Μόλις προχθές ήρθε στη θεατρική σκηνή του ΚΑΜ η Σταθούλα, ράφτρα εκ Πόντου. Μάθαμε πως κουβαλούσε φορτίο, μνήμες ανθρώπων πολλές, και πήγαμε να την ακούσουμε. Η Σταθούλα ήταν εκεί, είχε την μορφή και τη φωνή της Μαρινέλλας Βλαχάκη, της γνωστής μας ποιήτριας και ηθοποιού, αλλά δεν μας μίλησε. Δεν μίλησε σε εμάς. Πηγαινοερχόταν μέσα στο μικρό παλιό της ραφτάδικο, με τα κρεμασμένα παιδικά ρούχα, μη τη μηχανή τη SINGER πάνω στον πάγκο, και είχε πιάσει πικρή κουβέντα με τη μάνα της. Η μάνα της ακίνητη, σαν είδωλο, άκουγε προσεχτικά. Η Σταθούλα, βημάτιζε στον χώρο, γνοιασμένη, φορτωμένη με τις έννοιες για εκείνους τους ανθρώπους που δεν ήξερε τι απέγιναν ύστερα από τον αναίτιο ξεριζωμό τους από τη γή του Πόντου, ύστερα από τους άδικους κατατρεγμούς και το κυνηγητό εξόντωσης που οι στρατιώτες του Κεμάλ Ατατούρκ τους είχαν ετοιμάσει. Αναρωτιόταν για τα παιδάκια που τους είχε κεντήσει ένα σωρό όμορφα κεντίδια πάνω στα ρουχαλάκια τους και τώρα ποιος ξέρει τι απόγιναν αφού της έφερναν τα ρουχαλάκι τους για να αναγνωρίσει, από τα ξόμπλια, ποιανού ήταν αυτό με το χελιδονάκι, με την κρυφή εσωτερική τσεπούλα, με το τριαντάφυλλο… Μπορεί να είχαν πεθάνει στους πέντε δρόμους της εξορίας από εξάντληση, από πείνα, από τα εξαγριωμένα σκυλιά που τα κυνηγούσαν. «Ακούς μάνα, θέλουν λέει, να με τιμήσουν για την προσφορά μου. Τι έκανα; Τίποτα ηρωικό δεν έκανα. Μου έφερναν γυναικεία και παιδικά φορέματα, πότε ολόκληρα, πότε μισά, πότε μόνο ένα κομμάτι ύφασμα, όλα λασπωμένα, κουρελιασμένα, στραπατσαρισμένα και με ρωτούσαν: Το γνωρίζεις αυτό Σταθούλα; Ξέρεις ποιος το φορούσε; Το ‘πιανα στα χέρια μου, έβλεπα το ράψιμο, την ποιότητα του υφάσματος και κάπου πήγαινε ο νους μου. Το γύριζα ανάποδα, έβλεπα το μονόγραμμα κι ύστερα έψαχνα τη μυστική παραγγελιά του κάθε ρούχου..-Ετούτο είναι της τάδε, του δείνα… έλεγα. Σε ‘κείνες τις μέρες, που έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, φάνηκε με άλλο τρόπο χρήσιμη η μοδιστρική μου…»
Υστερα κοίταζε το ρολόι της, ήταν ώρα για τις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού. Ανοιγε το παλιό ραδιόφωνο.Επρεπε ν’ακούσει μαζί με τη μάνα της όλα τα ονόματα… αυτών που αναζητούνται… αυτών που βρέθηκαν ύστερα από τόσα χρόνια… Κόλλαγε το αυτί στο ραδιόφωνο για να μην την εμποδίζουν τα παράσιτα… Τόκλεινε μόλις τέλειωναν οι αναζητήσεις.
Ηταν ώρα να κάνει τις εξομολογήσεις της προς τη μάνα… Στήναμε αυτί κι εμείς, από κάτω, ν’ακούσουμε…
Κι έλεγε η Σταθούλα κι εξιστορούσε, πότε ανακατεύοντας τα κουρελάκια που είχαν απομείνει μέσα στην παλιά κούτα που κρατούσε, πότε σιάζοντας την αιώνια μεζούρα που είχε κρεμασμένη στο λαιμό της, πότε καθισμένη στο σκαμνάκι δίπλα στη «μάνα»..
«Θυμάμαι σαν ήμουνα παιδί να κάθομαι στο σκαμνάκι μου, να σε καμαρώνω. Πώς έκοβες, πώς έραβες… Πόσο χαιρόσουν να δουλεύεις! Μ’έβανες στην αρχή να τρυπώνω και να καρικώνω… Ωραία χρόνια!»
Κι ακούσαμε, μαζί με τ’άλλα, και για εκείνον τον υπέροχο δάσκαλο τον Σολομών(ντα) Χότζα που μπήκε μπροστά για να τους προστατέψει, κι ύστερα της έφεραν τη στολή που του είχε ράψει για αναγνώριση… «Την ξέρεις ετούτη τη στολή; Τη φορούσε ένας Τούρκος. Τον σκοτώσαμε και του την πήραμε…»… κι είδα το μονόγραμμα που είχα κεντήσει : Σ.Α. Σολομών Αναστασιάδης…
Κι ακούσαμε και τα άλλα κρυμμένα μυστικά της που θα τα μάθετε κι εσείς από το μικρό βιβλίο με τον τίτλο ΣΤΑΘΟΥΛΑ – Ράφτρα εκ Πόντου (Θεατρικός μονόλογος) που εμπνεύστηκε από διηγήσεις και έγραψε η Μαρινέλλα Βλαχάκη με πολλή ευαισθησία, όπως πάντα άλλωστε. Και αποχωρίσαμε παίρνοντας μαζί μας τον απόηχο από τόσους καημούς, τόσους άδικους χαμούς, τη γεύση από εκείνον τον παλιό πόνο που δεν μας επιτρέπει να ξεχνάμε.
Μπορεί το θέμα να μας φέρνει θλίψη και οργή, μπορεί να μας φέρνει πικρές μνήμες από το παρελθόν, αλλά είναι πάντα επίκαιρο, μας αφορά και γι’ αυτό μας πονάει. Ακόμα υπάρχουν άνθρωποι, συμπατριώτες μας που ψάχνουν τους δικούς χαμένους συγγενείς, μέλη ξεκληρισμένων οικογενειών… Ας μην ξεχνάμε λοιπόν.
Αυτό επίσης που θα ήθελα να πώ για την ξεχωριστή αυτή παράσταση που παρακολουθήσαμε πάρα πολλοί Χανιώτες, είναι και ένας έπαινος για όλους όσοι βοήθησαν να πραγματοποιηθεί. Η λιτή και ουσιαστική σκηνοθεσία του Κ. Καπελώνη που μέσα από πέπλα (που ίσως σήμαιναν τη χρονική απόσταση από τα γεγονότα) μας άφησε να μπούμε και να συμμετέχουμε στα αφηγούμενα, η πάντα υπέροχη μουσική του Λεωνίδα Μαριδάκη που έντυσε με νοσταλγικές νότες τους στίχους του τραγουδιού που διέτρεχε την παράσταση, στίχους γραμμένους από την Χανιώτισα Δέσποινα Τραχαλάκη και τραγουδισμένους τόσο αισθαντικά από την εξαιρετική Δάφνη Πανουργιά. Το τραγούδι αυτό λέγεται “Η μοδίστρα τ΄ουρανού” και μπορεί κανείς να το σκανάρει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της Σταθούλας. Ακούστε το και σίγουρα θα το απολαύσετε. Βέβαια και ο ήχος ήταν πολύ προσεγμένος από τον Διονύση Μανουσάκη αλλά και τα βίντεο που συνέδεαν τις σκηνές και τις ιστορίες του έργου, που τα επιμελήθηκε ο γνωστός μας επιτυχημένος σκηνοθέτης Θοδωρής Παπαδουλάκης, έφεραν ένα άρτιο αποτέλεσμα. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα που η αγαπημένη μας Μαρινέλλα Βλαχάκη έχει πάντα σαν στόχο σε όλα αυτά που μας έχει παρουσιάσει μέχρι σήμερα και σε όσα έχει κατά νου να μας δώσει στο μέλλον Ιδωμεν… Για την ώρα θέλω να την ευχαριστήσω για όλα όσα κομίζει στα πολιτιστικά πράγματα της πόλης μας. Για την ποιότητα και την ευαισθησία… Δεν είναι λίγο αυτό…