«Κλαίω»… Μια λέξη, ένα ρήμα, το μήνυμα που μου έστειλε ο Σταμάτης Κραουνάκης λίγο πριν ξεκινήσει με το αεροπλάνο από την Αθήνα για τα Χανιά, το απόγευμα της περασμένης Πέμπτης 1 Μαρτίου, καθώς την επόμενη μέρα θα “εμφανιζόταν” στο ιστορικό καφέ “Κήπος”. Με την ίδια λέξη, το ίδιο ρήμα, μου απάντησε αργά το βράδυ της ίδιας μέρας, όταν έφτασε μαζί με τους συνεργάτες του, τον Βασίλη Ντρουμπογιάννη και τον Βάιο Πράπα στον “Κήπο” για πρόβα, όταν τον καλωσόρισα. “Ψυχούλα” και “ψυχάρα” ταυτόχρονα ο ανιψιός μου (γιος της πρώτης μου εξαδέλφης της Αριστέας – Τούλας Κακατσάκη) ο Σταμάτης. Ετσι ήταν από παιδί, όπως τον γνώρισα στο Νίππος, όπου ερχόταν τα Καλοκαίρια για διακοπές, μαζί με τους γονείς του και τις αδελφές του, έτσι συνέχισε να είναι σε όλη του τη διαδρομή, έτσι συνεχίζει να είναι κι έτσι θα μείνει μέχρι τέλους. “Ενα παιδί που επιμένει να μετρά τα άστρα” για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο του πιο γνωστού βιβλίου του Μενέλαου Λουντέμη και να εκφράζεται όπως αισθάνεται. Ενα παιδί… που έχει «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του» και δεν παύει ποτέ να ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο.
Χάρις στην επιμονή του Βασίλη Σταθάκη, του οικοδεσπότη του καφέ “Κήπος” ο ερχομός του Σταμάτη στα Χανιά. «Του το είχα υποσχεθεί. Επέμενε πολύ και το ήθελα κι εγώ. Τα καταφέραμε να βρούμε αυτή τη μέρα. […] Εχω χαρά. Σαν κοπάνα. Σαν εκδρομή. Με το γυμνάσιο. Μόλις ετοίμασα βαλίτσα». Τα που είπε, μεταξύ των άλλων ο Σταμάτης στον δημοσιογράφο Γιάννη Λυβιάκη (βλ. “Χ.Ν.” 2 Μαρτίου) λίγο πριν ξεκινήσει. Κατ’ ευθείαν στον Ουμπέρτο Εκο η παραπομπή. Οταν θέλουμε κάτι πολύ, το σύμπαν συνομωτεί για να το πετύχουμε. Το ξέρουν και οι δυο τους καλά αυτό. Από κει και πέρα φυσικό και επόμενο ότι θα επικρατούσε στον “Κήπο” το αδιαχώρητο και θα γινόταν “το έλα να δεις”. Σταμάτης είναι αυτός!
“Η σωτηρία της ψυχής/ είναι πολύ μεγάλο πράγμα/ σαν ταξιδάκι αναψυχής/ μ’ ένα κρυμμένο τραύμα”. Πληθωρικός, ανατρεπτικός, απρόβλεπτος, ασυμβίβαστος, σκληρός και τρυφερός ταυτόχρονα, όπως πάντα, ο Σταμάτης.
Να τον βλέπεις και να τον ακούεις για τρεις ολόκληρες ώρες απ’ τη γωνιά σου να συσπειρώνει, να ξεσηκώνει, να προβληματίζει, να διαμαρτύρεται, να καγχάζει, να αυτοσχεδιάζει, να μοιράζει τριαντάφυλλα και νοσταλγικές αναμνήσεις, να μιλά με τις σιωπές του και να γίνεσαι ένα μ’ όλους, τραγουδώντας τους στίχους του, τα τραγούδια του ουρανού του «Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ/ και σ’ έχω απάνω μου/ σαν ρούχο καθαρό». «Να κοιμηθώ στο πάτωμα/ να κλείσω και τα μάτια/ γιατί υπάρχουν κι άτομα/ που γίνονται κομμάτια». «Μαμά, πεινάω, μαμά φοβάμαι/ μαμά, γερνάω μαμά». «Κάνε ένα βήμα/ να κάνω εγώ το επόμενο/ αίμα μου και σχήμα/ λόγος και ψυχή και συμφραζόμενο». «Α να μην υπάρχει κανένας χωρίς ζευγάρι/ α να μην υπάρχει κανένας μοναχός…», και κάπποια στιγμή (τι έκπληξη και τι χαρά για μένα!) τους στίχους του ποιήματός μου “Ενθάδε κείται” καθ’ υπαγόρευση του έχοντος την “έμπνευση” ιστορικού καλλιτεχνικού διευθυντή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.Κ. – ηθοποιού Μιχάλη Αεράκη «Επιμένω να ταξιδεύω/ στη θάλασσα των ματιών σου/ κι ας είναι σ(κ)ουριά(σ)μένη/ η πυξίδα του “σ’ αγαπώ” […] Ωραίος τόπος τα μάτια σου για το “ενθάδε κείται”». Προπάντων, όμως τη “σωτηρία της ψυχής” που «είναι πολύ μεγάλο πράγμα/ σαν ταξιδάκι αναψυχής/ μ’ ένα κρυμμένο τραύμα».
«Ευχαριστώ τα Χανιά, τον Κήπο, τον Βασίλη Σταθάκη, τον Βάιο, τον Ντρου, τον κόσμο, την πατρίδα μου, τη Γωγώ. Τον Παναγιώτη, την Αννα, τα Χανιά, τα ταξί τους, τον Φάρο, τον καιρό που ήταν απόλυτη Ανοιξη… τον Μιχάλη Αεράκη που διάβασε ένα ποίημα του Βαγγέλη και το μελοποιήσαμε επί τόπου, τα δάκρυα, τα γέλια, τον κραδασμό που επιδόθηκε στους Αγγέλους μας, το κοτσίφι που τιτίβιζε στα νυχτολούλουδα, τα Λευκά Ορη τα χιονισμένα, τη θάλασσα λάδι, το αμετανόητο αίσθημα. Υπέροχα». Τα που έγραψε ξημερώνοντας η άλλη μέρα στη σελίδα του στο βιβλίο των προσώπων (φέισμπουκ). Τα Χανιά σ’ ευχαριστούν για όλα, Σταμάτη! Εις το επανιδείν σύντομα… Κι αν είναι μεγάλο πράγμα η σωτηρία της ψυχής!