Στο καφενείο του γερο- Δράκου μια παρέα έξι νεαρών ανδρών παίζουν το Σκαμπίλι, παιχνίδι της τράπουλας. Τρεις εναντίον τριών. Σε κάθε τριάδα ο ένας είναι καπετάνιος και οι άλλοι δύο Νεφέρια. Στη μία τριάδα καπετάνιος είναι ο Σπυριδογιάννης. Παίζουν και πίνουν και τις τσικουδιές τους.
Μια στιγμή ο Σπυριδογιάννης λέει στα νεφέρια του: «Για δυο τρεις μέρες έχω ΣΤΡΑΤΙΑ. Αν θέλετε να βρείτε άλλο καπετάνιο».
Ο Σπυριδογιάννης πήγε ΣΤΡΑΤΙΑ.
Γύρισε στο χωριό μετά τρεις μέρες. Την ίδια μέρα που γύρισε στο χωριό είχαν έρθει και δυο διαλαλητάδες από τον κάμπο και διαλαλούσαν τριάντα μαρτιάρικα πρόβατα που κάποιος ή κάποιοι είχαν κλέψει από έναν φτωχό αγροτοκτηνοτρόφο της περιοχής τους.
Ο αγροτοκτηνοτρόφος είχε πολυμελή οικογένεια, και με τα πρόβατα, ένα μικρό περιβόλι και ένα χωράφι που έσπερνε ρεβύθια και φακές συντηρούσε την οικογένεια του.
Ο Σπυριδοαντρέας, μεγαλύτερος αδερφός του Σπυριδογιάννη, συνδύασε τη ΣΤΡΑΤΙΑ του αδερφού του με την κλεψιά των μαρτιάρικων.
Κάλεσε τον αδερφό του και του ‘πε: «Αδερφέ, είμαι Βλεπές (Αγροφύλακας) και πρέπει ή να σε καταγγείλω στον σταθμό Χωροφυλακής ή να πάω κι εγώ ΣΤΡΑΤΙΑ στο αγρονομείο του Βάμου και να υποβάλω την παραίτηση μου από Βλεπές».
Ο Σπυριδογιάννης όμως λέει στον αδερφό του: «Άδικα με κατηγορείς για γουρσουζοκλέφτη (γουρσουζοκλέφτης ήταν αυτός που έκλεβε ζώα μαρτιάρικα από φτωχούς. Ζωοκλέφτης ήταν αυτός που έκλεβε «κομματές» ζώα από μεγάλα κοπάδια). Η στρατιά μου ήταν άλλη. Ήμουνα Γαμουλιώτης – σύντροφος απαγωγέα- σε μια απαγωγή σε γειτονικό χωριό. Μια παρέα από έξι χωριανούς πήγαμε και κλέψαμε μια κοπελιά για τον Μαυρογιώργη. Μπήκαμε ένοπλοι στο σπίτι, δέσαμε τον πατέρα και πήραμε την κοπέλα. Όταν περνούσε από μπροστά μου μου ‘πε: «Κι εσύ μωρέ Γιάννη; Δεν το περίμενα από σένα. Σε πίστευα παλληκάρι». Μου κόστισαν αυτές οι κουβέντες, στενοχωρήθηκα, μα ήταν αργά για αλλαγή. Η κοπελιά πανέξυπνη είπε στον απαγωγέα ότι τον θέλει κι αυτή και να πάνε νόμιμα. Ο απαγωγέας την πίστεψε, την άφησε και η κοπέλα γύρισε στο χωριό.
Ο Μαυρογιώργος την πάτησε. Η κοπελιά τον ξεγέλασε. Για το χατίρι μου όμως είπε ότι δεν κατήγγειλαν την απαγωγή για να μην πάω για πολλά χρόνια φυλακή. Τους Γουρσουζοκλέφτες, αν είναι χωριανοί, θα τους βρω και θα γυρίσουν πίσω τα πρόβατα».
Υποψιάστηκε τέσσερα τρελοκόπελα και πήγε να τα βρει. Πήρε την καραμπίνα του – ένα υπέροχο όπλο και πήγε στο σπίτι του πιο νεαρού.
Οι τέσσερις έτρωγαν και έπιναν και ήταν σε πλήρη ευθυμία. Ο Σπυριδογιάννης προτάσσοντας την καραμπίνα τους ακινητοποίησε.
«Γουρσουζοκλέφτες», τους είπε, «κλέψατε τα πρόβατα από έναν φτωχό. Να τα γυρίσετε πίσω γιαμιάς». «Καλά καπετάν Γιάννη», του είπαν, «αλλά έχουμε σφάξει ένα και το τρώμε».
Ο Σπυριδογιάννης έβγαλε δυο χρυσές λίρες και τους τις έδωσε. «Πληρώστε το σφαγμένο πρόβατο. Πέστε πως σας το έκανα δώρο εγώ». Τα πρόβατα γυρίσανε στον φτωχό αγροτοκτηνοτρόφο και ο Σπυριδογιάννης στο καπετανιλίκι του στο καφενείο του Γερο- Δράκου.
«Παιδιά δεν ξανακάνω στρατιά», είπε στα Νεφέρια του. Ακριβά την πλήρωσα τη Στρατιά.
*Απόμαχος δημοσιογράφος – τυπογράφος