Ύστερα δα από τ’ Αγιατριαδίτικο πανηγύρι, απλώνουντανε και πάλι οι χωριανοί ομπρός από τα σπαρτά ντωνε και θερίζανε τσοι καρπούς κεινησάς τση χρονιάς. Κι ετσά εσυνεχίζανε να περνούνε ζάλο ζάλο οι γι αποδέλοιπες καματερές μέρες του Θεριστή.
Ωστόσο, ήρχουντανε κι ο καιρός π’ ανεβαίνανε οι καλοκαιρινοί τραγουδιστάδες στα δέντρα και τσοι κρεβατίνες, οι γι αργόσχολοι τζιτζίκοι και τζιτζιρίζανε τα χωρίς διακοπή καλοκαιρινά ντωνε τραγούδια απου εκουζουλαίνανε τσοι συντροφιές απου ξαποσταίνανε στσοι σκιανούς τουτονά τω δεντρώ γη τσοι γειτόνισσες που τσοι σκολάδες εσμίντουνε κι εκεντούσανε γη ξοπλιάζανε τα λοήσιμα εργόχειρα ντωνε, κουτσομπολεύανε ψαλιδοκόβωντας τσ’ ώρες τση ξεγνοιασιάς και τσ’ ανάπαψής τωνε.
Την ώρα δα τση δουλειάς απου άλλοι εθερίζανε κι άλλοι εδένανε τα δεμάθια, το καρπό και τα κουβαλούσανε στ’ αλώνια, κι εχτίζανε τσοι θεμωνιές, όπως ήλεγα κι οπροχθές. Τουτεσάς τσ’ ώρες του κόπου και του ιδρώτα ερίχνανε και τσοι λοξέστωνε αμαθιές όθε τα χωραφακιανά ρολόγια κεινουνά του καιρού που ήτανε ο Τζομπόμηλος που ‘ναι η κορφή πάνω από την Αγιά Τριάδα κι οι Βάρδιες, τα γρεμνά πάνω από τη θάλασσα του Σταυρού. Όπως γράφω και στο βιβλίο μου «ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ – ΧΩΡΑΦΑΚΙΑ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ ΧΑΝΙΩΝ», γιατί αποκειά εκαρατέρνανε την ώρα τσοι καλοκαιρινούς μήνες για κολατσιό, γη μεσημεριανό. Γιατί ‘χε παραπεράσει ο μήνας κι είχε κλείσει το σκολειό για τσοι καλοκαιρινές διακοπές και δεν εργοικούντανε η καμπάνα τσ’ εκκλησιάς απου τα κάλιε τα μαθητούδια για μάθημα.
Γιατί κεινουσάς τσοι καιρούς τα ρολόγια εσπανίζανε μα και σα ντα ξεχνούσανε ακούρντιστα τα ρολόγια που υπήρχανε κι εσταματούσανε, πάλι τον ήλιο εστραφαίνανε και τσοι σκιανιούςς και τ’ άλλα σημάδια απούχανε ασυβουλεύουντανε κι απόις τα κουρντίζανε και τα βάνανε στην ώρα και πάλι απου υπολογίζανε πως ήτανε. Με τουτεσάς τσοι δυσκολίες και τα βάσανα τσοι περνούσανε τσοι μέρες τωνε οι πρόγονοί μας. Μα ‘χανε τη παράδοση απου τσοι γνοιάζουνταν και με τσοι σκολάδες και τα πανηγύρια απου ετυχαίνανε δεν έμενε ο βίος τωνε ανεόρταστος, παρά με την αιτία ντωνε ευρίσκανε την ευκαιρία κι εξεκουράζουντανε και κλέφτανε μια του χάρου, όπως ελέγανε. Όπως καλή ώρα τουτονέ το καιρό απου βάνανε τσοι κληδόνους και ταχιά τσ’ ανοίγανε στ’ Άι Γιαννιού τη χάρη και ζωντανεύανε οι γειτονιές μ’ εύθυμες και χαρούμενες συντροφιές, απου εγροικούντανε πολλά αστεία, μαντινάδες και παρατσάφαρα κι ακλουθούσανε αχόρταγα γέλια. Και σε κάμποσες μέρες αποφτάνανε κι οι εορτές των πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και ταχιά η Σύναξη των Αγίων Αποστόλω, για ν’ αφήκουνε και πάλι τα δραπάνια, οι θεριστάδες κι εσταματούσανε τα πήγαιν’ έλα οι κουβαλιτάδες, απου κουβαλούσανε τσι’ αγκαλιές το καρπό στ’ αλώνια και χτίζανε τσοι θεμωνιές γύρου γύρου από τ’ αλώνια. Για να πάνε εκείνιο να λουτρουιθούνε στσοι λουτρουγιές και στσ’ ακολουθιες τω σπερνώ στσοι πολιουχους εκκλλησιες των Ενοριώ γη στα ξωκκλήσια τση περιοχής τωνε. Απού εξανασμίγανε οι κοντοχωριανοί κι ανταμώνανε οι χωριανοί και ξαναταιριάζανε σε συντροφιές και ξαναζωντανεύανε φιλιες και ξανακαινουργιώνανε τσοι γνωριμίες τουτες για ν’ ανταλλάξουνε χαιρετούρες, κι ευκές στα ξωταρικα πανηγυράκια με τη συνηθισμένη σαρδέλα και το ροδοκόκκινο μαρουβά κρασί, κεινησας τσ’ εποχής, κι ετσα δα εορταστικά εκατευοδώναμε το πρώτο καλοκαιρινό μήνα τω Πρωτογούλη κι εκαλοδέχουμεστανε το δευτερογούλη, γη και αλωνάρη. Τοο πασίγνωστο σ’ ούλους Ιούλη, απού οι χωριανοί εμετακομίζανε στσοι σκιανιούς τω χαρουπίδω απού ήτανε στ’ αλώνι κοντά από το μεγάλο κολατσιό και πως και ξεφνανε το έχνος απού ‘χε καθένος άλογο μουλαρίγι γη βόδι, στο Βωλόσυρος κι εξεκινούσανε τσ’ ατέλειωτους κύκους γυρού γυρού στο αλώνι κι απάνω από τα στάχυα, απού ήτανε απλωμένα από νωρίς για να το φουγανιάσουνε οι καντέρες καλοκαιρινές αχτίνες του ήλιου απού τουτεσάς τσ’ ώρες εσκίξανε τη πέτρα, όπως ελέγανε. Και να κοματίζονται οι αράπες ν’ αλωνεύονται δηλαδή, και να γίοντναι άχερα.
Κι εκειά δα ο καθένας απάνω στο Βωλοσυσα έκανε τη δουλα ντου, απού ήτανε η γι ώρα εργασίας. Ωσπου έγερνε ο ήλιος, απού εξεζέφνανε για την επόμενη μέρα απού συνεχίξανε ώσπου απού τελείωνε η κάθε θεμωνιά. Απού ελιχνούσανε των αλωνεμένο καρπό. Αφου πρώτα των εσωριάζανε στη μέση τ’ αλωνιού σ’ ένα οριζόντιο σωρό από βορρά προς νότο κι έτσι εξεκαθάριζε ο καρπός από τ’ άχερα κι έμενε πεντακάθαρος στη μέση τ’ αλωνιού που τονε σακιάζανε με την ευκή προς τ’ αφεντικό “χίλια μουζούρια” και τονε πηγαίνανε στσ’ αποθήκες τωνε κι οι πεσιχαρές νοικοκεράδες αποβραδίας κιόλας ετοιμάζανε το πρώτο μιγόμι στάρι, γη κριθάρι γη μιχάδι για να πάει το μύλο για άλεσμα. Και τη τάχιση κνησαρίζανε τ’ αλεύρι κι αναπαήσσανε και ταϊτέρωμα εξεμεινα το ψωμί με το φρέσκο αλεύρι τση φετινης χρονιάς και τα πεντανόστιμα λαδοκούλουρα. Και για γλύκισμα ετοιμάζανε τσοι κουταλίτες τσοι πασιγνώστους τηγανίτες με το πετουμέζι. Για να καλωσορίσουνε το ευλοημένο μαξούλι κεινησάς τση χρονιάς απού εδοκιμάζανε τουτηνα την ευλοημένη ώρα χαρούμενοι και πανευτυχισμένοι.
Θεέ μου βλέπε μας το νου μας και καθοδήγα και για την καλή του χρήση. Ωρα καλή σας αναγνώστριες και αναγνώστες μου κι αναζητηχτοί.
Το Γεροντάκι
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Ζάλο – ζάλο = Βήμα – βήμα
Κουζουλαίνουνε = Τρελαίνουνε
Οψές = Χθες
Ροζονάρω = Κουβεδιάζω
Σκιανιούςς = Σκιές
Ξομπλιάζω = Σχεδιάζω
Ψαλιδοκόβω = Κουβεδιάζω ασταμάτητα
Καματερές = Εργάσιμες
Αποδέλοιπες = Υπόλοιπες
Ομπρός = Μπροστά
Οπροχθές = Προχθές
Αμαθιές = Ματιές
Λοήσιμα = Διάφορα
Καρατέρνω = Υπολογίζω
Γροικάτε = Ακούγεται
Κι απόις = Κι ύστερα
Στραφαίνω = Κοιτάζω, βλέπω
Γνοιάζομαι = Ενδιαφέρομαι
Ταχιά = Αύριο
Παρατσάφαρα = Πειράγματα
Μαρουβά κρασί = Παλιό κρασί
Δευτερογούλης = Δεύτερος Ιούλιος
Μεγάλο κολατσιό = 10η ώρα πρωινή περίπου
Φρύγανο = Ξερόχορτο απαλλαγμένο από υγρασία
Ράπη = Στέλεχος των δημητριακών
Όθεν = Προς
Βωλόσυρος = Αγροτικό εργαλείο για τ’ αλώνισμα
Αναπήσσω = Ετοίμαζαν φύραμα με φύραμα και προζύμι
Κνισρίζω = Περνώ τ’ αλεύρι από κνισάρα
Ζέφνω = Ενώνω το έχνος με το βωλόσυρο γι’ αλώνισμα
Δουλα = Η χρονική περίοδος εργασίας καθενιούς
Πεσίχαρες = Πρόθυμες, χαρούμενες και χαμογελαστές
Μιγόμι = Φορτίο Καρπού για άλεσμα στο μύλο
Ταϊτέρου = Αύριο
Μαξούλι = Εισόδημα