«Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα,
πρώτη γιορτή του χρόνου,
για βγέστε, δήτε, μάθετε,
που ο Χριστός γεννάται.
Γεννάται κι αναθρέφεται με μέλι
και με γάλα,
το μέλι τρων’ οι γι’ άρχοντες,
το γάλα οι αφεντάδες,
και το μελισσοβότανο,
λούζονται οι κυράδες…»
«Ποπανωθιός στο σπίτι σας,
είναι μιαν περιστέρα,
ανοίξετε την πόρτα σας,
να πούμε καλησπέρα!»
«Καλησπέρα σας και έτη πολλά!»
(Από τα κρητικά κάλαντα)
«Τούτες οι μέρες το ‘χουνε,
τούτες οι γ’ εβδομάδες,
κι απού ‘χει φίλο τον καλεί,
δικό του περμαζώνει.
Χαράς του, π’ αποδέχεται,
καϋμοίς του π’ ανημένει».
Κατά που λέει και το ριζίτικο τραγούδι του τόπου μας, τούτες ιδιαίτερα οι μέρες του Δωδεκαήμερου, από την παραμονή των Χριστουγέννων, ως το βράδυ τ’ Αγιασμού, είναι μέρες φορτωμένες συγκινήσεις, γραφικά έθιμα και ζωηρά βιώματα, σ’ όλον τον ελληνικό χώρο!
Κι είναι γνωστό, πως δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές στα έθιμα Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Φώτων, στη Δυτική Κρήτη, από τη λοιπή Ελλάδα.
Σ’ όλον αυτό τον περίγυρο, ξεδιακρίνει κανείς εύκολα, τον πόθο τ’ ανθρώπου:
– Να χαρεί τη μετάβαση από τη χειμωνιάτικη περίοδο και το σκοτάδι στο ανοιξιάτικο φως και στη βλάστηση.
– Να εξασφαλίσει την ευτυχία για τον Νέο Χρόνο που ‘ρχεται και να τονώσει -τέλος- το θρησκευτικό και οικογενειακό αίσθημα, ιδιαίτερα με τις εκκλησιαστικές αλλά και σπιτίσιες τελετές των Χριστουγέννων, τ’ αγίου Βασιλειού και των Φωτώ, όπως εύστοχα επισημαίνει και ο καθηγητής Δημ. Σ. Λουκάτος, σε σχετικό έργο του!
Κι εδώ στον τόπο μας, τη Δυτική Κρήτη, η πρώτη επιθυμία, απ’ όσες αραδιάσαμε πιο πάνω, επιδιώκεται με πολλά και διάφορα.
– Με το ακοίμητο τζάκι και το πελώριο πρινοκούτσουρο, το διαλεγμένο από τον νοικοκύρη, για να βαστάξει, μερόνυχτα, ζωντανή τη φωτιά.
– Με το Χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σπίτι, και την πρασινάδα του.
– Με τους πολύχρωμους φωτισμούς (σπίτια, πόλη, δρόμοι, κλπ.)
– Με τα λιόφυλλα, που ρίχνουμε στην αθρακιά, για να μαντέψουμε μελλούμενα.
– Με τον αγιασμό των σπαρτών και του έχει μας, ύστερα από του παπά τον καθιερωμένο αγιασμό.
Η προσδοκία της ευτυχίας για το Νέο Χρόνο που έρχεται, τονίζεται θαυμάσια με τα κάλαντα και τις ευχές. Με τα δώρα και τα τυχερά παιχνίδια. Με τις βασιλόπιτες και τα μελομακάρουνα, με τους τηγανίτες και τα καλοχερίδια, που δίνουν και παίρνουν, Πρωτοχρονιά ανήμερα, σ’ όλα τα νοικοκυριά!
