Η παλιά εποχή συνέχεια ενοχλεί τους ηλικιωμένους εκεί που κάθονται να ξεκουραστούν και τους φέρνει στη μνήμη τους αυτά που ζήσανε επί πολλά χρόνια με πολλές στερήσεις και αντί να τα ξεχάσουν τους καθοδηγεί να κάνουνε ακόμα λίγη υπομονή να ενημερωθούν οι νέοι μας σε όλα που είχαμε ζήσει.
Επειδή αυτές τις ημέρες έχουμε πολλή ζέστη, ήρθε στη μνήμη τους πάλι η παλιά εποχή και οι δυσκολίες που είχανε συναντήσει αυτοί και τα ζώα τους για να διατηρηθούν στη ζωή. Ο μόνος τρόπος να προστατευθούν από τη ζέστη ήτανε από τα διάφορα φυσικά μέσα, κυρίως δέντρα, και να υπάρχει νερό.
Η παλιά εποχή που έχει περάσει πριν πολλά χρόνια είναι τελείως διαφορετική από τη νέα που έχουμε σήμερα. Όπως γνωρίζουμε στην παλιά εποχή, οι άνθρωποι τα μόνα επαγγέλματα που εκτελούσανε για να διαβιώνουν ήτανε του γεωργού και του κτηνοτρόφου και μόνο ελάχιστοι ασχολούνταν με τις τέχνες και τα γράμματα. Τον χειμώνα και το καλοκαίρι ο γεωργός και ο κτηνοτρόφος συναντούσανε πολλές δυσκολίες για να προστατευθούν τα υπάρχοντά τους από το κρύο και τη ζέστη, γιατί δεν είχανε τα απαραίτητα μέσα να τα προσταστεύσουν από τους κινδύνους που θα κάνανε την εμφάνισή τους «κρύο – ζέστη». Τα μόνα που είχανε ήτανε ό,τι τους προσέφερε η φύση. Για τον λόγο αυτόν θα αναφέρουμε για τον κτηνοτρόφο πώς αντιμετώπιζε το καλοκαίρι από την πολλή ζέστη τα ζώα του (πρόβατα- κατσίκια, γάιδαρο, μουλάρι, άλογα), για να μην έχει απώλειες από την υγεία τους. Κάθε καλοκαίρι από πριν το μεσημέρι τα πήγαινε εκεί που είχε μεγάλα δέντρα, βελανιδιές, πλατάνια κ.λπ. και νερό εκεί κοντά για να έχουν στη διάθεσή τους τη σκιά και να πίνουν από αυτό. Εκεί μένανε μέχρι το απόγευμα που εξασθενούσε η ζέστη και μετά φεύγανε μόνα τους προς αναζήτηση της τροφής τους στα βουνά μέχρι την άλλη ημέρα και ώρα στο ίδιο μέρος. Αυτό διαρκούσε μέχρι να φθάσει το φθινόπωρο που σταματούσε η πολλή ζέστη. Το μέρος αυτό το ονομάζανε: σταλίστρα των ζώων τους, «μέρος με σκιά – δροσερό που αναπαύονται το μεσημέρι τα κοπάδια και προστατεύονται από τη ζέστη», όπως το ίδιο έκανε και ο άνθρωπος.
Υπ’ όψιν ότι στα χωριά την παλιά εποχή υπήρχανε πολλά κοπάδια και ο κάθε βοσκός είχε τη δική του σταλίστρα στην περιοχή του. Έτσι πηγαίνανε τα πρόβατά του, πίνανε νερό και μετά ξαπλώνανε στη σκιά των δέντρων για ανάπαυση και για την προστασία τους από τη ζέστη. Ο βοσκός συνέχεια είχε γεμάτες τις γούρνες με νερό για να μην το στερηθούν.
Αυτή η συνήθεια με τα ζώα αργότερα μεταφέρθηκε και προς τον άνθρωπο και λέγανε μεταξύ τους τους καλοκαιρινούς μήνες: πάμε να σταλίσουμε στο σπίτι και όταν δροσίσει θα βγούμε το απόγευμα για δουλειά ή πάμε να σταλίσουμε στον καφενέ να πιούμε και καφέ ή να σταλίσουμε τα βούγια -τον γάιδαρο, το μουλάρι, το άλογο- ενωρίς για να μη μυγιαστούνε και τα χάσουμε. Και ακόμα λέγανε για να γελούνε: «στη σκιά της συκιάς μην κοιμηθείς, γιατί θα κουζουλαθείς». «Στη σκιανιάδα του πλατάνου όταν κοιμηθείς, την κοπελιά σου θα ονειρευτείς». Επίσης ένας ερωτευμένος είχε πει στην παρέα του για την κοπελιά του: «σε πολλές σκιανιάδες εκοιμήθηκα σε όλη τη ζωή μου, μόνο τη μια δεν την ξεχνώ που βρέθηκα μαζί σου». Ακόμα και οι νοικοκυρές της γειτονιάς στο χωριό τους όταν είχε πολλή ζέστη μετά το μεσημεριανό τους φαγητό μεταξύ των λέγανε: «να πάρουμε τα κοπέλια μας και τις στάμνες να πάμε στη βρύση του χωριού να σταλίσουμε στη σκιά των πλατάνων και να πίνουμε κρύο νερό. Όταν θα πέσει η ζέστη, να γεμίσουμε τις στάμνες και να πάμε στα σπίτια μας. Αυτό το κάνανε όλες οι γειτονιές και ο χώρος της βρύσης ήτανε η σταλίστρα του χωριού τους.
Όλα τα παραπάνω τα μάθαμε από δυο ηλικιωμένους που τους είχαμε συναντήσει πρόσφατα και μας είπανε ακόμα ότι και οι ίδιοι είχανε συμμετοχή σε όλα όταν μεγαλώνανε στο χωριό τους.
Τέλος, σήμερα τη σταλίστρα της παλιάς εποχής κανείς από τους νέους μας δεν την γνωρίζει, αλλά σίγουρα ούτε και το όνομά της δεν θα το έχουν ακούσει, αφού κανείς δεν έτυχε να τους ενημερώσει. Όμως στα πολύ ορεινά χωριά ακόμα υπάρχει και μπορούν να πάνε να τη γνωρίσουν, και τότε μόνο θα διαπιστώσουν ότι τα βιώματα των προγόνων τους είναι αληθινά και θα τα σέβονται.
* Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι Συνταγματάρχης (Π.Β.) ε.α.