«Τέσσερα άτομα που επιχείρησαν να πουλήσουν ένα χάλκινο ειδώλιο, Μεσομινωικής Περιόδου το οποίο απεικονίζει έναν Κούρο σε λατρευτική στάση, συνελήφθησαν στη Σητεία της Κρήτης». Διάβασα και εγώ, όπως ο καθένας μας θέλω να πιστεύω, αυτήν την είδηση στο Διαδίκτυο προ ημερών και έμεινα για μιαν ακόμη φορά άφωνος, καθώς δεν είναι το μοναδικό κρούσμα αρχαιοκαπηλίας ή βανδαλισμού της πολιτισμικής μας κληρονομιάς τον τελευταίο καιρό.
Και δίχως να το πολυσκεφτώ, ενώ είναι «νωποί» στις μνήμες όλων μας οι βανδαλισμοί των τυφλών από φανατισμό τζιχαντιστών στην Ασία σε βάρος αρχαιοτήτων, άρχισαν εντός μου να γεννώνται το ένα μετά το άλλο ερωτήματα που είναι δύσκολο να απαντηθούν από τους εν Ελλάδι υπεύθυνους για τη διάσωση και την προστασία της πολιτισμικής μας παράδοσης κρατικούς φορείς. Είναι, άραγε, πραγματικά ασφαλείς οι αρχαιολογικοί χώροι και προστατεύονται επαρκώς τα δημόσια και ιδιωτικά μουσεία της πατρίδας μας; Πώς το Υπουργείο Πολιτισμού ή/και οι Αστυνομικές αρχές προφυλάσσουν την πλούσια πολιτισμική μας κληρονομιά; Μήπως οι επιφορτισμένοι μ’ αυτό, δημόσιοι υπάλληλοι ή ιδιωτικοί αστυνομικοί, αγνοούν την πραγματικά μεγάλη για το κοινωνικό σύνολο σημασία των όσων καλούνται να φυλάξουν και, αδιαφορώντας για την κοινωφελή επιτέλεση του καθήκοντός τους, «βοηθούν», άθελα και εν αγνοία τους, τη… βεβήλωση και την αρχαιοκαπηλία ή τη λαθρανασκαφή, που «οργιάζουν» σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας;
Δεν επαρκούν, κατά τη γνώμη μου, μόνο τα ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης κλειστών χώρων ή οι υπερσύγχρονοι αντικλεπτικοί συναγερμοί κι οι άγρυπνοι νυχτοφύλακες, για να αποτραπούν «φιλότεχνοι» να «βεβηλώσουν» τη φυλασσόμενη και εκτιθέμενη στην κοινή θέα παράδοση του λαού και του τόπου μας! Απαιτείται ευαισθητοποίηση όλων μας, η οποία με τη σειρά της δεν (πρέπει να) περιορίζεται σε μια στείρα γνώση της πατροπαράδοτης ιστορίας και τέχνης, αλλά προβάλλει κάτι εσώψυχο, κάτι βαθύ, κάτι αληθινό, κάτι που δεν «φυλακίζεται» σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο! Κάθε φορά που αντικρίζουμε ένα ζωγραφικό πίνακα, μια βυζαντινή εικόνα, ένα γλυπτό, τα υπολείμματα ενός αρχαίου ναού, (θα έπρεπε) να μην αισθανόμαστε ότι πρόκειται για κάτι ξένο προς την παιδεία και την ψυχή μας, αλλά να το προστατεύουμε σαν να είναι κάτι δικό μας, γωνιά του σπιτιού μας, λουλούδι από τον κήπο μας και να μην αφήνουμε κανέναν να το βλάψει καθοιονδήποτε τρόπο!
Και να, τωραδά, που αναλογίζομαι πάλι πόσο μάς έχει ανάγκη ανά πάσα στιγμή η Τέχνη να την προστατεύουμε από κάθε αναίσχυντο και κακοποιό νου και χέρι, ξαναθυμήθηκα και κάποιους στίχους του Κωστή Παλαμά, τους οποίους ο παππούς μου αγαπούσε ιδιαίτερα και είχε πάντοτε κοντά του. Και τους απάγγελνε, απ’ ό,τι θυμάμαι, οσάκις ήθελε να πείσει τη νέα γενιά, τα παιδιά και τα εγγόνια του, να αγωνιζόμαστε για την πατρίδα μας και τα κοινωφελή ιδανικά, να καταδικάζουμε την οιασδήποτε μορφής και προέλευσης βία, να περιθωριοποιούμε το ανήθικο δίκαιο της πυγμής εις βάρος των κοινωνικά κατατρεγμένων και όσους βεβηλώνουν την πολιτιστική δημιουργία όλης της ανθρωπότητας.
Αργότερα, μαθητής Γυμνασίου, βρήκα ότι οι στίχοι αυτοί προέρχονται από ένα πολύστιχο ποίημα του Κ. Παλαμά. Διαβάζοντάς το, λοιπόν, ολόκληρο, αποφάσισα να το φυλάσσω και εγώ πάντα μαζί μου. Ως προβασκάνι εναντίον των κάθε λογής πολεμόχαρων και πατριδοκάπηλων που θέλουνε να δυναστεύσουν την καρδιά και το μυαλό μας, να θίξουν και να προσβάλλουν εκείνους που αγαπάμε θα ‘ναι, κίνητρο και κάλεσμα ξάγρυπνου αγώνα αδιάκοπου, ισόβιου, ακάματου ιδρώτα.
«Το σπίτι που γεννήθηκα – γράφει ο Κ. Παλαμάς – κι ας το πατούν οι ξένοι
στοιχειό είναι, και με προσκαλεί, ψυχή, και με προσμένει.
Το σπίτι που γεννήθηκα ίδιο, στην ίδια στράτα
στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ’ όλα του νιάτα.
Το σπίτι, ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα.
και ανόθευτο και αχάλαστο, και με προσμένει ακόμα!…».