Κι όσο για την τόνωση του θρησκευτικού συναισθήματός μας, οι ύμνοι και τα τροπάρια, τα αναγνώσματα και όλη η πλούσια θρησκευτική λατρεία μας, ασφαλώς την κάνουν ζωντανή και ανεξίτηλη μέσα στο ψυχικό μας περιεχόμενο, γιατί χρονιάρες μέρες, το εκκλησίασμα είναι πυκνό σ’ όλους τους ναούς. Κι ακόμη, στον ίδιο χώρο του Σαρανταήμερου η νηστεία, για όσους την τηρούν, το ξαγόρεμα πριν από τη μεταλάβωση, το χριστόψωμο το σπιτίσιο και το πρόσφορο, ζύμωμα, και ψήσιμο ξεχωριστό, του νοικοκυριού για τη μεγάλη μέρα, τα κάλαντα, μ’ όλη την εθιμολογία των και το με πολλή ανθρωπιά και ψυχικό μεγαλείο φορτωμένο έθιμο του σκουτελικού, του πλούσιου πιάτου δηλ. που στέλνομε με το παιδί μας, πριν ακόμη φάμε, στα σπίτια της γειτονιάς, μετρούν πιστεύομε πολύ, στην τόνωση του φορτισμένου θρησκευτικού συναισθήματός μας, το Δωδεκαήμερο των γιορτών.
Κι ακόμη μπορούμε να σημειώσουμε, την καθιέρωση, τα τελευταία χρόνια, της υποβλητικής Χριστουγεννιάτικης αρχιερατικής θείας λειτουργίας, με το σύνολο σκηνικό της παρουσίασμα (πρόβατα, κουδούνια, βοσκούς, φωτιές, σήμαντρα) στη σπηλιά τ’ Αϊ Γιάννη στη Μαραθοκεφάλα, καθώς και σε άλλα ανάλογα ιερά προσκυνηματικά σπήλαια του Τόπου μας.
Ο οικογενειακός μας χώρος πάλι, είναι τούτον τον καιρό, ο δυνατός μαγνήτης, όπου μας κάνει “σπιτάρηδες” αφοσιωμένους. Τα νόστιμα φαγητά, απ’ αφορμή τα χοιροσφάγια, σε κάθε σπίτι του χωριού, οι πικάντικοι μεζέδες και οι λιχουδιές. Τα σύγκλινα και οι ομματιές, οι κουλούρες και τα σπιτίσια Χριστόψωμα, καθώς κι οι βασιλόπιτες της Πρωτοχρονιάς (που προείπαμε), όλα κι όλα, αυτά τα παραδομένα από γενιά σε γενιά, δεν μας αφήνουν ασυγκίνητους, μηδ’ έξω από τον άγιο χώρο του σπιτιού μας του τρισευλογημένου!
Χριστούγεννα
Ας τον δούμε τούτον τον καθάριο ελληνικό χώρο, τον τόπο μας τον θαυμάσιο, με τα έθιμά του τ’ απαράμιλλα, τα βαθιά ριζωμένα στο Είναι μας, όπως ακριβώς μας τα παρουσιάζουν γέροντες και γερόντισσες, νιοι και κοπελοπούλες, των χωριών της Δυτικής Κρήτης μας.
1. «Εμείς στα χρόνια μας, τις νηστείες τις κρατούσαμε και τις κρατούμε ακόμη. Του Σαρανταημέρου η νηστεία, αρχίζει τ’ Αϊ Φιλίππου (14 του Νοέμβρη) και βαστά ως τα ξημερώματα τω Χριστουγέννω που μεταλαβαίνουμε. Εχομε ξαγορευτεί το ‘σπερνό…» (Πληρ. Χρ. Μπουλνταδάκης, γενν. στα 1904 στον Καμπανό Σελίνου).
2. «Οι δουλειές στα χωριά μας, δεν τελειώνουν ποτές. Και το Σαρανταήμερο, ένας λόγος παραπάνω. Οι γι’ άντρες σ’ τσ’ όξω δουλειές, στα ξύλα, στα μαρθιά, να σκίζουν σκίζες για το μαγέρεμα, να φέρουν κλαδιά και φουρνόξυλα, να κουβαλήσουν λιόξυλα και πρινοκούτσουρα, για την καμινάδα την αχόρταγη, γιατί δουλεύει συνέχεια τούτο τον καιρό με τα κρύατα. Να κουβαλήσουν και να “βγάλουν” τσ’ ελιές σ’ τσ’ φάμπρικες!… Κι εμείς, οι καψερές, οι γυναίκες… είντα να πρωτοκάμουμε. Η μαζωκτική των ελιώ, παίρνει ώρες, η καθαριότητα του σπιθιού, η ετοιμασία τω ρούχω και τόσα άλλα, που δε σ’ αφήνουν, να αναστενάξεις…
Κι ανήμερα στα Χριστούγεννα, οι δουλειές πέφτουν με το τσουβάλι. Ας θυμηθούμε μερικές:
– Να ζυμώσουμε τα Χριστόψωμα με το σταυρό στη μέση με το καρύδι.
