Η πολύ όμορφη πρωτεύουσα της Ιωνίας, η ΣΜΥΡΝΗ, “πάντα εσύ μαργαριτάρι, στα μαλλιά της νεράϊδας Μικράς Ασίας” όπως την αποκαλεί ο Κωστής Παλαμάς, είναι ένα όνομα, μια πόλη, μια ιστορία και ένας θρύλος. Είναι ακόμη ένα όνειρο αλλά και μια πραγματικότητα. Για μια τέτοια πόλη που κάηκε προ εκατό (100) χρόνια, μπορεί να παρουσιαστεί το πώς κάηκε και πώς ξαναγεννήθηκε μόνο με την πένα των ποιητών. Παραθέτω λίγους στίχους από δύο ποιήματα.
Η ΣΜΥΡΝΗ
του Άγγελου Σημηριώτη
Καλή μου, όταν λαμπάδιασε
το ωραίο κορμί σου ως τ’ άστρα,
δε βρέθη Θεός, να σου σταθεί
μητ’ άνθρωπος εσένα
μόν’ κοίταζε η μέρα βουβή
κ’ η νύχτα αναγελάστρα,
γιατί οι άνθρωποι ήταν θεριά
κ’ έλειπε ο Θεός στα ξένα.
Ο Κώστας Γεωργουσούπολους (Κ.Χ.Μύρης) φαίνεται να απαντά με το δικό του ποίημα:
Η στάχτη που ταξίδευε
του Κ.Χ. Μύρη
Η πόλη που κάηκε ξαναγεννήθηκε στην άλλη όχθη
Ένα με το κορμί μας, κυλάει μες στο αίμα μας
Κι όταν ονειρευόμαστε, περιδιαβάζουμε στα περιβόλια της και σεργιανάμε στις πλατείες.
Δεν υπάρχουν χαμένες πατρίδες. Υπάρχουν αλησμόνητες πατρίδες. Οι πατρίδες αυτές από όπου ξεριζώθηκαν οι Έλληνες, οι πανάρχαιες αυτές πατρίδες ήρθαν μαζί μας στην μητέρα πατρίδα. Ήρθε μαζί μας το πνεύμα τους και η ψυχή τους. Είναι όπως λέει ο ποιητής ένα με το κορμί μας, κυλάνε μέσα στο αίμα μας.
Όπως ακριβώς το πνεύμα των Ελλήνων προσωκρατικών φιλοσόφων του Ηράκλειτου, του Θαλή του Μιλήτου και του Πυθαγόρα του Σάμιου ήρθε μαζί μας, στη Δημοκρατία της Αθήνας.
Συντέριαξε το πνεύμα των φιλοσόφων αυτών με το πνεύμα του Σωκράτη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και μέσω αυτών και μέσω της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού εμβολίασε τον πολιτισμό της Ευρώπης και όλης της οικουμένης.
Είχα την τιμή να λάβω μέρος στην παρουσίαση του βιβλίου του Λεωνίδα Κακάρογλου Ημερολόγιο Ατομικόν Εν Σμύρνη 1918-1919, εκδόσεις Ραδάμανθυς, με υπεύθυνο τον Χρήστο Τσαντή. Ημερολόγιο του θείου του Λεωνίδα και συνέντευξη του πατέρα του στον Βαγγέλη Κακατσάκη στα Χανιώτικα Νέα, για τη ζωή στη Σμύρνη και για το πώς επιβίωσε η οικογένεια, μετά την καταστροφή στα Χανιά, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Βιβλίου στα Χανιά.
Επίσης, είχα την τιμή να λάβω μέρος στην παρουσίαση της μυθιστορηματικής διλογίας της Νοέλ Μπάξερ (Noelle Baxer), της ελληνοβρετανίδας συγγραφέως. Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο Από δρυ παλιά και από πέτρα, όσο και το δεύτερο με τίτλο Η επιστροφή της Πηνελόπης, εκδόσεις Μεταίχμιο, αναφέρονται στην Σμύρνη και τον ελληνισμό της Σμύρνης.
Το μεγάλο μέγεθος, το brand name όλων αυτών των βιβλίων είναι η Σμύρνη, η ιστορία της και ο θρύλος της.
Όσον αφορά τη λογοτεχνία της Νοέλ Μπάξερ, τα βιβλία της ανήκουν στη λογοτεχνία της Μνήμης. Είναι η λογοτεχνία που εξύψωσε και απαθανάτισε ο μεγάλος λογοτέχνης Μαρσέλ Προυστ (έργο του το “Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”), αποκαλύπτοντας την κοινωνία της Γαλλίας του Ά Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο άλλος, σύγχρονος αυτός Γάλλος συγγραφέας με ελληνικές ρίζες ο Μοντιανό αποκάλυψε την κοινωνία της Γαλλίας του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου στην διάρκεια της κατοχής και της αντίστασης με τα φοβερά μυστικά της επιβίωσης αυτής της κοινωνίας στις τρομερές αυτές συνθήκες.
Η λογοτεχνία της μνήμης που φτάνει, όπως γενικά η λογοτεχνία, στην αλήθεια πολλές φορές και πριν την επιστήμη αντιστρατεύεται την κρατική πολιτική της λήθης, όπως μας αναλύει στο σχετικό βιβλίο του ο Μάρτιν Μπράουν, η οποία δεν θέλει να αποκαλυφθεί ολόκληρη η ιστορική αλήθεια.
Οι Έλληνες λογοτέχνες με επικεφαλής τον Ηλία Βενέζη με την Γαλήνη ασχολούνται πιο πολύ με την κοινωνία του μεσοπολέμου, αφού στο μεσοπόλεμο λαμβάνει χώρα το τραγικό γεγονός της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Η Νοέλ Μπάξερ με το πρώτο της βιβλίο Από δρυ παλιά και από πέτρα, αποκαλύπτει την ευτυχισμένη καθημερινότητα των Ελλήνων στη Σμύρνη. Ήταν μια ζωή ανέμελη, ανεξάρτητη και αυτόνομη. Για τους Έλληνες στη Σμύρνη δεν χτυπούσαν ξυπνητήρι.
Οι Έλληνες δεν φαντάστηκαν ποτέ ότι μπορούσαν να μετοικήσουν από τη Σμύρνη, ούτε ότι ήταν δυνατόν να εκδιωχθούν από την Σμύρνη.
Όμως η συγγραφέας με τους ήρωές της διαπιστώνει ότι υπάρχει ένα συσσωρευμένο μίσος των Τούρκων, της τουρκικής κοινωνίας κατά των Ελλήνων λόγω της οικονομικής ευμάρειας και υπεροχής των Ελλήνων. Και όλα αυτά πολύ πριν φτάσει ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη. Άλλωστε, όπως μας λένε οι ήρωες της Νοέλ, αλλά και οι ιστορικές πληροφορίες, είχαν ήδη αρχίσει οι σφαγές των νεοτούρκων σε πολλές εστίες των ελληνικών πληθυσμών.
Κατά τη γνώμη μου η μεγάλη αντίθεση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων μεγάλωνε ακόμη περισσότερο και λόγω της πολιτισμικής διαφοράς μεταξύ τους. Εν αντιθέσει με τους Έλληνες που πιστεύουν στον πολιτισμό του ανθρώπου και που βιώνουν και δημιουργούν τον πολιτισμό, οι Τούρκοι πιστεύουν στην κατάκτηση του πολιτισμού μέσω της κατάκτησης των ξένων εδαφών. Πιστεύουν στον πολιτισμό του εδάφους.
Έτσι θεωρούν δικά τους μνημεία, τα μνημεία της Εφέσου και την Αγία Σοφία, που την έκαναν Τζαμί.
Έτσι οι Τούρκοι δεν είδαν ποτέ, όσο και αν φαινότατε όλα ωραία και ήρεμα, ότι οι Έλληνες που ζούσαν μαζί τους, ήταν συμπολίτες τους, που είχαν πανάρχαιες ρίζες σε αυτά τα μέρη. Το μίσος λοιπόν είχε συσσωρευτεί πολύ πριν από τότε που είχαμε πιστέψει.
Όποιος διαβάσει τα βιβλία της Νοέλ Μπάξερ θα αγαπήσει τους ήρωές της τον Τζόνι, την Πηνελόπη, την πρώτη γενιά, τα παιδιά τους τη δεύτερη γενιά τον Έκτορα, την τρίτη γενιά των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, την καινούρια Πηνελόπη, την Πένυ όπως την ονομάζει η συγγραφέας στην Επιστροφή της Πηνελόπης, στο δεύτερό της βιβλίο, την επιστροφή της Πένυς στην Σμύρνη των προγόνων της.
Με την επιστροφή της Πηνελόπης, της Πένυ πλέον στη Σμύρνη, οι ήρωές της συγγραφέως διαπιστώνουν τις αιτίες της καταστροφής και το συσσωρευμένο μίσος που υπήρχε από το παρελθόν.
