Η συνοικία – γειτονιά του Αγίου Ιωάννη είναι η μοναδική συνοικία των Χανίων που φέρει το όνομα Αγίου. Οι άλλες συνοικίες λέγονται Κουμ Καπί, Σπλάντζια, Τοπανάς, Νέα Χώρα, Παχιανά και Χαλέπα.
Κάτοικοι του Αγίου Ιωάννη ήταν κυρίως Αποκορωνιώτες που ήρθαν στην πόλη για καλύτερη τύχη. Άνοιξαν καφενεία και παντοπωλεία, οι περισσότεροι όμως εργάζονταν στα νταμάρια του Αγίου Ιωάννη, στην περιοχή που είναι σήμερα το ίδρυμα των χρόνιων παθήσεων.
Η συνοικία τότε δεν είχε όνομα. Οι κάτοικοι με προσωπική εργασία και χρηματική συνεισφορά έχτισαν την εκκλησία του Αγίου Ιωάννου και πήρε η συνοικία το όνομα. Πολλοί από τους κατοίκους ήταν παραγωγoί. Είχαν κάρα για μεταφορά αμμούτσας και μακρύκαρα για τη μεταφορά υλικών.
Τα μακρύκαρα των Αη-γιαννιωτών ξεφόρτωναν τα ποστάλια -φορτηγά πλοία- που έρχονταν τότε στο λιμάνι των Χανίων. Λιμάνι στη Σούδα δεν υπήρχε.
Πολυπληθείς οικογένειες ήταν τότε των Πλάτζηδων, των Μαντονανάδων, των Ζουμαδάκηδων, των Μπολάνηδων και στα νότια στα Λειβάδια, σε ένα μικρό οικισμό των Χατζησσάβα και των Σπανών.
Καφενεία, ένα μεγάλο του Κογχειλά και λίγο παραπάνω του Μπαρμούνη. Στη γωνία Κ. Μαλινού και Ξανθουδίδου ήταν το καφενείο του Σήφη του Ζουμά.
Παντοπωλεία -μπακάλικα τότε- ήταν πολλά. Του Αγγελάκη, του Γωνιώτη, του Χοντρογιάννη, του Κοντόγιωργα, του Κοντογιάννη, του Ρούσσου, του Λαμπρινού και το καλύτερο και μεγαλύτερο του Μιχαλά στη γωνία Ηγουμένου Γαβριήλ και Δημακοπούλου.
Το παντοπωλείο του Μιχαλά έκλεισε το 1940, όταν ο τελευταίος ιδιοκτήτης ο Γιάννης Μιχαλάς επιστρατεύτηκε, για να πάει στο αλβανικό μέτωπο. Ιστορίες πολλές με τους κατοίκους του Αγίου Ιωάννη, άντρες και γυναίκες.
Με το Φραγκιό τον καραγωγέα και μετέπειτα αμαξά, που ήταν διαρκώς μεθυσμένος. Η έκφραση «Αγγούρι Φράγκικο» ήταν παροιμιώδης. Γυναίκες που άφησαν όνομα για την αγάπη τους στο κρασί. Η Τσαμπίτινα και η Μπεντίνα ήταν δυο απ’ αυτές. Για την Μπεντίνα ακουγόταν και η μαντινάδα: «Στον Αη Γιάννη στο βουνό/ ένα θεριό σφυρίζει/ βάλε Γωνιώτη μου κρασί/ και γράφε το για ρύζι».
Έπαιρνε κρασί από το μπακάλικο του Γωνιώτη και του έλεγε να το γράφει ρύζι, για να μην το καταλαβαίνει ο άντρας της. Ακόμη για τη Γκιουρνίνα είχε βγει το τραγούδι «Στου Μπολάνη την ταβέρνα πάνε πρόσωπα μοντέρνα, που και ο Γιωργουλής για να πιει να δροσιστεί πάει και η Γκιουρχίνι για να πιει καμιά ρετσίνα».
Οι Αη-γιαννιώτες υποδέχτηκαν πρόσχαρα τους Μικρασιάτες πρόσφυγες που κατοίκησαν στον μικρό οικισμό πάνω από τον Άγιο Σπυρίδωνα και τον μεγάλο οικισμό τις Φυστικιές. Τον Άγιο Σπυρίδωνα τον είχαν χτίσει οι κάτοικοι κοντά στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. Με προσωπική εργασία και οικονομική συνεισφορά οι κάτοικοι έχτισαν και το 8ο Δημοτικό σχολείο. Στο 8ο Δημοτικό πήγαιναν και οι τρόφιμοι του ορφανοτροφείου Αρρένων (Σήμερα κέντρο παιδικής μέριμνας). Πήγαιναν συντεταγμένα και ομοιόμορφα ντυμένα και ήταν πολύ αγαπητά στους δασκάλους και τους συμμαθητές τους.
Στη γωνία της διασταύρωσης των δρόμων Ηγουμένου Γαβριήλ και Κ. Μάνου λειτουργούσε τα καλοκαίρια στο τέλος της δεκαετίας του 1940 και αρχές της δεκαετίας 1950 η ταβέρνα του Νικολακάκη. Είχε μια μεγάλη αυλή σκεπασμένη με ποικιλία κληματαριές και στο πλάι γεμάτη αγιοκλήματα και ρολόγια (πασιφλόρες). Στην πίστα της ταβέρνας με μουσική από γραμμόφωνο ο Δήμος ο Ζούμας χόρευε το γνήσιο Δερβίσικο ζεϊμπέκικο. Πολλές φορές ο Νίκος Σκαραντώνης με το ακορντεόν έπαιζε τη κομπαρσίτα, το Μπλου Τανγκό και το το Βαλς των κεριών, για να χορεύουν οι νεαροί Χανιώτες Τανγκό και Βαλς.
Στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη οι Γερμανοί κατά τη γερμανική κατοχή έκαναν ένα νεκροταφείο στα νότια, δυτικά και βορειοανατολικά. Πολλές φορές ακουγόταν οι τιμητικές ριπές κατά το θάψιμο των νεκρών Γερμανών και ήταν συχνότατες, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της Μάχης των Κεραμειών.
Μια μικρή αναφορά στους σαλταδόρους της γερμανικής Κατοχής: Δυο από αυτούς ήταν ο Νίκος ο Μπαντουβάς και ο Έγκις (παρατσούκλι του Γιώργου του Χαρκόφτη, μετέπειτα καταξιωμένου επιχειρηματία των Χανίων).
Οι Γερμανοί έψηναν το ψωμί πολλών μονάδων των Χανίων στο φούρνο του Ανιτσάκη απέναντι από το 8ο Δημοτικό σχολείο. Ο Μπαντουβάς είχε σαλτάρει σ’ ένα αυτοκίνητο και πετούσε ψωμιά στον δρόμο. Πριν φτάσει το αυτοκίνητο στη σημερινή οδό Νεάρχου, τον είδαν οι Γερμανοί και σταμάτησαν το αυτοκίνητο. Πρόλαβε, πήδηξε κάτω και άρχισε να τρέχει. Μια σφαίρα από το όπλο ενός Γερμανού τον βρήκε στο πόδι. Έπεσε και τον συνέλαβαν. Έκαμε φυλακή μέχρι την απελευθέρωση. Ο Έγκις σάλταρε στο αυτοκίνητο που πήγαινε ψωμί στο γερμανικό νοσοκομείο (σημερινό Πρεβαντόριο) και πετούσε άσπρα ψωμιά σε ολόκληρη την οδό Γαβριήλ. Όταν κατέβηκε για να πάρει κι αυτός έστω ένα ψωμί, δεν βρήκε κανένα. Τα είχαν πάρει και εξαφανίσει οι περίοικοι.
Και ένα πραγματικό επεισόδιο που για πρώτη φορά έρχεται στο φως: Στη διάρκεια της Μάχης της Παναγιάς τον Νοέμβριο του 1944, τρία αετόπουλα του Αγίου Ιωάννη, οι δωδεκάχρονοι Γιώργος και Αντώνης και η δεκατριάχρονη Στελλίτσα, μια κουκλίτσα με ψυχή παλικαριού, ύστερα από οδηγίες του καθοδηγητή των αετόπουλων του Αγίου Ιωάννη, έριξε χώμα στα ντεπόζιτα των γερμανικών αυτοκινήτων, με αποτέλεσμα να ακινητοποιηθούν για λίγο και να καθυστερήσει η μεταφορά ανδρών και εφοδίων στις γερμανικές δυνάμεις που πολεμούσαν στα Κεραμειά.
Η επιχείρηση έγινε νύχτα και τα τα τρία αετόπουλα έρποντας πλησίασαν τα αυτοκίνητα και έριξαν το χώμα στα ντεπόζιτα των αυτοκινήτων. Χρειάστηκε μεγάλο θάρρος, θράσος θα έλεγα, γιατί υπήρχε Γερμανός φρουρός. Τα αυτοκίνητα ήταν σταματημένα στην οδό Ηγουμένου Γαβριήλ στο ύψος περίπου όπου είναι σήμερα ο Ιερός Ναός Πέτρου και Παύλου.
Οι Αγιαννιώτες ήταν περήφανοι για τη συνοικία τους και ένιωθαν παλικάρια. Το «Αγιαννιώτες είμαστε και που τον ακούει ας βήξει και από ’χει αντρός παλικαριά να ‘ρθει να τηνε δείξει». Και το «Αγιαννιώτες είμαστε σαραντά πέντε όλοι και άλλοι σαράντα να ‘μαστε, θα παίρναμε την πόλη».
Η συνοικία του Αγίου Ιωάννη ήταν μια ενορία μέχρι πριν λίγα χρόνια. Με το κτίσιμο της εκκλησίας Πέτρου και Παύλου στο κτήμα Μαζαλή πάνω από τα Δικαστήρια, χωρίστηκε σε δύο ενορίες. Ενορία Αγίου Ιωάννη ανατολικά από την οδό Κ. Μάνου και δυτικά από την ενορία Πέτρου και Παύλου.
• Απόμαχος δημοσιογράφος – τυπογράφος