Ο πολιτικός ανταγωνισμός είναι αναμφίβολα χρήσιμος και γόνιμος. Αρκεί βέβαια να διεξάγεται στο πεδίο των ιδεών, των στρατηγικών επιλογών και των συγκεκριμένων προτάσεων, για τα μείζονα ζητήματα της χώρας και της οικονομίας.
Και κυρίως να μην αυτοπαγιδεύεται στην ψηφοθηρία και στη μικροπολιτική, που αποτελούν συστατικά στοιχεία του λαϊκισμού και του ανορθολογισμού.
Σε ομαλές συνθήκες εκείνος που πολιτεύεται με δημιουργικό τρόπο προσελκύει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Και το σημαντικότερο καλλιεργεί μια στέρεη σχέση εμπιστοσύνης με τους εκλογείς. Ουσιαστικά έτσι διασφαλίζει τις προϋποθέσεις απήχησης και αποδοχής και κατ’ επέκταση πολιτικής κυριαρχίας.
Ενόσω ο εκλογικός ορίζοντας προβάλλει, αρχίζουν να αποκρυσταλλώνονται τα χαρακτηριστικά της επικείμενης αναμέτρησης. Με άλλα λόγια, σήμερα οι πρωταγωνιστές καλούνται να δείξουν ποιος διατηρεί ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Κάτι το οποίο στη μάχη της κάλπης συνιστά προστιθέμενη αξία για τη διαμόρφωση των πολιτικών και κομματικών συσχετισμών.
Έπειτα από τρία χρόνια διακυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη, το εκλογικό σώμα θα κρίνει με εντελώς διαφορετικά κριτήρια, τους αρχηγούς και τα κόμματά τους. Πριν τρία χρόνια ο Πρόεδρος της ΝΔ, ακολουθώντας μια εύστοχη στρατηγική προσέδωσε πολιτική υπόσταση και έκφραση στο υπαρκτό και έντονο αντίΣΥΡΙΖΑ ρεύμα. Απεναντίας ο αντίπαλός του Αλέξης Τσίπρας αποδοκιμάσθηκε για την κυβερνητική του θητεία και προπαντός για τις μελανές της πλευρές.
Τώρα πλέον ο Πρωθυπουργός κρίνεται και αξιολογείται για τη διαχειριστική του επάρκεια, την πολιτική του αποτελεσματικότητα και την ηγετικότητά του. Το έργο του είναι ο ακριβής δείκτης απ’ τον οποίο εξαρτάται η περαιτέρω βιωσιμότητα της κυβερνητικής του επαγγελίας. Η ανθεκτικότητά του όπως αυτή καταγράφεται σε όλες σχεδόν τις δημοσκοπήσεις, του προσφέρει τη δυνατότητα επανεκκίνησης, ενισχύοντας τη θέση του στον πολιτικό ανταγωνισμό. Και το κυριότερο να υπερβεί λογικές μέσου όρου και συγκερασμού, αποφεύγοντας τις προεκλογικές εκπτώσεις, τις οποίες μετ’ επιτάσεως επιζητούν αρκετοί κομματικοί του συνοδοιπόροι. Άλλωστε το μπόλιασμα της Ν.Δ με ένα αυθεντικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο παραμένει ένα μετέωρο εγχείρημα.
Από την άλλη ο επικεφαλής της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης έχει να αντιπαλέψει τον παλιό του εαυτό, αποδεικνύοντας πως ο διακηρυγμένος στόχος του για μετεξέλιξη δεν στερείται πρακτικού αντικρίσματος. Πάντως γεγονός είναι ότι η αδράνεια και η στασιμότητα που είχε επιδείξει τουλάχιστον μέχρι πρότινος, προσμετράται αρνητικά. Έτσι εξάλλου ερμηνεύεται και η υποχώρησή της απήχησης και της επιρροής του στο αποκαλούμενο κεντροαριστερό ακροατήριο. Και αυτό γιατί ο αντιπολιτευτικός του λόγος βρίσκεται σε δυσαρμονία με το τωρινό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον. Η υποχώρηση της ανταγωνιστικότητάς του οφείλεται πάνω απ’ όλα στην αδυναμία προσαρμογής του στα νέα δεδομένα. Αλλά και στις παραλυτικές ισορροπίες που ακολουθεί, θέλοντας να εξευμενίσει τους εναπομείναντες ιδεοληπτικούς και ακραίους του κόμματος του. Ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα σύγχρονο πολιτικό σχήμα δίχως αγκυλώσεις και αναχρονισμούς, φαίνεται να μοιάζει με τον τετραγωνισμό του κύκλου.
Η παρουσία του Νίκου Ανδρουλάκη στον πολιτικό στίβο καθιστά τον ανταγωνισμό περισσότερο απαιτητικό και σύνθετο. Η ανάδειξή του στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, προκάλεσε ήδη σημαντικές ανατροπές. Ουσιαστικά κάλυψε ένα υπαρκτό κενό εκπροσώπησης αποκαθιστώντας σε μεγάλο βαθμό την πολιτική συμμετρία. Ο νέος αρχηγός μπαίνει σφήνα σε ένα μπλοκαρισμένο κομματικό σύστημα, εισπράττοντας την αναμενόμενη φθορά της κυβέρνησης καθώς και την κοινωνική και δημοσκοπική κάμψη της μείζονος αντιπολίτευσης. Επιπροσθέτως με όπλο την ανανέωση και την εμφάνιση επί σκηνής νέων ανθρώπων, διευρύνει τα όρια επιρροής του. Ωστόσο το δύσκολο στοίχημα γι’ αυτόν είναι να ενσαρκώσει μια σύγχρονη ενναλακτική πρόταση, αμφισβητώντας εμπράκτως τη μεταρρυθμιστική καχεξία της ΝΔ και τις παρωχημένες ιδεοληπτικές εμμονές του ΣΥΡΙΖΑ.
Ως εκ τούτου και οι τρείς πρωταγωνιστές της πολιτικής συμμετέχουν στο σκληρό ανταγωνισμό ξεκινώντας ο καθένας από αυτούς με διαφορετικές προϋποθέσεις. Η μάχη που καλούνται να δώσουν είναι σίγουρα άνιση. Εν τούτοις το μεγάλο πρόβλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν είναι οι ανοικτοί τους λογαριασμοί με την ψηφοθηρία και τη μικροπολιτική. Στο μέτωπο αυτό θα κριθεί η αξιοπιστία και η φερεγγυότητά τους. Και πρωτίστως η δυνατότητα τους να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά κέρδη συνδέοντας τη στιγμή με τη διάρκεια.
*σύμβουλος Στρατηγικής
και Επικοινωνίας
πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της POLITY