Στα παιδικά και στα εφηβικά της χρόνια επιστρέφει η Κατερίνα Ζαρόκωστα με την καινούργια συλλογή διηγημάτων της, που κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες υπό τον τίτλο «Ιστορίες οικογενειακής τρέλας» από τις εκδόσεις Σοκόλη. Η Μικρά Ασία, η Κωνσταντινούπολη, όπως και γενικότερα οι τόποι της μνήμης και οι πόλεις του μύθου, μαζί με τις χαρές και τις λύπες του έρωτα, όπως και με τα ποικιλόμορφα ζητήματα της οικογένειας και της καθημερινής ζωής, αποτελούν τα πάγια θέματα της συγγραφέως, τόσο στα διηγήματα όσο και στις νουβέλες ή στα μυθιστορήματά της. Εδώ, όμως, αποκτούν έναν διαφορετικό αέρα και κινούνται σε ένα ιδιαίτερο κλίμα αφού μετατρέπονται, από σελίδα σε σελίδα και από διήγημα σε διήγημα, σε σταθμούς ενός ταξιδιού στο ανέμελο παρελθόν, στην περίοδο εκείνη του βίου η οποία τρέφει τις καλύτερες (και πιθανόν τις πιο άδολες) εικόνες μας.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο αναλαμβάνει μια οικογένεια με πολίτικη καταγωγή. Μια οικογένεια που μολονότι βρίσκεται από καιρό στην Ελλάδα, κρατάει ολοζώντανους τους δεσμούς με τον γενέθλιο τόπο της, ο οποίος λειτουργεί ως ένα είδος παρήγορης αντίστιξης για το μαύρο πολιτικοκοινωνικό κλίμα της δεκαετίας του 1950, όπως και των αμέσως επόμενων δεκαετιών. Κλίμα που αναπαράγει διακριτικά η αφήγηση, χωρίς να χάνει ποτέ από το πεδίο της τον τρόπο με τον οποίο νιώθει και καταλαβαίνει τον κόσμο ένα μικρό κορίτσι ή μια ανήσυχη έφηβη. Έτσι, η Ζαρόκωστα περνά στην απέναντι όχθη, στην επικράτεια των σκιών και των αγαπημένων νεκρών, βασισμένη άλλοτε σε έναν πολύχρωμο ρεαλισμό και άλλοτε στη ρευστότητα του ονείρου και στην αποσπασματική αλυσίδα των αναμνήσεων, όποτε καταφτάνουν απρόσκλητες (πλην τόσο ευπρόσδεκτες) για να χτυπήσουν την πόρτα του παρόντος και της ενηλικίωσης.
Ποιο είναι το κυρίαρχο στοιχείο του βιβλίου; Μα, οι μυρωδιές και τα ακούσματα, οι αισθήσεις του σώματος και οι λατρεμένες γεύσεις, τα έπιπλα των δωματίων και τα πιάτα των τραπεζιών: όλα όσα έχουν αφήσει πίσω τους, ως πολύτιμη παρακαταθήκη και ως αναντικατάστατη περιουσία, οι χειρονομίες, οι κινήσεις, το βλέμμα και τα χαριτωμένα (ας είναι κάποτε και ακατανόητα) σουσούμια των προσώπων τα οποία κατοίκησαν τον χρόνο του παρελθόντος, γεμίζοντάς τον με το σθένος, αλλά και με τις παραξενιές του χαρακτήρα τους. Και θα δούμε εδώ πολλά: τους κατοίκους της παλιάς γειτονιάς, που ζωντανεύουν με την αναπαράσταση της καθημερινότητάς τους το μικροσύμπαν του κεντρικού της δρόμου, τον νεότερο αδελφό της αφηγήτριας, που την κατατρομάζει με το «περίσσιο» σχήμα των γεννητικών του οργάνων, μια πανέμορφη πεταλούδα, που θα αποτελέσει την αφορμή για να γίνουν για πρώτη φορά αντιληπτές οι υστερικές κρίσεις της μαμάς και ο πέπλος της σιωπής ο οποίος τις καλύπτει, όπως και τη θλίψη του μπαμπά, που ξεσπά ευγενικά και σχεδόν σιωπηλά την Πρωτοχρονιά, όταν ανακαλεί τον θάνατο του δικού του πατέρα. Και θα δούμε ακόμα μια σπαρταριστή επίσκεψη της οικογένειας στο Αρχαιολογικό Μουσείο, τον χρόνιο ανταγωνισμό του μπαμπά με τον νονό, τις περιπέτειες του πολύφερνου θείου και του Ινδού βοηθού του, ενόσω κάποιοι αρπάζουν τα παπούτσια του πρώτου την Αποκριά, τους Τσιγγάνους και τη σεξουαλικά ακόρεστη φιλενάδα του παππού (ας βάλουμε στον λογαριασμό και μια θεάρεστη νεράιδα) τη γιαγιά που χαστουκίζει όποιον βρεθεί μπροστά της, αν και στέλνει στους πάντες την αφειδώλευτη αγάπη της, μιαν αξέχαστη σκυλίτσα, αλλά και το φάντασμα του πατέρα όταν κάνει αιφνιδιαστικά την εμφάνισή του στον σεισμό του 1999.
Τρυφερή, με άφθονο και πολύ λεπτό χιούμορ, ικανή να δώσει σάρκα και οστά στη γλώσσα και στην αφέλεια του παιδιού ή στη δυσθυμία του έφηβου, καθώς και έτοιμη να μας προσφέρει μια λυτρωτική απομάκρυνση από την τρέχουσα πραγματικότητα, η Ζαρόκωστα ξέρει πώς να μετατρέψει τις ατομικές της εμπειρίες και τα προσωπικά της βιώματα σε κοινό κτήμα. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει πάντοτε με την καλή λογοτεχνία;