Η µοναξιά είναι µια έννοια που, κατά κάποιο τρόπο, συνάδει και µε τη λέξη “αβοήθητος”, αφού πολλές φορές το ένα είναι απόρροια του άλλου.
Κάπως έτσι λοιπόν αισθάνονται πολλοί πολίτες αυτού του τόπου που, ενώ οι ίδιοι υπηρετούν και συντάσσονται µε την έννοµη τάξη και µε ό,τι επιτάσσει το κράτος, κάνοντας το καθήκον τους απέναντι σε αυτό, όταν έρθει η ώρα για το κράτος να κάνει το καθήκον του απέναντι στον πολίτη αυτό πολλές φορές δεν συµβαίνει. Οι θεσµοί και τα όργανα της πολιτείας δεν λειτουργούν πάντα ή τουλάχιστον δεν λειτουργούν όπως θα έπρεπε, και αυτό κρίνεται εκ του αποτελέσµατος.
Μία τέτοια συνεχιζόµενη κατάσταση λοιπόν, κάνει τον πολίτη να αισθάνεται αβοήθητος και κατ’ επέκταση να βιώνει αυτή την µοναξιά… «εγώ έπραξα ό,τι έπρεπε και έδωσα ό,τι µου αναλογούσε, τώρα όµως που υπάρχει ανάγκη και χρειάζοµαι τη βοήθεια που δικαιούµαι το κράτος δεν είναι εδώ… είµαι µόνος». Κι αυτό το αίσθηµα δεν γεννάται µόνο σε έναν πολίτη αλλά στους περισσότερους… και έτσι αγαπητοί µου συµπολίτες τη µοναξιά αυτή τη βιώνουµε όλοι µαζί. Και επειδή τη βιώνουµε όλοι µαζί, ίσως τελικά να µην είµαστε µόνοι. Έχουµε ο ένας τον άλλο και όταν το κράτος δεν λειτουργεί και µας αφήνει µόνους, µπορούµε εµείς να βοηθήσουµε ο ένας τον άλλο.
Μία τέτοια κατάσταση όµως θα µπορούσε να οδηγήσει συµπερασµατικά στην κατάργηση του κράτους, αφού οι θεσµοί και τα όργανα της Πολιτείας όχι µόνο δεν λειτουργούν οι ίδιοι αλλά δυσκολεύουν και την υγιή ύπαρξη της κοινωνίας. Κάτι που δεν δουλεύει, το χρειαζόµαστε τελικά; Αν στο σπίτι µας έχουµε κάτι που δεν δουλεύει, προσπαθούµε να το φτιάξουµε και αν δούµε πως παρόλες τις προσπάθειες µας δεν φτιάχνει, το πετάµε και παίρνουµε άλλο.
Αφορµή για όλα τα παραπάνω στάθηκε ένα µικρό και ταπεινό συµβάν (γιατί σαφώς και έχουν υπάρξει επανειληµµένως πολύ σπουδαιότερα) που έλαβε χώρα τη ∆ευτέρα 24/2 και κατά τις 14:00 το µεσηµέρι επί των οδών Γιαµπουδάκη και Σκαλτσούνη (πάνω από τα ∆ικαστήρια). Ένα αστικό λεωφορείο, κάνοντας το καθορισµένο του δροµολόγιο, κατέβαινε από την οδό Σκαλτσούνη και πήγε να στρίψει στην οδό Γιαµπουδάκη. Κοντά στη στροφή όµως είχε παρκάρει ένα αυτοκίνητο που η αλήθεια είναι πως ο οδηγός δεν θα µπορούσε να ξέρει πως εκεί στρίβει λεωφορείο 7 µέτρων και ότι πιθανόν να ενοχλεί, καθώς δεν υπήρχε κάποια προειδοποιητική σήµανση ή πασαλάκια και ο άνθρωπος δεν είχε παρκάρει πάνω στη στροφή. Εγώ έτυχε να είµαι µε το αυτοκίνητο ακριβώς πίσω από το λεωφορείο και πρέπει να δώσω τα εύσηµα στον οδηγό του λεωφορείου. Το παλληκάρι, αφού είδε πως δεν τον παίρνει η στροφή, άρχισε να κάνει προσεκτικές µανούβρες για να µην προκαλέσει ζηµιά σε κάποιο παρκαρισµένο αυτοκίνητο, στους τοίχους των σπιτιών αλλά και στο λεωφορείο του. Μετά από 5 – 10 λεπτά και αφού ο οδηγός του λεωφορείου είδε πως δεν µπορεί να στρίψει (το βλέπαµε κι εµείς οι άλλοι οδηγοί καθώς είχαν ήδη µπλοκαριστεί πολλά αυτοκίνητα και στους δύο δρόµους), κάλεσε την τροχαία. Την ίδια στιγµή, δηλαδή όταν είδα κι εγώ πως υπάρχει πρόβληµα κάλεσα κι εγώ το 100, µη γνωρίζοντας αν έχει καλέσει και κάποιος άλλος, αν και υπέθεσα πως σίγουρα κάποιος από τα περίπου 20 – 30 αυτοκίνητα που είχαν ήδη µπλοκαριστεί, θα είχε καλέσει. Το άλλο παλληκάρι, ο αστυνοµικός που απάντησε στο τηλεφώνηµά µου και που δεν θα του δώσω κανένα εύσηµο, µου είπε πως δεν τους έχει πάρει κανείς άλλος και πως θα το µεταφέρει αµέσως στους αρµόδιους. Στο µεταξύ ο οδηγός του λεωφορείου κάνοντας µερικές µανούβρες ακόµα, κατάφερε να αφήσει λίγο χώρο στον ένα δρόµο για να περάσουν όπως-όπως κάποια αυτοκίνητα. Στη Σκαλτσούνη όµως ήµασταν µπλοκαρισµένοι όλοι οι οδηγοί και η ουρά µε τα αυτοκίνητα πίσω µου δεν ξέρω πού έφτανε.
Μετά από περίπου 30 λεπτά που ήµουν εκεί και δεν είχε φανεί κανείς αρµόδιος (τροχαία, αστυνοµία κ.λπ.) ξαναπήρα τηλέφωνο στο 100. Απάντησε πάλι το ίδιο παλληκάρι αστυνοµικός και µου είπε: «το ξέρουµε κυρία µου αλλά έχουµε και άλλα συµβάντα και δεν είµαστε και δίπλα». Εγώ έµεινα έκπληκτη από την απάντηση αυτή γιατί, πέραν όλων των άλλων, η απόσταση από το Αστυνοµικό Μέγαρο έως την Σκαλτσούνη είναι περίπου 700 µέτρα!… δηλαδή πόσο πιο κοντά! Οπότε, µε αυστηρή φωνή ενός ενήλικα που µαλώνει ένα παιδί, του είπα: «είστε δίπλα!».
Ευτυχώς όµως, όπως είπα και στην αρχή, έχουµε ο ένας τον άλλο και έτσι η λύση σε αυτή την οργισµένη µοναξιά που ένιωσα από αυτό το «δεν είµαστε δίπλα», ήρθε από το άξιο παλληκάρι, τον οδηγό του λεωφορείου, και από τους άλλους συµπολίτες µου όπου όλοι έπραξαν πολιτισµένα και λογικά, χωρίς φωνές και κορναρίσµατα, µε απόλυτη συνεννόηση µεταξύ µας. Ένας πήγε πεζός 200 µέτρα πίσω για να ενηµερώσει όλους τους οδηγούς πως πρέπει να κάνουν όπισθεν και έµεινε εκεί για να ρυθµίζει την κυκλοφορία, οι άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια τους για να µας καθοδηγήσουν για το πώς θα φύγουµε από τα γύρω στενά και ο οδηγός του λεωφορείου πήγαινε πάνω κάτω για να βοηθάει τους οδηγούς να στρίψουν στους στενούς δρόµους… και όλα λειτούργησαν άψογα και αποτελεσµατικά, πάντα βέβαια µε την απουσία των θεσµών και 45 λεπτά περίπου µετά το αρχικό συµβάν. Εννοείται βέβαια πως µπήκαµε όλοι παράνοµα σε µονόδροµους και όλα τα σχετικά, οπότε πάλι καλά που δεν ήρθε και η τροχαία να µας κόψει καµιά κλήση!
Για να κλείσω λοιπόν εδώ, δεν λέµε ποιος φταίει για ό,τι έγινε, λέµε όµως ποιος φταίει για ό,τι δεν έγινε. Και η απάντηση «δεν είµαστε δίπλα κυρία µου» ίσως θα έπρεπε να είναι «συγγνώµη που δεν ήµασταν δίπλα, δεν θα ξαναγίνει».
Σοφία Πλυµάκη