– Να τα φουρνίσουμε και να προσέξουμε το “ρόδισμά” των.
– Να ετοιμάσουμε απού καθάριο στάρι τση χρονιάς, το προσφορίδι για τη λειτουργία, ξεχωριστό ζύμωμα και ψήσιμο.
Και πρέπει να ‘χουμε ξεμπλέξει μ’ ούλα τ’ άλλα, γιατί το πρωί τση παραμονής τω Χριστουγέννω, θα “θέσουμε κάτω το χοίρο” και τούτη η “διασκέδαση” για τσ’ άντρες, είναι σταύρωμα για εμάς. Γιατί, τα χοιροσφάγια φέρνουν: πλύσιμο των εντέρων, γιατί θα γίνουν οι ομμαθιές, ετοιμασία του γεμιδιού (χειρομυλισμένο χάσικο στάρι, μυρωδικά, σταφίδες) και μετά τ’ αλατοπιπέρισμά του, η κουραστική δουλειά του γεμίσματος και του αργού ψησίματός των, στο ζωμό που πιο πριν βράσαμε τα κεφαλόποδα του γουρουνιού.
Εχουμε ξεχωρίσει τα λεπτά άντερα που τα προορίζαμε για τα νόστιμα σπιτίσια καπνιστά λουκάνικα, άλλη εργασία κι αυτή, που δεν περιμένει, λες κι η μέρα, έχει εκατό ώρες!
Το παραχέρι μας, καμιά κοπελιά δηλαδή, τηγανίζει τα σκώτια, γιατί αύριο Χριστούγεννα, πριν να κάτσουμε στο τραπέζι, πρέπει να πάμε στα σπίτια της γειτονιάς, το σκουτελικό. Τό ’χουμε μάθει “πάππου προς πάππου”, που λένε, τούτο το συνήθειο. Το σκουτελικό το πάμε, όσοι σφάξαμε χοίρο, σ’ όλα τα σπίτια, πλούσια και φτωχά. Κι έχει μέσα, σταροπίλαβο μυρωδάτο, κρέας βραστό, ένα κομμάτι «ομματέ», συκώτι τηγανηστό, κι άλλους μεζέδες…
Δε λέω για την ετοιμασία και το στρώσιμο του γιορταστικού Χριστουγεννιάτικου τραπεζιού και το σουλούπωμα του σπιθιού, γιατί εδώ βοηθούνε οι κοπελιές περισσότερο. Οι πιο μικρές για την καθαριότητα κι οι μεγαλύτερες για τα ντόπια γλυκά που πρέπει να ‘ναι στο τραπέζι μας, τούτες τσι μέρες!…» (Πληροφ. Αναστασία Α. Αποστολάκη, γενν. 1907, Καμπανός Σελίνου).
3. «Εμείς οι κοπελιές του σπιθιού, μιαν εβδομάδα πριχού να ‘ρθουν τα Χριστούγεννα, στέναμε σε μια γωνιά του σπιθιού το δέντρο. Το πρωτόδαμε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, να το στολίζουν οι κοπελιές που πηγαίνανε στο Γυμνάσιο, εδά κι είκοσι χρόνους, πάνω κάτω. Και το σιάζουμε με πολύχρωμα χρυσόχαρτα, οι γι’ ίδιες, και γίνεται όμορφο…». (Πληροφ. Αγγελ. Ντελάκη, Καμπανός Σελίνου, 1970).
4. «Η μεγάλη χαρά των κοπελιώ για τα Χριστούγεννα, είναι τα κάλαντρα. Απού μέρες κάνουμε και μπρόβες. Κι ως τόσο, βρίσκουν, κι ετοιμάζουν τον τενεκέ με το πυργυάλι του, για το λάδι, το λαδοφένερο και τελευταία τον φακό, για να βλέπου τσι κακοβολάδες στο σκοτίδι, τον μουσαμά με κουκούλα για την κακοκαιριά, το ραβδί για τα σκυλιά και πάν’ απ’ όλα τα λόγια των καλάντων, που των τα μαθαίνουν οι γονιοί των…» (Πληροφ. Χρ. Μπουλνταδάκης, γενν. 1904, Καμπανός Σελίνου).
Τα λόγια που λένε κι εδώ οι καλαντιστάδες, τα Χριστούγεννα, είναι τα γνωστότατα στο πανελλήνιο κάλαντα:
«Καλήν εσπέραν άρχοντες,/ αν είναι ο ορισμός σας,/ Χριστού τη θεία γέννηση,/ να πω στ’ αρχοντικό σας./ Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει/ οι Ουρανοί αγάλλονται/ χαίρει η Κτίσις όλη./ Εν τω σπηλαίω τίκτεται,/ εν φάτνη των αλόγων,/ ο Βασιλεύς των Ουρανών/ και Ποιητής των όλων… κλπ.»
Μετά το φιλοδώρημα των καλαντιστάδων από τους νοικοκύρηδες του σπιτιού, σε λάδι, κεράσματα και φρούτα, φεύγουν οι πρώτοι, για άλλο σπίτι τραγουδώντας:
«Τέσσερα – πέντε γράμματα,
έχει η γι’ άλφα – βήτα,
κι όσ’ απομένετε ‘ν’ επά,
να’χετε καλή νύχτα»
και φεύγοντας, εύχονται: «Καλή νύχτα και
σ’ έτη πολλά!»
Σήμερα, Χριστουγέννων μέρα, με το πλούσιο τραπέζι και το καλό κρασί γίνεται κεφάτος ο άνθρωπος, στη ζεστασιά του σπιτιού και στην αγάπη των δικών του. Χρονιάρες μέρες, κι οι ξενιτεμένοι μας ήρθανε, οι στρατιώτες μας πήραν ολιγοήμερες άδειες κι είναι κοντά μας, της φαμελιάς μας το τραπέζι, επί τέλους ξαναγέμισε. Χαίρονται κι οι νοικοκυρές που δεν πήγαν άδικα οι κόποι των. Τα φαγητά των τα περιποιήθηκαν όπως των έπρεπε, κι απού το βαρέλι του μαγατζέ, δυο γη τρεις φορές ξαναγέμισεν με μαρουβά το κρασογυάλι.
Ολο τούτο το κέφι ξεχύνεται τ’ απόγεμα κι ως αργά το βράδυ στις γιορτές. Γιορτάζουν οι Μανόληδες και μερικοί Χρίστοι (οι υπόλοιποι μεταθέτουν τη γιορτή τους στις 6 τ’ Αυγούστου, του Χριστού). Εδώ πια το κέφι κορυφώνεται. Τα ριζίτικα, οι μαντινάδες, ο χορός και τ’ αστεία, κάνουν τη μέρα τούτη αξέχαστη. Και δε βιάζεται, κι ας πάει ξημερώματα, να πάνε για ύπνο, γιατί οι σκολάδες τούτες το λένε ξεκάθαρα: «Τρεις στα Γέννα, τρεις στα Φώτα κι έξε στην Ανάσταση!» και πώς να μην τηρήσουμε τούτον τον παλιό νόμο, ιδιαίτερα τώρα που μας συφέρει κιόλας. Αν κι όπως φαίνεται, κι ο Θεός, μεγάλη η χάρη Του, συνυπογράφει, γιατί βρέχει και χιονίζει και «ξαργιούμε απού τσι δουλειές μας, θέλουμε δέ θέλουμε».
Τό ρίχνουμε λοιπόν στο οικογενειακό γλέντι, γιατί:
«Τούτος ο κόσμος φίλε μου,
σφαίρα ‘ναι και γυρίζει,
κι άδικα τονε πορπατεί,
όποιος δεν τον γλεντίζει».
Κι ύστερα:
«Οι φίλοι οντέ θα σμίξουνε,
η γής αναδακρυώνει
και τα βουνά ραΐζουνε,
κι η θάλασσα βουρκώνει».
Χρόνια Πολλά!