14.4 C
Chania
Κυριακή, 2 Μαρτίου, 2025

Η σούστα

«Το σείσµα και το λύγισµα που κάνεις του κορµιού σου, σκλαβώνουνε τον άθρωπο µα δε ντο βάνει ο νους σου»

Η παραπάνω µαντινάδα του Κρητικού µουσικού καλλιτέχνη Χαράλαµπου Γαργανουράκη, που περιλαµβάνεται στον δίσκο του «Ω να χαρώ, χαρώ το» (MINOS, 1983), δίνει εύστοχα µια πολύ συνοπτική αλλά δυνατή εικόνα, τόσο του τρόπου που χορεύεται όσο και της ψυχικής επίδρασης που έχει ο κρητικός χορός «σούστα», πολύ δηµοφιλής παλαιότερα, που όµως, δυστυχώς, φαίνεται να έχει χάσει τη δυναµική του στις µέρες µας, όπου η κυριαρχία των µέσων κοινωνικής δικτύωσης τείνει να εξαλείψει παραδοσιακούς τρόπους προσέγγισης µεταξύ των δύο φύλων, όπως είναι και η πρόσκληση για χορό, από έναν νεαρό προς µια κοπελιά που τον ελκύει και µε αυτόν τον τρόπο της δείχνει το ενδιαφέρον του.
Η σούστα ανήκει στην κατηγορία των πηδηχτών χορών. Χορεύεται αντικριστά και ρυθµικά είτε από ένα ζευγάρι (άνδρας µε γυναίκα) είτε από περισσότερα ζευγάρια. Προσιδιάζει σε χορούς όπως η πόλκα και έχει ρυθµό 2/4. Οι κινήσεις των χορευτών /-τριών έχουν µια δυνατή σηµειολογία. Το διαδοχικό πλησίασµα και η αποµάκρυνση των σωµάτων, το άγγιγµα των χεριών, οι στροφές που κάνει η γυναίκα γύρω από το χέρι του άντρα που κρατάει το δικό της χέρι, το κοίταγµα των µατιών και µετά η στιγµιαία αποµάκρυνση του βλέµµατος της γυναίκας, αποτελούν µια δυνατή εικόνα των δρόµων που ακολουθεί ο έρωτας για να κυριεύσει τις καρδιές των ανθρώπων.
Η σούστα ξεκίνησε να χορεύεται σε περιοχές του Ρεθέµνου, απ’ όπου εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Κρήτη. Ονοµαστή έχει παραµείνει για τα γυρίσµατά της η σούστα του παλιού Ρεθεµνιώτη λυράρη Αντώνη Παπαδάκη, γνωστότερου ως «Καρεκλά» (1893-1980). Το πιθανότερο είναι ότι τη σηµερινή της ονοµασία η σούστα την έλαβε κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας (1211-1669), αφού η λέξη «susta» σηµαίνει και «ξεσήκωµα», στη βενετική διάλεκτο. Τα ανασηκώµατα και τα λυγίσµατα των σωµάτων των χορευτών θυµίζουν την κίνηση ελατηρίου και συµπεραίνεται ότι οι κινήσεις αυτές έδωσαν στον χορό το όνοµα του. Τουλάχιστον σε παλιότερες εποχές, στα γλέντια που γίνονταν στα χωριά της Κρήτης, οι νεαροί Κρητικοί µπορούσαν ελεύθερα να ζητήσουν σε χορό και άγνωστες σε αυτούς κοπελιές που προέρχονταν από γειτονικά συνήθως χωριά, όταν έκριναν ότι δεν ήταν δεσµευµένες. Φυσικά, οι νεαροί καβαλιέροι επέλεγαν για ντάµα κάποια που τους είλκυε και η επιλογή τους να χορέψουν µαζί της αποτελούσε το πρώτο στάδιο που θα µπορούσε να τους οδηγήσει σε γνωριµία, η οποία, όταν πραγµατοποιούνταν, κάποιες φορές είχε και αίσιο αποτέλεσµα που µπορούσε να καταλήξει ακόµη και σε γάµο.
Η σούστα, λοιπόν, δικαιολογηµένα θεωρείται ως ο κατεξοχήν ερωτικός χορός της Κρήτης!
Μια λύση για να αποκτήσει ξανά τη δυναµική του αυτός ο όµορφος χορός είναι να παίζεται συχνότερα από τους µουσικούς της κρητικής παραδοσιακής µουσικής, να οργανωθούν διαγωνισµοί σούστας από τους πολιτιστικούς φορείς του νησιού, αλλά και να επιδιωχθεί η εµπέδωση στους σηµερινούς νεαρούς Κρητικούς της άποψης που επικρατούσε παλαιότερα, ότι δηλαδή δεν είναι κακό, αν το θελήσουν, να ζητήσουν σε χορό µια κοπελιά µε την οποία δεν γνωρίζονται απαραίτητα.
Στην ιστορία που περιγράφεται στους στίχους που ακολουθούν, ένας χορός σούστας που χορεύει ο νεαρός Κρητικός µε την κοπελιά, αποτελεί κοµβικό γεγονός σε µια αισθηµατική ιστορία, χωρίς όµως την επιθυµητή εξέλιξη. Άλλωστε, και στην πραγµατική ζωή, οι ιστορίες, ακόµη κι αν µοιάζουν µε παραµύθια, συχνά δεν έχουν το συνηθισµένο τέλος των παραµυθιών…

Στον ύπνο µου αιθέρια δυνάστρια τ’ ονείρου,
έρχεσαι και στη σκέψη µου σαν ορισµός τ’ απείρου.
Αιχµάλωτο το λογισµό πιάνεις στο πέρασµά σου,
και τη γ-καρδιά κάθε φορά σκλαβώνεις στα δεσµά σου.
Η µορφή σου εικόνα λατρευτή που πάντα µε στοιχειώνει,
και το κορµί µαραίνεται, λιγαίνει, µαραζώνει.
Όντε διαβάζω γή γροικώ να λένε τ’ όνοµά σου,
εσένα πάλι ο λογισµός γυρεύγει και κλουθά σου.
Και µετα κείνο τ’ όνοµα η καρδιά µου φτερουγίζει,
µια οπτασία λαµπερή το νου µου πληµµυρίζει.

Ήσουνε µωροκόπελο και ’γω µικιό κοπέλι,
τότες που άγγιγµα ψυχής προαισθάνθηκα να µέλλει·
που ζήτουν’ απ’ τη µάνα σου µε περισσό γινάτι
το πρόσωπό σου για να ιδώ στο παιδικό κρεβάτι.
Τότες που µου ’πε βρίχνεσαι στου ύπνου την αγκάλη,
για µια φορά δε µ’ άφηκε κ’ η πίκρα ήτα(ν) µεγάλη.
Ετότες επρωτόνιωσα στον κόσµο την οδύνη
πέντε χρονώ κι αν ήµουνε -µόνο- την ώρα εκείνη.
Και όντε στα χεράκια σου φύλαξες µου το ρολόι·
το τόπι για να κυνηγώ, επρόστεσές µου µπόι.
Ήτανε χρόνια όµορφα που σ’ έβλεπα ν’ ανθίζεις,
κι άρχιξε να σκιρτά η καρδιά δίχως να το γνωρίζεις.
Εις του δεντρού τον ασκιανιό που κάτσαµε αποκάτω,
σου µίλησα, µου µίλησες, καλοκαιριού Σαββάτο.

Κ’ ύστερας ήρθεν’ ο χορός που χόρεψα µε σένα,
ώστε να ζω η θύµηση δε φεύγει από µένα.
Των αµαθιώ σου η φωθιά έσπασενε τη γ-κρούστα,
που ’χα στα φυλλοκάρδια µου πρι σε χορέψω σούστα·
κι από τη µαύρη φυλακή που ’χα τον εαυτό µου
λευτέρωσες τη σκέψη µου και πήρες το µυαλό µου.
Εκατοµµύρια φορές στο λογισµό µου φέρνω,
κείνο το µαγικό χορό και συγκινήσεις παίρνω:

Πάλι ο λυράρης τραγουδεί -στη σκέψη- για δικού σου,
«το σείσµα και το λύγισµα που κάνεις του κορµιού σου».
Θαµάζω γι’ άλλη µια φορά τα ολόµαυρα µαλλιά σου
τα νάζια, τα τσακίσµατα, τα στραταρίσµατα σου.
Ετούτα τ’ ακροδάχτυλα στα φιλντισένια χέρια,
κρατώ τα κι οδηγούσι µε σε έρωτα ληµέρια.
Μαύρα είναι τα µάθια σου, ταιριάζου στη θωριά σου,
µαύρο το ρούχο που φορείς, µα κρίνος η καρδιά σου.
Το πρόσωπό σου ολόδροσο και λάµπει σαν τον ήλιο,
φως α ντο κάµουν τεχνητό φωτίζεις την υφήλιο.
Κι αναµεσίς στα µακριά χρυσά σου σκουλαρίκια,
νικά µε ’να χαµόγελο και κάνει τα επινίκια·
είναι το ωραιότερο χαµόγελο του κόσµου,
φωτογραφία ακριβή το ’χω από σένα φως µου·
ετούτο το χαµόγελο κ’ η σπίθα τω µαθιώ σου
εδέσανέ µου τη γ-καρδιά στο άρµα το δικό σου.
Είπα Του: «Μάθια δώσε µου Θε µου να τη ξανοίγω,
σα ν-τηνε ιδώ στο δρόµο µου, το βήµα τζη όντε σµίγω·
στο γ-κρουσταλλένιο τζη λαιµό να πέφτει η-το βλέµµα
κι απόις τα µάθια να ζητά κι ας βγάλ’ η καρδιά µου αίµα…».

Μα κι αν τη µ-πόρτα χτύπησα σ’ όµορφη πριγκηπέσα,
φτωχός εγώ, δε ν-τόλµησα να µπω στο σπίτι µέσα.
Απού τη φτώχια µου να βγω κ’ ύστερα να ’ρθω πάλι,
βουλή ’καµα, µα στο µεταξύ µπήκες σε άλλη αγκάλη.
Κι αν ευκαιρία άλλη µια µου ’δωκενε η µοίρα,
ένιωσα την ευγένεια µα ενθάρρυνση δε πήρα.
Βάρος να γενώ δεν ήθελα και µη ντο παραβλέπεις,
γιατί συµπέρασµα ’βγαλα αδιάφορα µε βλέπεις·
πέρασα και δε σ’ εύρηκα, σε σένα µόνο το ’πα,
δε µου ’πες «ξαναπέρασε»· σα να µου ’κλεισες τη µ-πόρτα.

Ούτε για µια µικρή στιγµή εκατηγόρησά σε,
µα ’θελα πάντα µέσα µου καλά στη ζωή σου να ’σαι·
γιατί όποιος αληθινά ’γαπά εγωισµό δε γατέχει,
και το καλό τσ’ αγάπης του θέλει κι ας µη ν-την έχει.
Να ’σαι καλά στη ζήση σου, εις τσ’ ευτυχιάς το θρόνο,
και η καρδιά µου ας νταγιαντά τσ’ αγάπης η-το µ-πόνο·
µα να ’ν’ ο πόνος πόνος σου, που παίρνω απ’ τη γ-καρδιά σου,
κι όση χαρά µου ’πόµεινεν αφήνω στ’ όνοµά σου…

ΠΗΓΕΣ:
Η εικόνα του ζευγαριού µε παραδοσιακές ενδυµασίες είναι δανεισµένη από την ιστοσελίδα: https://www.pyrrixiadromena.gr/index.php/el/cretan-dance/sousta
Η εικόνα των χορευτών που χορεύουν σούστα µε πολιτικά ρούχα (τραβηγµένη το 1982 σε κατάστρωµα φέρυ µποτ!) είναι από το αρχείο µου.

απόις=µετά
αποµένω (’ποµένω)=παραµένω
απού=από
(ο) ασκιανιός=η σκιά
βουλή=απόφαση
γατέχω(κατέχω)=ξέρω
γή=ή
για δικού σου=για σένα
(το) γινάτι=το πείσµα
γροικώ=ακούω
(η) θωριά=το παρουσιαστικό
ιδώ=δω, να ιδώ=να δω
κλουθώ=ακολουθώ
λιγαίνω=λειώνω, αδυνατίζω
µέλλει= είναι µοιραίο να γίνει
µετα=µε
(ο) µικιός, -ή, -ό = ο µικρός
νταγιαντώ=υποµένω
ξανοίγω=κοιτάζω
όντε=όταν
όξω=έξω (εκτός)
σµίγω=συναντώ
τζη=της


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα