Ένα ξεκούρδιστο ακορντεόν παίζει μια ασυνήθιστη μουσική. Σε νανουρίζει και κοιμάσαι δίπλα στις στάχτες του τζακιού. Μια κουρελού σκεπάζει το εύθραυστο κορμί σου. Το θειάφι της φωτιάς σε βυθίζει σε όνειρα μακρινά. Αναστεναγμός! Ξάφνου ένας κρότος σε ξυπνάει. Ήταν ο άνεμος, που αγκάλιασε δυνατά το πατζούρι του βοριά. Ξημέρωσε. Στο μακρινό ορίζοντα ανάμεσα στην νύχτα και στη χαραυγή φάνηκε ένας καλπάζων ίππος με αναβάτη έναν πρίγκιπα σταλμένο από τον Θεό. Τον κοιτάς. Σε κοιτά. Πίσω από τη χρυσή μπέρτα παρουσιάζεται μια ζωή ιδανική. Σωτηρία! Σχεδιάζετε μαζί το παραμύθι, που σας αναλογεί. Χτίζετε το κάστρο σας, από βράχους λυγερούς. Όμως στα λόγια, που δεν ειπώθηκαν ποτέ η πύλη έμεινε ανοιχτή. Μια μάγισσα ξεχασμένη τρύπωσε κρυφά στου πρίγκιπα την Ψυχή. Από κάπου ήθελε να γαντζωθεί, για να αποκτήσει νόημα και η δική της πνοή. Άρχισε να πετάει βέλη φαρμακερά στις καρδιές, που είχαν αποφασίσει να παλμογραφούν μαζί εμπειρίες ευλογημένες. Άρχισε να ψιθυρίζει ξόρκια, για να βάλει όρια στην φαντασία, στην επιλογή, στο λάθος, στο σωστό, στην ανίκητη νόηση του μυαλού. Άρχεται το κακό με τρόπο δόλιο και φθονερό. Πέφτει ο πρίγκιπας. Οι πλάτες του γέμισαν μαχαιριές. Η μάγισσα χαιρέκακα γελάει πίσω από τις πληγές. Μπροστά στα μάτια του, που δακρύζουν για τα γκρεμισμένα όνειρά του φωνάζει λέξεις αλλιώτικες χαϊδεύοντας το μέτωπο του με δάχτυλα κοφτερά. Ήθελε τόσο πολύ να τον περιορίσει για να τον κρατήσει δίπλα της, που του χάραξε τα τύμπανα της καρδιά του. Αυτός δεν ακούει πια. Παραχώρησε την ψυχή και το κορμί στην μυθική Σειρήνα. Και έμεινε η Σταχτοπούτα μόνη. Έτσι αισθάνθηκες. Σαν μια ηρωίδα από μια παιδική ιστορία της μαμάς. Ήσυχα πια παρατηρείς τις μάσκες να πέφτουν, τα κουστούμια να αλλοιώνουν, τα σκηνικά να παραμορφώνουν το δικό σου παραμύθι, που ήθελες να ήταν αλλιώς. Ήλπιζες. Βρήκες την δύναμη και γύρισες την πλάτη σου στην αυταπάτη. Ήξερες, πως τα ξόρκια και τα παραμορφωμένα λόγια ήταν ικανά, για να παρασύρουν και εσένα σ’ ένα δρόμο βουβό και σκοτεινό.
Έμεινε η Σταχτοπούτα παγωμένη. Ξαπλώνει δίπλα στις στάχτες των ονείρων της. Αναστεναγμός! Μια φωτιά φουντώνει. Τα πάντα έγιναν παρανάλωμα του πυρός και έμεινε η Σταχτοπούτα μόνη, για να ανέβει τις ακτίνες της χαραυγής. Έτσι αισθάνθηκες. Ολοκαύτωμα!