Is all that we see or seem
But a dream within a dream?
(Edgar Allan Poe)
Ο γυρισμός είναι ταξίδι. Ποτέ όμως δεν είναι ίδιο το ταξίδι, χωρίς αυτό να αποτελεί ποιοτικό χαρακτηριστικό. Νοσταλγία για την ασφάλεια του καταφυγίου και τη μαγεία της διαδρομής, παιχνίδια της μνήμης -ή μάλλον της λήθης, καλύτερα ειπωμένο. Απ’ όλα τα βιβλία του Μίλαν Κούντερα, απ’ όλα τα σπουδαία βιβλία του, μυθιστορήματα και δοκίμια, εγώ ήθελα να διαβάσω ξανά την Ταυτότητα, ένα από τα τελευταία μυθιστορήματα που έγραψε, ολιγοσέλιδο και απλό, αμιγώς γαλλικό και ελάχιστα φιλοσοφικό. Με κριτήρια σίγουρα υποκειμενικά, και μάλλον δυσδιάκριτα, η Ταυτότητα ήταν ο τόπος εκείνος στον οποίο περισσότερο απ’ όλους επιθυμούσα να επιστρέψω.
Την πρώτη σεκάνς τη θυμόμουν ολοκάθαρα: το ξενοδοχείο στις νορμανδικές ακτές, εκείνη, η Σαντάλ, φτάνει πρώτη, τρώει μόνη της στο εστιατόριο, κάνει βόλτα στην παραλία, εκείνος, ο Ζαν-Μαρκ, δεν θα φτάσει παρά την επομένη.
Ο γάμος εκείνης ανήκει οριστικά στο παρελθόν, ο θάνατος του παιδιού της την ελευθερώνει ακαριαία και οριστικά, νιώθει βαθιά ευγνωμοσύνη παρά τις ενοχές.
Η γνωριμία με τον Ζαν-Μαρκ τη ρίχνει ξανά, συνειδητά αυτή τη φορά -έτσι πιστεύει- στον ερωτικό στίβο, στην αρένα του πάθους, της αμφιβολίας, της συντροφικότητας και της ανασφάλειας. Ο Κούντερα, μέσω του αφηγητή, ενός αφηγητή παντογνώστη και παιχνιδιάρη, γδύνει, κυρίως, εκείνη συναισθηματικά, αποκαλύπτοντας μύχιες σκέψεις της, σκοτεινές και ανομολόγητες.
Το πρόσωπο απέναντι στην κοινωνία. Αυτός θα μπορούσε να είναι ο κυρίως πυρήνας του μυθιστορήματος, πίσω από την ερωτική ιστορία.
Η σχέση ως μεταίχμιο ανάμεσα στο προσωπικό και στο κοινωνικό, μια αντανάκλαση και μια διαπραγμάτευση. Η ανακούφιση της Σαντάλ για την απώλεια του παιδιού της, το οριστικό κάψιμο της γέφυρας με την προηγούμενη ζωή της, την οικογένεια του πρώην άντρα της, η σκέψη: δεν θα με ποθήσει ποτέ άλλος άντρας;
Καθώς το ένα ολιγοσέλιδο κεφάλαιο διαδεχόταν το προηγούμενο, η μνήμη φωτιζόταν, η ιστορία ζωντάνευε ξανά μπροστά στα μάτια μου. Τότε, την πρώτη φορά, δεν κράτησα σημειώσεις, αν σε αυτό προσθέσει κανείς και την αποστροφή μου στην υπογράμμιση και τη σημείωση των βιβλίων, τότε τι έμεινε στην πραγματικότητα από εκείνη την πρώτη αναγνωστική εμπειρία; Μια αίσθηση, και τίποτα άλλο. Τίποτα; Και μια σκέψη ταμπού: η ανακούφιση της μάνας για την απώλεια του παιδιού της.
Το γρανάζι εκείνο που ακούστηκε στρεφόμενο ενάντια στη στενοχωρία της σκέψης. Και η επιθυμία: να επιστρέψω ξανά κάποια στιγμή σε εκείνες τις ακτές.
Εκείνα τα λεπτά της παράξενης νοσταλγίας στην ακρογιαλιά, θυμήθηκε ξαφνικά το πεθαμένο της παιδί και την πλημμύρισε ένα κύμα ευτυχίας.
Σε λίγο θα την έπιανε τρόμος μ’ αυτό το συναίσθημα. Κανένας όμως δεν μπορεί να τα βάλει με τα συναισθήματα: βρίσκονται εκεί και ξεφεύγουν από κάθε λογοκρισία. Μπορεί κανείς να κατηγορήσει τον εαυτό του για μια πράξη, για μια κουβέντα που ξεστόμισε, δεν μπορεί όμως να τον κατηγορήσει για ένα συναίσθημα, απλούστατα επειδή δεν το εξουσιάζει καθόλου. Η ανάμνηση του πεθαμένου γιου της τη γέμιζε ευτυχία, και απορούσε τι μπορεί να σήμαινε αυτό.