Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Η τέχνη της φυγής – Sergio Pitol

» Αγγελική Βασιλάκου(εκδόσεις ∆ώµα)

 

Αυτή η κατηγορία βιβλιοφιλικών βιβλίων, όπως συνηθίζουµε να τα αποκαλούµε καλώς (γιατί χαρακτηρίζονται από την αγάπη για τη λογοτεχνία) ή κακώς (γιατί δεν υπάρχει, µάλλον, βιβλιοεθχρική λογοτεχνία), είναι η δική µου αναγνωστική ανάπαυση, ένα συχνό καταλυτικό του εκάστοτε µπλοκαρίσµατος ή της πρότερης υψηλής αναγνωστικής στάθµης ή της πάσης φύσεως απελπισίας. Τέτοια βιβλία, όπως αυτό, στο όριο ανάµεσα στο δοκίµιο και την αυτοβιογραφία µε τη λογοτεχνία στον πυρήνα, µε ξεκουράζουν, αλλά κυρίως αναθερµαίνουν το πάθος και την εξάρτησή µου από την ανάγνωση, µου υπενθυµίζουν πως (και) εκεί βρίσκεται η διέξοδος. Στα παραπάνω συµπυκνώνονται οι προσδοκίες και το µικροκλίµα όταν έπιασα στα χέρια µου το Η τέχνη της φυγής, το πρώτο µέρος της Τριλογίας της µνήµης του Μεξικανού Σέρχιο Πιτόλ.

Κάποια χρόνια πριν, εν µέσω έρωτα κεραυνοβόλου µε τον γοητευτικό Ενρίκε Βίλα Μάτας και το σύµπαν του, ακολούθησα πιστά το νήµα που µου άπλωσε, πώς αλλιώς, και διάβασα το µυθιστόρηµα του Πιτόλ,  Η συζυγική ζωή. Απογοητεύτηκα. ∆εν θυµάµαι πολλά από εκείνη την ανάγνωση παρά εκείνα που το τότε κείµενο περιλαµβάνει. Η ανάγνωση είναι πάντοτε ένα παιχνίδι έρµαιο στον χρόνο και τον καιρό, τη στιγµή και τη συγκυρία, την ετοιµότητα και τις προσλαµβάνουσες, και εγώ τότε δεν µπόρεσα, παρά τις όποιες αρετές της γραφής του, κάτι που για παράδειγµα αργότερα µε τη Λισπέκτορ συνέβη, να αντλήσω απόλαυση από µια ιστορία που θύµιζε, περισσότερο απ’ όσο είναι του γούστου µου, σαπουνόπερα, καλογραµµένη και µε διάθεση υπονόµευσης, πλην όµως σαπουνόπερα. Άλλο βιβλίο του δεν διάβασα.

Και µια µέρα ξαφνικά, όπως οι εκδόσεις ∆ώµα συνηθίζουν να κάνουν, εµφανίστηκε στο βιβλιοπωλείο Η τέχνη της φυγής. Έπιασα το βιβλίο στα χέρια µου να το ξεφυλλίσω, να δω περί τίνος πρόκειται, να διατρέξω κάποια τυχαία αποσπάσµατα, να πάρω µια γεύση, να αναζητήσω το γιατί ο εκδότης επέλεξε να βγάλει αυτό το βιβλίο· µια ακόµα µέρα στη δουλειά, δηλαδή. Με ανακούφιση, εντάξει, ίσως και να είµαι υπερβολικός, αντιλήφθηκα γρήγορα πως δεν ήταν ένα πολυσέλιδο µυθιστόρηµα, αλλά κάποιου είδους, λιγότερο ή περισσότερο, σύντοµα θα αποδεικνυόταν, ιδιότυπο µεµουάρ, εκεί που το βίωµα και η λογοτεχνία συναντιούνται στα φανερά έξω από την κρυψώνα της µυθοπλαστικής συνθήκης, σε πλήρη θέα κάτω από το φως, εκεί που η περασµένη ζωή ανασκαλεύεται αναπόφευκτα, αφού πρόκειται για τη ζωή ενός ανθρώπου της γραφής, µε όρους λογοτεχνίας, ανάγνωσης και συγγραφής.

Μου αρέσει να µε χαρακτηρίζω αναγνώστη, περισσότερο από κάθε άλλη πιθανή ή απίθανη ιδιότητα. Και όταν αντικρίζω έναν αναγνώστη και συνοµιλώ µαζί του, συνήθως περνάω καλά, ανάλογα, βέβαια, και µε το πάθος και την ηθική που εκείνος φέρει. Η µοναχική εµπειρία της ανάγνωσης, και πόσο µάλλον της συγγραφής, παρότι στις µέρες µας, λόγω του ψηφιακού, έχει ως ένα βαθµό µεταλλαχθεί, στον πυρήνα της αναντίρρητα διατηρεί την ιδιότητά της αυτή, εκ της οποίας πηγάζει συχνά η ανάγκη για συνάντηση µε κάποιο άλλο εξαρτηµένο επίσης στη λογοτεχνία πρόσωπο. Έχοντας πιθανότατα µεγάλη ιδέα για όσα αφήνω σε ετούτη την ψηφιακή γωνιά, συχνά σκέφτοµαι την ενασχόληση αυτή µε όρους αναγνωστικού ηµερολογίου, µέσω του οποίου µια εµπειρική και προσωπική λογοτεχνική θεωρία προκύπτει, µια αναγνωστική αισθητική διαµορφώνεται, το αόριστο γίνεται τότε λίγο πιο συγκεκριµένο, οι λέξεις για τις λέξεις εµφανίζονται, ίσως για να καταπέσουν µε πάταγο λίγο αργότερα, αλλά όπως και να έχει, προκύπτουν για να οδηγήσουν λίγο πιο βαθιά στη σήραγγα του εαυτού πυρήνα.

Συγγραφικές απόπειρες, όπως αυτή του Πιτόλ εδώ, υποδεικνύουν και υπενθυµίζουν πως η ανάγνωση είναι µια πράξη δυναµική, όχι παθητική και όχι απόλυτα κατανοητή και επεξηγήσιµη, όχι, τουλάχιστον, µε τον τρόπο που οι θετικές επιστήµες λειτουργούν. Καλή η φιλολογία και η δοκιµιακή θεωρία, δύσκολα ωστόσο καταφέρνουν να εξηγήσουν το γιατί της ανάγνωσης, την ανάγκη µας να κατανοήσουµε το παράλογο της ύπαρξης µέσα από τις ιστορίες, την ευγνωµοσύνη για εκείνον που ικανοποιώντας µια δική του ανάγκη µας πρόσφερε, σε ανύποπτη στιγµή και χωρίς εκούσια πρόθεση, το απαραίτητο δεκανίκι για ακόµα µια νύχτα, την άρση του συναισθήµατος της µοναξιάς στον ακατανόητο ετούτο κόσµο. Μέσα από τις ιστορίες και την αφήγηση των άλλων ελπίζουµε να κατανοήσουµε λίγο ακόµα τον εαυτό µας, να ικανοποιήσουµε τη διαρκώς παρούσα ανησυχία µας, την ακόρεστη δίψα, την απαλοιφή του χρόνιου άλγους που το καθηµερινό πεζό προκαλεί.

Και η υπενθύµιση αυτή είναι άκρως σηµαντική και απαραίτητη, όταν η διέξοδος µοιάζει δεδοµένη και δεν εκτιµάται δεόντως, όταν έχουµε αµελήσει την τύχη, ναι την τύχη, να έχουµε δηµιουργήσει ένα µπούνκερ που συνεχώς διευρύνεται έστω και όχι ανάλογα µε την επέκταση του περιρρέοντος ζόφου. Είναι, για να κάνω µια αντιστοιχία, όταν λίγα µόλις χιλιόµετρα µακριά από την πόλη και την εκεί ρουτίνα, σωτήρια µεν ρουτίνα δε, θυµάσαι πόσο ανάγκη είχες τη φυγή. Το λογοπαίγνιο προκύπτει µάλλον εύκολα: ο Πιτόλ κατέχει την τέχνη της φυγής.

Ας πω, παρότι το θεωρώ προφανές, πως δεν έχουµε να κάνουµε µε ένα εγχειρίδιο αυτοβοήθειας, κάτι του στυλ πώς να δραπετεύετε µέσα από τη λογοτεχνία, τέτοια βιβλία κυκλοφορούν αρκετά τον τελευταίο καιρό, ούτε, επίσης, ένα άθροισµα λέξεων διδακτικών και βαρυφορτωµένων µε ένα σπουδαίο εγώ που όλα τα έκανε σωστά και µε σύστηµα. Μάλλον το αντίθετο συµβαίνει. Η απόπειρα του συγγραφέα να ανασυνθέσει και να επισκεφτεί συνειδητά τα περασµένα χρόνια τον ρίχνει ξανά και ξανά στα βράχια της τυχαιότητας και του ακατανόητου, ένα πώς τα κατάφερα ιδέα δεν έχω αιωρείται από σελίδα σε σελίδα. Η ευγνωµοσύνη, που µάλλον διαισθητικά αναδύεται, προς τη λογοτεχνία, αλλά και την τέχνη εν γένει, αλλά και στις παρέες, στη φιλία κυρίως, για να µη µιλήσουµε για την τυχαιότητα και την τύχη, και όλες τις υπόλοιπες ραγισµατιές και χαραµάδες που θέτουν σε σωτήρια αστάθεια την όποια ορθολογική απόπειρα ερµηνείας και κατανόησης.

Αυτό το πάθος, µε τον σεβασµό που το ανεξήγητο γεννά, ο αναγνώστης ως ένα βαθµό το µοιράζεται µε τον συγγραφέα, αυτά τα κρακ που κατά καιρούς ακούγονται από το εσωτερικό του κρανίου, όλα όσα πέφτουν από το ίδιο τους το βάρος µε το άγγιγµα µιας φράσης απλής, αµελητέας ποσοτικά και ποιοτικά. Και έτσι, ο αναγνώστης αναγνωρίζει δικά του βιώµατα, και ας µη συµφωνεί µε την κρίση για το ένα ή το άλλο βιβλίο, ποιος νοιάζεται άραγε, δεν είναι αυτό το νόηµα, όχι αν δεν είσαι φιλόλογος ή αν ήθελες να είσαι ή αν έτσι έχεις στήσει τη ζωή σου, µε αναχώµατα ισχυρογνωµοσύνης που αργά ή γρήγορα θα ισοπεδωθούν από το πέρασµα του παράλογου, του ανερµήνευτου, όταν παρότι όλα θα τα έχεις κάνει σωστά το αποτέλεσµα θα είναι αποτυχηµένο.

Βιβλία όπως αυτό του Πιτόλ, τα έχουµε ανάγκη περισσότερο ίσως από όσο τα έχει ανάγκη ο ίδιος ο συγγραφέας τους, είναι παράδοξη µια τέτοια σκέψη, το ξέρω, αλλά αυτό νιώθω.

 

Παρασκευάς Περάκης και Μιχαήλ Λαμπαθάκης κάνουν… uboxing την επικαιρότητα


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα