«DRILL, BABY, DRILL»
Α) Η πολιτική της ενέργειας στις ΗΠΑ
Η πρόσφατη πολιτική των Ηνωµένων Πολιτειών στον ενεργειακό τοµέα επικεντρώνεται στην αύξηση της εγχώριας παραγωγής υδρογονανθράκων. Στο επίκεντρο αυτής της πολιτικής βρίσκεται το λεγόµενο «drill, baby, drill», το οποίο ουσιαστικά επιδιώκει την ένταση των γεωτρήσεων για πετρέλαιο και φυσικό αέριο και στοχεύει στη µείωση της τιµής του πετρελαίου γύρω στα $60 ανά βαρέλι, για να αποκοµίσει όφελος της τάξης των 100 δισεκατοµµυρίων δολαρίων καθώς όταν η τιµή των καυσίµων µειώνεται, η γενικότερη οικονοµική δραστηριότητα λαµβάνει ώθηση, καθώς τα διαθέσιµα εισοδήµατα αυξάνονται έµµεσα µέσω της εξοικονόµησης σε καύσιµα.
Στις ΗΠΑ η εξόρυξη δίνει κέρδη όταν βρίσκεται γύρω στα 60 δολάρια. Αν η τιµή µειωθεί κάτω από τα 60 δολάρια, τότε οι νέες επενδύσεις περιορίζονται σηµαντικά, γιατί το περιθώριο κέρδους γίνεται πολύ µικρό ή και ανύπαρκτο καθώς το κόστος παραγωγής είναι περίπου $50.
Στην περίοδο 2014–2020, όταν η τιµή του πετρελαίου κυµάνθηκε κοντά στα 28 δολάρια το βαρέλι, ο κλάδος γνώρισε τεράστιες απώλειες, καθώς ο δείκτης XOP (που αντικατοπτρίζει την απόδοση των αµερικανικών εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου) έχασε πάνω από 90% της αξίας του από το υψηλό του 2014 µέχρι το χαµηλό του 2020. Οι αποδόσεις στα οµόλογα υψηλής απόδοσης (high-yield bonds) εκτινάχθηκαν στο 22%, καθιστώντας πρακτικά πανάκριβο τον δανεισµό. Πάνω από 200 εταιρείες αναγκάστηκαν να κηρύξουν πτώχευση, είτε γιατί δεν µπορούσαν να καλύψουν τα δάνεια, είτε γιατί δεν ήθελαν να λειτουργήσουν µε ζηµία.
Για να γίνουν επενδύσεις στην πετρελαϊκή βιοµηχανία, µέσω στοχευµένων παρεµβάσεων, πρέπει επιτευχθεί µείωση το κόστος στα $40, π.χ. εάν γίνει µείωση των τελών εξόρυξης (royalties) σε οµοσπονδιακή γη, µείωση του εταιρικού φόρου στο 15% και επαναφορά φοροελαφρύνσεων από το Tax Cuts and Jobs Act (2017) που αφορά την επιτάχυνση των αποσβέσεων του κεφαλαιουχικού εξοπλισµού (π.χ. γεωτρύπανα, αγωγοί, βαρέων µηχανηµάτων).
Με τη βοήθεια των νέων τεχνολογιών, οι εταιρείες µπορούν µε 1 εκατ. δολάρια επένδυσης να λάβουν πάνω από 85% περισσότερη παραγωγή σε σχέση µε το 2014. Οι βελτιώσεις στην υδραυλική ρωγµάτωση (fracking), στη σχεδίαση οριζόντιων γεωτρήσεων και στα κέντρα ελέγχου επιτρέπουν υψηλότερη απόδοση και λιγότερες απώλειες.
Εκτός από το πετρέλαιο, οι ΗΠΑ έχουν γνωρίσει εντυπωσιακή άνοδο στην παραγωγή φυσικού αερίου, η οποία από το 2008 έχει αυξηθεί περίπου κατά 90%. Η δε στροφή παγκοσµίως προς καθαρότερες µορφές ενέργειας καθιστά το φυσικό αέριο πιο ελκυστικό σε σχέση µε το πετρέλαιο υπό ορισµένες συνθήκες. Προβλέπεται ότι το 2030, η παραγωγή φυσικού αερίου θα µπορούσε να φτάσει τα 4 εκατοµµύρια βαρέλια ισοδυνάµου πετρελαίου. Η µεγάλη πρόκληση για την περαιτέρω αξιοποίηση είναι οι υποδοµές: αγωγοί, σταθµοί υγροποίησης (LNG terminals) και γενικότερα ένα δίκτυο µεταφοράς που θα επιτρέπει τη γρήγορη και οικονοµικά συµφέρουσα διάθεση του προϊόντος στην εγχώρια και διεθνή αγορά.
Σε βάθος χρόνου, δηλαδή, η ανάπτυξη του κλάδου του φυσικού αερίου µπορεί να λειτουργήσει ως µοχλός για την τόνωση της ενεργειακής αγοράς και τη σταθεροποίηση των τιµών.
Β) Η Ρωσική Οικονοµία και ο Ρόλος του Πολέµου
Η οικονοµία της Ρωσίας, παρόλες τις πολυεπίπεδες κυρώσεις και τις γεωπολιτικές αναταραχές των τελευταίων ετών, συνεχίζει να στηρίζεται σε δύο κεντρικούς πυλώνες εσόδων: τις εξαγωγές ενεργειακών προϊόντων και το στρατιωτικό-βιοµηχανικό σύµπλεγµα. Ωστόσο, αυτή η εξάρτηση δηµιουργεί εντάσεις σε επίπεδο µακροοικονοµίας, κοινωνίας και διεθνών σχέσεων, ενώ παράλληλα κρύβει ουσιώδεις αδυναµίες που θέτουν υπό αµφισβήτηση τη διατηρησιµότητα της ρωσικής οικονοµικής «αντοχής».
Η Ρωσία παράγει περίπου 10,5 εκατοµµύρια βαρέλια πετρελαίου την ηµέρα, καθιστώντας την τρίτη µεγαλύτερη παραγωγό στον κόσµο, πίσω από τις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία. Καθώς οι τιµές του πετρελαίου παραµένουν σε επίπεδα που επιτρέπουν ένα καλό περιθώριο κέρδους, η ρωσική κυβέρνηση λαµβάνει έσοδα από την φορολογία των πωλήσεων πετρελαίου και εισπράττει µερίσµατα ως ο κυριότερος µέτοχος σε πολλές από τις µεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες.
Έτσι, παρά τις διεθνείς κυρώσεις, τα κρατικά έσοδα από τον κλάδο συνεχίζουν να ρέουν, συγκρατώντας το δηµοσιονοµικό έλλειµµα κάτω από το 3%. Ταυτόχρονα, η σταθερότητα ή µη των διεθνών τιµών αποτελεί «αχίλλειο πτέρνα» για τη Ρωσία. Το ανώτατο όριο τιµής (price cap) των $60/βαρέλι στο ρωσικό πετρέλαιο, που επιβλήθηκε από τις δυτικές χώρες, έχει σκοπό να επιτρέψει στη Ρωσία να παράγει µεν πετρέλαιο —αποφεύγοντας ένα παγκόσµιο ενεργειακό σοκ— αλλά µε µικρότερα περιθώρια κέρδους.
Η Ρωσία διαθέτει τα µεγαλύτερα αποθέµατα φυσικού αερίου στον κόσµο. Το 2021, σχεδόν το 50% του φυσικού αερίου που κατανάλωνε η ΕΕ εισαγόταν από τη Ρωσία. Μέσα σε δύο χρόνια, ωστόσο, το µερίδιο αυτό έχει πέσει στο 15%, αφού η Ευρώπη στράφηκε περισσότερο σε άλλους προµηθευτές (κυρίως Νορβηγία και ΗΠΑ). Έτσι, η Ρωσία έχασε τον κυριότερο αγοραστή της στον τοµέα του φυσικού αερίου, αλλά συνέχισε να κερδίζει έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου σε άλλες αγορές.
Ο µεγάλος κερδισµένος εδώ υπήρξε η Κίνα, που αύξησε κατακόρυφα τις εισαγωγές ρωσικού αερίου και πετρελαίου, όπως και η Ινδία, η οποία αύξησε τις εισαγωγές από Ρωσία από το 1% των στο 35-40%. Το κινεζικό νόµισµα (γιουάν) άρχισε να χρησιµοποιείται όλο και περισσότερο σε πληρωµές και αποταµιεύσεις στη Ρωσία, ενώ σηµαντικός αναδείχθηκε ο ρόλος της Κίνας στην προµήθεια ηµιαγωγών και µικροηλεκτρονικών εξαρτηµάτων για ρωσικά συστήµατα όπλων ακριβείας.
Μετά την εισβολή στην Ουκρανία και τη συνακόλουθη κλιµάκωση των συγκρούσεων, η ρωσική κυβέρνηση διοχετεύει τεράστια κονδύλια στην πολεµική βιοµηχανία, µε δύο στόχους:
i) Υποστήριξη της αµυντικής παραγωγής: Εργοστάσια κατασκευής όπλων και ανταλλακτικών λειτουργούν συνεχώς, εµπλουτίζοντας τον στρατό µε όπλα και πυροµαχικά.
ii) Στήριξη πληττόµενων επιχειρήσεων: Εξαιτίας των διεθνών κυρώσεων, πολλές επιχειρήσεις εκτός αµυντικού τοµέα βρέθηκαν σε δυσχερή θέση· το κράτος επεµβαίνει µε επιδοτήσεις και ευνοϊκές ρυθµίσεις, ώστε να παραµείνουν βιώσιµες.
Βραχυπρόθεσµα, αυτή η µεγάλη εισροή κρατικών κονδυλίων δίνει κάποια ώθηση στην οικονοµία, αλλά οι στρατιωτικές δαπάνες συρρικνώνουν άλλους τοµείς και διαχρονικά προκαλούν διαρθρωτικές στρεβλώσεις.
Η διαρκής ανάγκη για στρατιωτική ενίσχυση δεν απαιτεί µόνο χρήµατα, αλλά και ανθρώπινο δυναµικό. Καθώς οι άνδρες πηγαίνουν στον πόλεµο, πολλές βιοµηχανίες —ιδίως στον πολιτικό τοµέα— βρίσκονται µπροστά σε ανεπάρκεια εργατικών χεριών και αναγκάζονται να αυξήσουν τους µισθούς για να προσελκύσουν ή να διατηρήσουν προσωπικό. Αποτέλεσµα είναι η υπερθέρµανση της οικονοµίας καθώς η αυξηµένη ζήτηση εργασίας ανέβασε τους µισθούς, τροφοδοτώντας τον πληθωρισµό, που ήδη το 2022 είχε κορυφωθεί. Η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας αύξησε τα επιτόκια κοντά στο 21%, προσπαθώντας να συγκρατήσει τον πληθωρισµό. Αυτές οι νοµισµατικές πιέσεις, όµως, δυσκολεύουν τις επενδύσεις και τη χρηµατοδότηση εταιρειών που δεν σχετίζονται µε την αµυντική βιοµηχανία, συνεπώς ο ιδιωτικός τοµέας εκτός άµυνας πλήττεται.
Παρά τα υψηλά επιτόκια και τις πιέσεις, η Ρωσία διατηρεί ένα χαµηλό δηµοσιονοµικό έλλειµµα (κάτω του 3%). Ο λόγος είναι ότι, αφενός, οι εξαγωγές ενέργειας —κυρίως πετρελαίου— εξακολουθούν να αποφέρουν αρκετά έσοδα στο δηµόσιο, αφετέρου, η κυβέρνηση περιορίζει τις δαπάνες σε ορισµένους µη πρωτεύοντες τοµείς και επιβάλει κεφαλαιακούς ελέγχους (capital controls) για να εµποδίσει τη διαφυγή κεφαλαίων.
Η συνεχιζόµενη εξάρτηση από λίγους εµπορικούς εταίρους (Κίνα, Ινδία) ή από στενό φάσµα πωλήσεων πετρελαίου και αερίου θα µπορούσε να προκαλέσει σοβαρά ζητήµατα αν αλλάξουν οι διεθνείς ισορροπίες ή παρουσιαστούν επιπλέον περιορισµοί από τη ∆ύση.
Η εσωτερική ζήτηση ασθενεί, ενώ ο πληθωρισµός πλήττει την αγοραστική δύναµη των απλών Ρώσων, οι οποίοι βλέπουν τιµές βασικών ειδών (βούτυρο, πατάτες κ.λπ.) να αυξάνονται διαρκώς.
Αν και η Ρωσία έχασε µεγάλο µέρος του ευρωπαϊκού της πελατολογίου (ιδίως στο φυσικό αέριο), βρήκε εναλλακτικές σε Κίνα και Ινδία. Η στροφή αυτή προσέφερε µια βραχυπρόθεσµη «σανίδα σωτηρίας», όµως εγκυµονεί κινδύνους.
Καθώς οι διεθνείς πιέσεις συνεχίζονται και ο πόλεµος δηµιουργεί διαρκείς ανάγκες για πολεµικό υλικό και ανθρώπινο δυναµικό, η Ρωσία αντιµετωπίζει ένα περίπλοκο µείγµα:
1. ∆ιατήρηση εσόδων: Χωρίς ισχυρές εισροές από τις εξαγωγές υδρογονανθράκων, ο ρωσικός προϋπολογισµός θα αντιµετώπιζε σοβαρά κενά.
2. Χαλιναγώγηση του πληθωρισµού: Η κεντρική τράπεζα επιχειρεί διαρκώς να ελέγξει τις τιµές και τη συναλλαγµατική ισοτιµία, όµως τα υψηλά επιτόκια φρενάρουν την ανάπτυξη.
3. Ανάγκη ελάφρυνσης των κυρώσεων: Ο Πούτιν χρειάζεται περιθώριο «ανάσας» για να ανασυνταχθεί οικονοµικά και στρατιωτικά. Εδώ ενδεχοµένως µπαίνει στο παιχνίδι η αµερικανική διπλωµατία, µιας και ο πρόεδρος Τραµπ δείχνει να αντιλαµβάνεται τη στρατηγική αξία της Ρωσίας σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο.
4. Αναπόφευκτο κοινωνικό κόστος: Όσο διαρκεί η σύγκρουση και όσο παραµένουν οι υψηλές στρατιωτικές δαπάνες, ο πληθυσµός θα βιώνει αύξηση τιµών σε είδη πρώτης ανάγκης. Η λαϊκή δυσαρέσκεια, έστω και διακριτικά, µεγαλώνει. Σε αυτό το φόντο, η «ανάσα» των κυρώσεων ή µια ευρύτερη πολιτική συµφωνία µε τη ∆ύση, ίσως αποβεί καθοριστική τόσο για την επιβίωση του Πούτιν, όσο και για την έκβαση του πολέµου.
Γ) Οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Ρωσία
Οι ΗΠΑ αποτέλεσαν επί δεκαετίες τον εγγυητή της ειρήνης και της σταθερότητας στην Ευρώπη. Κάτι το οποίο δεν µπορούν να αντέξουν πλέον οικονοµικά να συνεχίσουν λόγω το τεράστιου χρέους των ΗΠΑ ($36 τρις, το 1/3 του παγκόσµιου ΑΕΠ και τόκους εξυπηρέτησης του χρέους 13% του κρατικού προϋπολογισµού, ποσού µεγαλύτερου από τις στρατιωτικές δαπάνες. Συνολικά οι ΗΠΑ δαπανούν 37% παραπάνω από ότι εισπράττουν δηµιουργώντας $1,8 τρις ετήσιο έλλειµα στον προϋπολογισµό τους). Κανείς δεν επιθυµεί αυξηµένες στρατιωτικές δαπάνες, αλλά αυτή είναι η νέα πραγµατικότητα για την Ευρώπη. Πρόκειται για τη µεγαλύτερη σύγκρουση στην Ευρώπη µετά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο. Η Ρωσία προσπαθεί να αναθεωρήσει τα σύνορα ενός γειτονικού κράτους, το οποίο οικειοθελώς εγκατέλειψε το πυρηνικό οπλοστάσιό του µε αντάλλαγµα εγγυήσεις ασφαλείας από το Ηνωµένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία – εγγυήσεις που δεν εφαρµόστηκαν.
Η ιδέα ότι οι ΗΠΑ µπορούν να «πάρουν µε το µέρος τους τη Ρωσία είχε ξαναεµφανιστεί κατά την πρώτη θητεία του Τραµπ, όπου ο Κίσινγκερ τον ενθάρρυνε να βελτιώσει τις σχέσεις µε τη Ρωσία για να περιορίσει την Κίνα. Ωστόσο, ο πόλεµος στην Ουκρανία πλέον δυσχεραίνει δραµατικά κάθε προσπάθεια «επαναπροσέγγισης» Αµερικής-Ρωσίας.
Για να τραβήξει τη Ρωσία µακριά από την Κίνα, ο Τραµπ δείχνει διατεθειµένος να κάνει τεράστιες παραχωρήσεις:
α) ∆ιαπραγµατεύεται την απόσυρση αµερικανικών στρατευµάτων από χώρες που εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ µετά το 1990 (Πολωνία, Ρουµανία, Βαλτικές κ.ά.). Σήµερα οι ΗΠΑ διατηρούν πάνω από 100.000 στρατιώτες στην Ευρώπη, εκ των οποίων δεκάδες χιλιάδες σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
β) Από τη λήξη του Ψυχρού Πολέµου, η προώθηση της δηµοκρατίας µέσω της USAID (Αµερικανική Υπηρεσία ∆ιεθνούς Ανάπτυξης) αποτελούσε βασικό πυλώνα της αµερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Η Ρωσία, όπως και άλλες χώρες, την αντιλαµβάνεται ως παρεµβατική δράση που καταπατά την κυριαρχία της. Κλείνοντας το USAID, ο Τραµπ στέλνει µήνυµα στη Ρωσία ότι δεν θα επεµβαίνει εφεξής στα εσωτερικά της.
γ) Η Εγκατάλειψη της Ουκρανίας αποτελεί την πιο επώδυνη κίνηση. Ο Τραµπ φαίνεται διατεθειµένος να αποδεχτεί την παραχώρηση ουκρανικών εδαφών, πόρων και κυριαρχίας, ώστε η Ρωσία να από την Κίνα.
Με αυτό τον τρόπο, ο Τραµπ ουσιαστικά αναµορφώνει ολόκληρη την παγκόσµια τάξη, δηµιουργώντας χώρο για τη Ρωσία ώστε να συµµαχήσει µε τις ΗΠΑ εναντίον της Κίνας. Το ζήτηµα είναι αν ο Πούτιν θα πειστεί να εγκαταλείψει τη συµµαχία µε το Πεκίνο, κάτι που φαντάζει απίθανο, ιδίως όταν η Ρωσία βρίσκεται ήδη σε στενή σύνδεση µε την Κίνα, τόσο οικονοµικά όσο και στρατιωτικά.
Άλλο ένα εµπόδιο είναι ότι ο Πούτιν γνωρίζει πως αυτή θα είναι η τελευταία θητεία του Τραµπ (βάσει Συντάγµατος). Αντίθετα, ο ίδιος ο Πούτιν σκοπεύει να κυβερνά πέραν του 2029. Εποµένως, ακόµα και αν υπογραφεί µια συµφωνία, ένας επόµενος πρόεδρος των ΗΠΑ θα µπορούσε να την ακυρώσει. Σε σύγκριση, η συµµαχία µε την Κίνα δείχνει πιο σταθερή.
Ακόµα και αν ο Τραµπ συγκεντρώσει όλες τις πιθανές παραχωρήσεις, δεν φαίνεται ότι η Ρωσία θα δεχτεί να αλλάξει στρατόπεδο και να εναντιωθεί στο Πεκίνο. Ακόµα χειρότερα, εάν τελικά οι διαπραγµατεύσεις µε τη Μόσχα αποτύχουν, ο Τραµπ θα έχει παραχωρήσει πολλά και θα έχει διαρρήξει τις σχέσεις µε τους Ευρωπαίους συµµάχους, που θεωρούν τη Ρωσία υπαρξιακή απειλή.
Για να µπορέσει η Ρωσία να προσέλθει στην προτεινοµένη συµφωνία των ΗΠΑ θα πρέπει: Να απωλέσει έσοδα από το πετρέλαιο καθώς οι ΗΠΑ θα αυξάνουν την παραγωγή ενέργειας ώστε να µειώσουν την τιµή του πετρελαίου κάτω από τα 60$ όπου η Ρωσία θα απωλέσει µεγάλο µέρος των κερδών από την ενέργεια. Η µείωση της τιµής της ενέργειας µαζί µε την πιθανότητα ύφεσης της οικονοµίας της Ρωσίας, µπορεί να αναγκάσει την Ρωσία να δεχθεί την συµφωνία µε τις ΗΠΑ κάποια στιγµή, αλλά ίσως όχι στο άµεσο µέλλον. Η Ρωσία δεν µπορεί να εµφανιστεί σαν να έχασε τον πόλεµο και θα προσπαθήσει να πείσει το κοινό της ότι νίκησε. Οι ΗΠΑ θα προσπαθήσουν να πείσουν το δικό τους κοινό ότι αυτές και µόνο έβαλαν τέλος στον πόλεµο.
*Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι Οικονοµολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Ανάλυσης ∆εδοµένων και Πρόβλεψης