Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Η στραθιά μου στη Χώρα

Για να πάω στη Χώρα, απου δε τόχω κι εύκολο, πρέπει να αναμαζώκσω κάμποσες δουλειές. Ετούτηνε τη φορά, όξω απού τα άλλα, ήθελα να πεδουλολοήσει ο τζαγκάρης τα καθημερνά μου στιβάνια, απου είχανε φαωθεί οι σόλες. Δεν ήτονε μόνο ετούτονα, παρά είχα ασπερδέξει σ΄ ένα κούτσακα, μού ΄σκισε το καλάμι του στιβανιού στο ζερβό πόδα και δεν φοριέται μπλιό. Να θειάκσω μόνο το ένα καλάμι, δεν γίνεται, θα ν΄ είμαι σαν κι ένα Αποκορωνιώτη απου θα σασε πω παρέκει, πρέπει να θειάξω και τα δυό. Εμέτρουνα τα σκοινιά μου και δε μου βγαίνανε οι παράδες να παραγγείλλω καινούργια στιβάνια, ζιμοπουλήτικα δε θέλω. Όσες φορές επήρα έτοιματζίδικα δε μου βγήκανε καλά και δεν τα ρέγομαι μπλιο, του κερατά το συχέριο. Δε μου αβαντζέρνουνε οι παράδες, αλλά δε βαστούνε σαν τα παραγγελίστικα, δεν είναι και καλό πατούμενο. Άλλες φορές πλέει μέσα ο πόδας απου πρέπει να βάνω δυο τσουράπια σε κάθ΄ ένα, κι άλλες φορές με σφίγγανε και μου χτυπούσανε στσι κάλλους, να με κουζουλαίνουνε οι πόνοι, απου να μη μπορώ να στέσω ορθός.
Έχω στο νου πως δε μπορώ να σειάζω έφκολα, κι απής τα ψουνίσω, τα βαϊλίζω για να μου βαστήξουνε πλια καιρό. Το χειμώνα τωνε βάνω ταχτικά ξύγκι, να μην φάνε οι ογρασάδες το πετσί. Άμα αραιώνουνε οι μπροκαδούρες στη σόλα, βάνω καινούργιες αμοναχός μου γή και άμα πάει να ξεκολλήσει η σόλα βάνω λαλινόμπροκες να μη ξεχασκίσουνε.
Δε μπορώ να αφήκω να τα κάνω ούλα πλερωτικά, επειδής, με το που πορίξω απου το κονάκι μου, πρέπει να βαστώ παράδες να τσι σκορπώ και που να πρωτοδούδει κιανείς. Στου μπακάλη, στου τσαγκάρη, στου ψωμά, στου τερεζή, τελειωμό δεν έχει που να πλερώνεις. Κι ο κερατάς απου πρωτόβγαλε τσι παράδες, τσί ΄καμε δυσκολόβριστους. Για να παχαίνω παίρνω οκάδες μονομιάς απάνω μου, παράδες στο κεμέρι δε μπαίνουνε έφκολα. Κι άμα μπούνε δε μπορούνε να σταθούνε, σαν το τρυπημένο ασκί φκερέζουνε.
Στη Χώρα ετέλειωσα γλήγορα απου τσι άλλες δουλειές κι όπως είδα μπροστά μου ένα μπαρμπέρικο, εμπήκα να μου κόψει τα μαλλιά επειδής είχανε πετάξει σκουλιά, ήμουνε γενωμένος σκουφίδης μπλιο. Δεν ήτονε όμως αυτός μπαρμπέρης τση προκοπής και με κούρεβγε ως εκουρέβγανε οι γερμανοί όσους εμαγκλαβίζανε στσι φλακές τωνε. Κουμπάρο, του ξεκόβω, γή θα κουρέβγεις ντρέτα να κάτσω αμοναχός μου να με κουρέψεις γή, ετσα απου το λαλείς, να με μπουζιάξεις (όπως κάνω κι εγώ στ΄ αρνιά μου), για να μη φύγω γλακηχτός. Εβαγιέστησα ώσπου να με αποκουρέψει, πολλά ατζαμής ήτονε. Ετέθοιο μπαρμπέρη μουδέ στη γ-κουρά των ωζώ μου δε θα τονε φωνιάξω, όη να κουρέβγει αθρώπους.
Απής εξετέλεψα έκαμα ένα καλό συναπάντημα. Εσύντηχε στη πορπατηξιά μου ένας χωργιανάκι απου αναληκωνόμαστωνε μαζί με τον αφέντη του στο χωργιό. Απής ήρθε του καιρού ντου εζήτηξε μια γ-κοπελιά απου δεν του τηνε δώκανε. Εθέλανε ο γεις τον άλλο, για τούτονα εκλεφτήκανε κι επήγανε στη Χώρα να παντρεφτούνε. Απου μιτσός ήτονε άθρωπος τση προκοπής κι είχε καμωμένο χαΐρι απάνω ντου και στη φαμελιά ν-του, είχε στελιωμενο και καλό σπιτικό.
Ήτονε να τονε καμαρώνεις. Μποϊλής, κερασταλής, λεβεντοκόπελο, πράμα δεν τού ΄λειπε. Κι ο κύρης του είχε τα ίδια σουσούμια και χάρες, απου τα πήρε ούλα. Διάλε το λεπάρι του ΄χε αφημένο, τακίμι ν-του ήτονε. Είντα πάθανε τα πεθερικά και του γαείρανε οπίσω το προξενιό, δε γ-κατέω.
Με κέρασε ένα γ-καφέ και είδα στο καφενέ ένα μ-πράμα απου, δεν τό ΄χα ξαναθωρεμένο. Εφέρανε το γ-καφέ με το τσισβέ και τη γ-κούπα άδεια. Ετότεσας πράμα φωνιάξανε του νταμπή, μούπε ένα συμπαθεμό θα ξαναγαείρω κι αποκόλωσε. -Είντά ΄παθε λέω του συχωργιανού μου και μου τον έφερε ετσά. Ετρεμούλιασε κι η χέρα ν-του και δεν εμπόργιε να τονε φκερέσει στη γ-κούπα; -Όη μου λέει έτσα το ΄χουνε χούι σε τούτουνε το ντουκιάνι. Ε, του αντιγαέρνω, την άλλη φορά να μου δείξει που έει το καφέ και τη ζάχαρη να τονε σειάξω αμοναχός, να μην χρειγιάζεται να του βαστώ χατίρι πως τον έσειαξε, μουδέ να τούχω κι υποχρέωση. Να σου πω και τ΄ άλλο του λέω, στσι μπάντες μας δε λέμε το γ-καφενέ, ντουκιάνι. Τον έχω ακουσμένο ετσά, πολλές φορές απου Καστρινολασιθιώτες.
Είχανε τη ν-τελεόραση ανοιχτή κι έπαιζε μια σουχλίστρα απου όποιο έπχιανε στο στόμα τζη τονε στόλιζε. Εκείνηνα την ώρα έλεγε για τα Χανιά και για ένα χανιώτη με ξενικό όνομα απου τον έλεγε Μπον-βιβέρ. Ίδια τσα τον έλεγε, αφού για νάμαι σίγουρος τό ΄γραψα σ΄ ένα μ-πακέτο τσιγάρα. Ερώτηξα το χωργιανάκι μου είντα οικογένεια είναι μωρέ ετούτοσας με το ξενικό όνομα, του λόγου σου θα κατέεις απου διάεις στη Χώρα. Απου τσι μπάντες μας δεν μ-πρέπει νάναι, μουδέ απου τσι κουμπαροσυντέκνους μου λένε κιανένα ετσά. Μπορεί να Σφακιανοσέρνει γή νάναι απου τον Αποκόρωνα.
Δεν είναι όνομα κιανενούς, μου λέει, ετσα λένε οι Φράγκοι τσοι χαραμοφάηδες. Ντα εκειά απου έχουμε φτάξει παινούνε και τσι χαραμοφάηδες, του λέω. -Πως πάνε τα κοπέλια σου κόρακα, -Καλά πάνε όσο πάει και μαβρίζουνε, ετσά ΄μαστωνε κι εμείς μπλιό. Να κατέχανε πόσους χαραμοφάηδες έχουμε στσι μπάντες μας, δεν θα ν΄ ελέγανε για ένα μόνο. Κι εγώ από άβριο στο καφενείο θα τσι λέω ετσά, να κάνω το γραμματιζούμενο και να θαρρούνε πως τωνε κάνω και παίνια.
Ήτονε περασμένα του ξεστάλου και τού ΄πα πως θα γκάψω να γαείρω στο χωργιό για να προλάβω ξεσταλίξω τα ωζά να βοσκηστούνε, να κάμω και μερικές αμπασοδουλειές με το φως τση μέρας. Είχα και δυο μαρτάρικες αίγες σε καλή σκιανάδα και παγανέ, αλλά έπρεπε να πάω να τση δω μήμπανα ασμπερδέξανε και μου φουρκιστούνε. Ως τά ΄κουσε δε μ΄ άφηκε να πάω με το λεφορείο παρά ήθελε να με γαείρει με το αμάξι ντου στο κονάκι μου.
Στο δρόμο μ΄ αναρώτηξε γιάντά ΄λεγα μονοστίβανους τσι Αποκορωνιώτες και του ΄λεγα πως οι παλιοί είχανε παρανόμια για τσ΄ επαρχίες του Νομού. Τσι Κισσαμίτες τσοι λέγανε πασπαλοκοίλιδες, επειδής στη Κίσσαμο δεν είχε πολλά νερά κι ελέγανε πως εγίνουντωνε πολλοί πασπάλοι. Ελέγανε κι ένα άλλο απούναι όμως αρσίζικο και δεν μου καλοπήγαινε να το πω και να το βάλω στσοι γιαφτάδες μου, έλα μου δα απου θέλω να το πω κιόλας. Οι προβατίνες από ΄κεια απου κάνουνε το ψιλό ν-τωνε νερό απου κάτω ποθές, έχουνε ένα τζομπάκι, απου τό ΄κοψε για σαμά. Του τσι κλέψανε και απου τούτηνα τη σαμά τσί ΄βρε κιόλας. Για τούτονα ελέγανε τσι Κισσαμίτες και κουτσο.. (τέθοιους). Των ελέγανε και το άλλο. Είχανε λέει όργητα του ήλιου, επειδής το πρωί απου πχαίνανε στη Χώρα τον είχανε στο κούτελο, αλλά και το απόγεμα απου εγαέρνανε στα χωργιά ντωνε, πάλι στο κούτελο τον είχανε.
Τσι Αποκορωνιώτες τσι λέγανε μονοστίβανους. Ένας Αποκορωνιώτης έθειαξε καινούργια στιβάνια απου δεν ήθελε να τα φορεί μην τα χαλάσει, ήθελε όμως και να τα δείχνει. Για τούτονα εφόργειε ένα καινούργιο στιβάνι κι ένα παλιό.
Για τσοι Σελινιώτες ελέγανε πως κουζουλίζουνε και πετραδίζουνε. Πολλές φορές εμπόργειες να ακούσεις να λένε «κουζουλοσελινιώτης».
Είπα του χωργιανού μου, το λέω κι εδά ντεκλαρέ, να μη γενεί κιανένα μπουρδούκλωμα στσι γιαφτάδες μου. Είναι μόνο ένα καλαμπουρίστικο χωρατό, από κάνανε για να πειράξουνε τσι Σελινιώτες. Τα βάνω στη μ-πένα μου επειδής πιστέβγω πως δε μ-πρέπει να ανοχλίζει κιανένα. Είναι καλαμπουρίστικο απου τσι ιστορίες του τόπου, κατά πως επείραζε η μια μπάντα την άλλη.
Εμπόργειε να ακούσεις να λένε «αυτός πετραδίζει», για αθρώπους απου ούλες τσι μπάντες, άμα θέλανε να πούνε πως ήτονε λιγάκι «αλαφρύς».
Το πετράδισμα όμως έχει κι άλλες, πραματικώς λυπητερές ιστορίες. Τα παλιότερα χρόνια τσι αθρώπους απου ήτονε αρρώστοι στη ψυχή, δεν τσι πγαίνανε να τωνε δώσουνε φάρμακα να γαληνέψουνε. Εγυρίζανε στα χωργιά κι εμείς απου θαρρούμε πως έχομε και τα τετρακόσα δράμια τση οκάς τσι πειράζαμε κι αυτοί δεν είχανε είντα να κάμουνε και μας επετούσανε πέτρες. Είχα θωρρεμένους τέθοιους αθρώπους στσι μπάντες μας.
Με τούτες σας τσι ιστορίες αποφτάξαμε στο χωργιό. Του ΄καμα πολλές σκούζιες να κάτσει να φάμε πασιντάς ότι βρεθεί στο τσικάλι, γή κιανένα παλαζάκι απου το ψυγείο. Να βάλω και λιγάκι μαρουβά για να πιούμε μια, απου κάνει του γιατρού εζημιά, απούλεγε κι ένας μπάρμπας. Με πράμα να μου συβαστεί, δεν ήθελε μουδέ να κατεβεί απού το αμάξι.
Η κερά εγροίκα τη σκούζια απου τού ΄κανα και χώρις να τση πω πράμα άνοιξε τη σάλα κι έστρωνε μαντίλι. Δεν εκουτελώνουντονε όμως το χωργιανάκι με πράμα, έλεγε πως ήθελε να πει μια μιλιά με τα γονικά ν-του και να φύγει επειδής πως τονε περιμέναμε. Με το ζόρε εκατέβηκε να πιούμε μια τσικουδιά, απου μόλις την ήπχιε έγκαψε. Του ΄δινα μερικούς παράδες να βάλει κιανένα γαλόνι πετρέλαιο στο αμάξι, έπιασε το Θιό απού το μ-πόδα, μόνο επειδής του τό ΄πα. Μεγάλη υποχρέωση τού ΄χω.
Ήτονε του αποκαημάτου κι έπρεπε να πάω στα μαρθιά και να βαλω το νερό να ποτίζει το περβόλι, καλά νυχτωμένα εγάειρα στο σπίτι. Δε γ-κατέω αλλά καλιά μου να ΄σκαφτα εκείνηνα την ήμερα με τη μπικοσκαλίδα. Πλια ξεκουράδος θα ν΄ ήμουνε.
Αντώνης Μπομπολάκης
ο ΚάτωΚεφαλιανός


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα