Ο συνθέτης Δημήτρης Μαραμής τάραξε τα μουσικά νερά πριν από 2 χρόνια όταν παρουσίασε στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα “Σταύρος Νιάρχος” ένα σύγχρονο ελληνικό μιούζικαλ, σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου, βασισμένο στο εμβληματικό έργο του Βιτζέντζου Κορνάρου “Ερωτόκριτος”.
Το κοινό αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή το πρωτότυπο αυτό εγχείρημα που επιχείρησε -κι όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος πέτυχε- να «διαβάσει» με έναν σύγχρονο τρόπο το αφηγηματικό ποίημα του Κορνάρου. Το 2019, δυο χρόνια μετά στο πλαίσιο του έτους Ερωτόκριτου, ο Δημήτρης Μαραμής έρχεται στην Κρήτη για να μάς δώσει μια ακόμα νεότερη εκδοχή του δικού του Ερωτόκριτου, συνεργαζόμενος αυτή τη φορά με τους Χανιώτες «Vamos Ensemble». Ανάμεσα σε πρόβες και αλλεπάλληλες συναντήσεις, οι «Διαδρομές» συνάντησαν τον Δημήτρη Μαραμή και μίλησαν μαζί του για τη διαχρονική γοητεία του Ερωτόκριτου, την ποίηση, την παράδοση αλλά και τη συνεργασία του με τους «Vamos».
Στα Χανιά ήρθατε στο πλαίσιο της συνεργασίας σας με τους “Vamos Ensemble” καθώς την Κυριακή 12 Μαΐου θα παρουσιάσετε στο Θέατρο “Μίκης Θεοδωράκης” στις 9 το βράδυ τον δικό σας “Ερωτόκριτο”. Τι σας συγκίνησε στον “Ερωτόκριτο” και δουλέψατε μουσικά πάνω σε αυτό;
Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό έργο παγκόσμιας εμβέλειας που αν είχε γραφτεί στην αγγλική θα ήταν δίπλα στα μεγάλα έργα του Σέξπιρ, του Γκαίτε και του Θερβάντες. Το ότι όμως γράφτηκε στην κρητική διάλεκτο του προσδίδει ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό διότι η κρητική διάλεκτος έχει μια μοναδική μουσικότητα. Αυτό υποχρεώθηκα να ακούσω πρώτα από όλα, τη μουσική δηλαδή μέσα στο έργο. Παράλληλα, έχουμε μια ποίηση ανώτατου επιπέδου γραμμένη στη γλώσσα του λαού. Αυτό είναι ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο καθώς ο «Ερωτόκριτος» ήταν κατανοητός από όλους. Από εκεί και πέρα, υπάρχει το νόημα του έργου με το οποίο ταυτίζομαι ότι δηλαδή η πίστη νικά. Ότι όταν έχεις στόχο, όσο ανέφικτο κι αν φαίνεται αυτό που κυνηγάς, στο τέλος θα νικήσεις. Δεν έχει χάπι εντ ο «Ερωτόκριτος» αλλά κάτι βαθύτερο: είναι η κατατρόπωση του πεπρωμένου, ο θρίαμβος της θέλησης.
Θέλει πάντως μια τόλμη να καταπιαστεί κάποιος με ένα έργο που στη συνείδηση του κόσμου έχει καταχωρηθεί με την παραδοσιακή του μορφή και φόρμα. Δεν σας φόβισε αυτό;
Κι άλλοι έχουν δουλέψει πάνω στον «Ερωτόκριτο». Μαμαγκάκης, Μαρκόπουλος, Ξυδάκης, Λουδοβίκος των Ανωγείων, Κουμεντάκης κ.ά. Οι περισσότεροι πάτησαν πάνω στην παραδοσιακή φόρμα. Προσωπικά βλέπω την παραδοσιακή μελοποίηση σαν ένα όστρακο που μέσα του κρύβεται ένα μαργαριτάρι που είναι ο λόγος. Απογυμνώνοντας και παίρνοντας τον λόγο, λοιπόν, και ξεχνώντας την παραδοσιακή εκτέλεση δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Αρκεί να ακούσεις τη μουσική του κειμένου. Η μουσική που άκουσα εγώ μέσα στο έργο συνδέεται με ρίζες από τζαζ και μπλουζ στοιχεία δηλαδή την παραδοσιακή αφρικάνικη μουσική. Κι εγώ πάνω στις ρίζες της παράδοσης πατάω αλλά το αποτέλεσμα δίνεται με ένα τρόπο που θυμίζει πολύ σύγχρονη μουσική. Θέλω να πω με λίγα λόγια ότι δεν εργάστηκα επιφανειακά, έσκυψα μέσα στο έργο και άκουσα τους ήχους και τους ρυθμούς του. Θεωρώ ότι δεν πρόδωσα το κείμενο, δεν άλλαξα την κρητική διάλεκτο και άκουσα βαθιά μέσα τη μουσική του. Έχοντας λοιπόν ως βάση την αλήθεια του έργου και της τέχνης δεν φοβήθηκα.
Δεν ήταν πάντως το μόνο τόλμημα καθώς το αποτέλεσμα ανέβηκε ως μιούζικαλ. Ένα βήμα παρακάτω δηλαδή…
Εγώ το ονομάζω σύγχρονο ελληνικό μιούζικαλ γιατί δεν έχει καμία σχέση με το αμερικάνικο και το αγγλικό μιούζικαλ. Είναι ένα υβρίδιο: είναι σίγουρα μουσικό θέατρο και τραγούδι και συγχρόνως έχει κάτι από σύγχρονη όπερα που όμως δεν τραγουδιέται από οπερατικές φωνές. Συνεπώς δεν μπορώ να το ονομάσω όπερα, ούτε μιούζικαλ που έχει μέσα χορό όπως π.χ. το «Mamma mia». Το «Mamma mia» είναι τραγούδια των Abba που στόχος είναι η διασκέδαση. Εδώ δεν είναι στόχος η διασκέδαση αλλά η συγκίνηση. Επίσης, εδώ η βάση, το λιμπρέτο είναι ποίηση, κάτι που το διαφοροποιεί από τις ιταλικές και γερμανικές όπερες και τα μιούζικαλ της Αγγλίας και της Αμερικής.
Κι όμως παρά το γεγονός ότι δεν έχουμε καμία παράδοση στο μιούζικαλ ως χώρα το κοινό αγκάλιασε τον “Ερωτόκριτο”. Δεν σας έκανε εντύπωση αυτό; Πού το αποδίδετε;
Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούσα να ξέρω ότι θα υπήρχε τόσο μεγάλη επιτυχία και αποδοχή. Το πήγα δοκιμαστικά. Έγραψα τα πρώτα 2-3 τραγούδια για το θεατρικό που ανέβασε στο «Ακροπόλ» ο Λιβαθινός το 2011. Εκεί έπεσε ένα σποράκι από το οποίο κι ο ίδιος ο γεωργός δεν ήξερε τι θα βγάλει. Στη συνέχεια δοκίμασα ένα τραγούδι το «Γρικίσετε του έρωτα, θαμάσματα τα κάνει» σε ένα λάιβ στο «Half Note» και διακόπηκε η συναυλία στη μέση από τα χειροκροτήματα. Τότε σκέφτηκα ότι εδώ κάτι γίνεται. Έπειτα πρόσθεσα άλλα 2-3 τραγούδια και μετά το 2013 το παρουσίασα σαν ένα μικρό κύκλο τραγουδιών που αργότερα μπήκαν στις σκηνές του μιούζικαλ. Παρόλα αυτά όταν το ολοκλήρωσα και θα παρουσιάζονταν 2 ώρες συνεχόμενης μουσικής, που είναι πολύς χρόνος, τέθηκε το μεγάλο στοίχημα. Ένα στοίχημα που τελικά κερδήθηκε. Και κερδήθηκε όχι από την πρεμιέρα αλλά από την πρώτη γενική!
Είστε ένας νέος δημιουργός που μοιάζετε να έχετε τα μουσικά σας εργαλεία στραμμένα προς το μέλλον αλλά να κοιτάτε προς τα πίσω. Να κοιτάτε την παράδοση, παλιούς μύθους και θρύλους που τα φέρνετε στο τώρα και τους δίνετε νέα πνοή. Πώς συνδυάζονται αυτά;
Ως άνθρωπος είμαι πολύ κοντά στο αίσθημα, τα ένστικτά και τα πάθη, δηλαδή στον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης. Από εκεί και πέρα τα κείμενα που μένουν στον χρόνο σημαίνει ότι είναι άφθαρτα. Ο πυρήνας τους είναι κοντά στην ανθρώπινη φύση. Κι αυτή η δεν αλλάζει. Είτε φοράς χλαμύδα, είτε βυζαντινό ένδυμα, είτε κρητική βράκα, είτε ένα κοστούμι θα δακρύσεις με τον ίδιο τρόπο, θα φιλήσεις με τον ίδιο τρόπο, θα αγκαλιάσεις με τον ίδιο τρόπο. Εμένα με ενδιαφέρει το εσωτερικό δεν με ενδιαφέρει το ένδυμα.
Εχοντας εμπειρία από σπουδαίες σκηνές της Αθήνας και έχοντας συνεργαστεί με σημαντικούς μουσικούς γιατί επιλέγεις να έρθεις στην Κρήτη και να συνεργαστείς με τους “Vamos Ensemble” αλλά και με άλλα σχήματα στην περιφέρεια;
Στόχος της τέχνης δεν είναι να προβάλλεται το «εγώ» του καλλιτέχνη αλλά η επικοινωνία και το γεφύρωμα. Όταν σαν θεατής και ακροατής βλέπεις ένα έργο πάνω σε αυτό καθρεπτίζεται ο εαυτός σου, έτσι η τέχνη σε βοηθάει να αποκτήσεις μεγαλύτερη αυτογνωσία. Εδώ, λοιπόν, έρχομαι να επικοινωνήσω τη δουλειά μου μέσα από τη συγκινητική προσπάθεια κάποιων μουσικών. Δεν είναι κάτι εύκολο, όμως έχω την πεποίθηση ότι το αποτέλεσμα θα είναι πιο δυνατό από την «εύκολη» λύση που θα ήταν να συνεργαστώ με την «Καμεράτα» και τους σπουδαίους μουσικούς που έχει.
Τι αλλάζει εδώ;
Εδώ έχουμε ένα χωριό τον Βάμο, ανάμεσα στα Χανιά και το Ρέθυμνο, που «τσακίζονται» κάποιοι μουσικοί και πάνε και προβάρουν σε έναν χώρο που δεν έχει καν βασικές υποδομές. Μια παρέα μουσικών που αντί να σκοτώνουν τον χρόνο τους τον αξιοποιούν δημιουργικά. Εγώ τι τους προσφέρω; Μια θεματική, ένα συγκεκριμένο κόνσεπτ. Αυτό δίνει μια ταυτότητα στη δουλειά. Από τη μεριά μου, ως συνθέτης που παρέδωσα ένα έργο, το παίρνω πίσω με μια νέα ενορχήστρωση που έκανε ο Θανάσης Παπαθανασίου. Ένα πολύ ταλαντούχο άνθρωπο που μαζί με τους άλλους μουσικούς φώτισαν το έργο μου με έναν νέο ήχο. Όλο αυτό είναι μια από τις ανταλλαγές που μας εξελίσσουν ως ανθρώπους και ως καλλιτέχνες. Παράλληλα, για εμένα όλη αυτή η συνεργασία μου ανοίγει ένα δρόμο για να φέρω το έργο μου στην Κρήτη κι εγώ ως Μαραμής ανοίγω στους «Vamos» έναν δρόμο για την υπόλοιπη Ελλάδα, αφού μετά από εδώ θα πάμε στο Θέατρο Βράχων στον Βύρωνα, στους Δελφούς και ελπίζω και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.