Η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να ανταποκριθεί στο αίτημα των ελληνικών πληθυσμών που ήδη εσφαγιάζοντο. Πολύ περισσότερο βέβαια και μετά την σύμφωνη γνώμη των συμμάχων και μάλιστα μετά τις συνθήκες του Νεϊγύ (1919) και των Σεβρών (1920). Σε όλες αυτές τις συνθήκες, όπως και στη συνθήκη της Λωζάνης (1923) φάνηκε η διπλωματική μεγαλοφυΐα του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Η απλοϊκότητα του δόγματος ο Διχασμός έφερε την καταστροφή και του ότι δεν έπρεπε να πάμε να βοηθήσουμε τους ομοεθνείς μας, όπως και η απλοϊκότητα άλλου δόγματος της ιμπεριαλιστικής εκστρατείας (!) δεν μπορούν να εξηγήσουν μια πολυσύνθετη και πολύπλοκη πραγματικότητα.
Αντίθετα φαίνεται η λανθασμένη στρατηγική μας με την επιστροφή του βασιλιά και την απώλεια των συμμάχων μας και τη μεγαλομανία να φτάσουμε στην Άγκυρα!
Η Νοέλ Μπάξερ υπηρετεί τη λογοτεχνία της μνήμης, αναδεικνύοντας παράλληλα και το κομμάτι της λογοτεχνίας της ευτυχίας της καθημερινότητας.
Είναι η λογοτεχνία που αφορά την ευτυχισμένη ζωή των Ελλήνων στις διάφορες ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Ας θυμηθούμε την αξεπέραστη αναφορά του παγκόσμιου έλληνα ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη για την Αλέξανδρεια. “…αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που φεύγει. Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν ένα όνειρο…”. Αυτή ήταν η ζωή και στις άλλες ελληνικές παροικίες.
Οι ιστορικές απλουστεύσεις δεν εξηγούν την πολύπλοκη και πολυσύνθετη πραγματικότητα. Στο απλουστευτικό δόγμα του διχασμού, που φταίει για όλα παρουσιάζεται και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Άραγε χωρίς την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης θα είχαμε βρεθεί στη σωστή πλευρά της ιστορίας, στην πλευρά των νικητών του Ά Παγκοσμίου Πολέμου και θα είχε άραγε υπογραφεί η συνθήκη της Λωζάνης που τόσο καταπολεμούν οι Τούρκοι όπου κατοχυρώνονται και τα ελληνικά σύνορα, όπως διαμορφώθηκαν μετά τους νικηφόρους απελευθερωτικούς Βαλκανικούς πολέμους; Θα μας είχαν άραγε κατακυρωθεί όλα τα ακριτικά νησιά του Αιγαίου από την Ικαρία μέχρι τη Σάμο; Έτσι σταμάτησε ο επεκτακτικός παντουρκισμός, με τη συνθήκη της Λωζάνης.
Η λογοτεχνία της μνήμης φαίνεται να είναι χρήσιμη στην προσπάθεια ανεύρεσης και αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας.
Θα ήθελα να αναφέρω τέλος, ότι οι ήρωες της Νοέλ Μπάξερ είναι φανερό ότι αναζητούν νέους ρόλους σε ένα νέο βιβλίο που θα αποδεικνύει την μέγιστη προσφορά του Μικρασιατικού Ελληνισμού στην αναδημιουργία της ελληνικής κοινωνίας και ελληνικής πατρίδας και στη δημιουργία πλέον ενός νέου ελληνικού κράτους και ενός έθνους βιώσιμο στη σύγχρονη εποχή.
Οι Έλληνες πρόσφυγες που ήταν πολύ εργατικοί βοήθησαν στον τομέα της εκπαίδευσης, του πολιτισμού με τις πανάρχαιες ρίζες του στην Ιωνία, στο εμπόριο, στην πρόοδο και εξημέρωση των ηθών, στην γεωργία. Επίσης βοήθησαν στην αναζωογόνηση του ελληνικού έθνους κάνοντας πολλά παιδιά. Έτσι έγινε στην Ελλάδα, όπως λένε οι ξένοι αναλυτές, ένα πολιτικό θαύμα στον 20ο αιώνα με το ότι δηλαδή αφομοιώθηκαν δημιουργικά περίπου 1.500.000 πρόσφυγες με τους περίπου 5.500.000 γηγενείς.
* Ο Σήφης Μιχελογιάννης είναι τ. Βουλευτής Χανίων