώπητο λευκό της σιωπής. Πάντα οι σκιές, σε δείχνουν όπως πραγματικά είσαι. Κι είναι περίεργο, πως το ασπρόμαυρο έχει τόσο χρώμα μέσα του. Η αλήθεια είναι τόσο μακρόσυρτα σιωπηλή πιά. Και ‘συ, ένα πολυφωνικό παραμύθι. Κάτω από ένα κλειστό παράθυρο. Δάκρυ που δε θέλησε να βγει απ’ το σπήλι του. Νοσταλγείς τους ανέμους που πάντα σε συντρόφευαν, σφυρίζοντας. Καθώς διαπερνούσαν τις χαραμάδες της κλειστής ερημιάς σου. Μελτέμι, που σου έδινε τη δύναμή του. Εκεί. Στο βράχο της ομιχλώδους σιωπής σου. Αιώνες πέρασαν από τότε. Μα είναι γνωστό, πως οι βράχοι, είναι αιώνιοι. Κρυφή μου απουσία, πού να περιπλανιέσαι ; Ποιούς δρόμους βρεγμένους, από το δάκρυ του πρωινού, να ζεσταίνεις; Σε ρωτώ. Στο όνομα του μοναχικού καπνού μου. Ποιό νόημα ψάχνεις;