Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Η τελευταία αρκούδα του δάσους

» Άκης Παπαντώνης (εκδόσεις Κίχλη)

Ο Καρυότυπος έσκασε από το πουθενά, ένα έξοχο πρωτόλειο, σφιχτοδεμένο και στυλιζαρισμένο με μαστοριά, παρότι στο όριο της εγκεφαλικής κατασκευής. Ιδιαίτερα το πρώτο κεφάλαιο θα μπορούσε άνετα να σταθεί ως αυτόνομο και υποδειγματικό μικροδιήγημα. Για το Ρηχό νερό, σκιές είχα προσδοκίες πια, μαχαίρι δίκοπο, δεν ένιωσα τον ίδιο ενθουσιασμό, όμως μου άρεσε πολύ· ο Παπαντώνης πέρασε δικαιωματικά στο γκρουπ των συγγραφέων εκείνων που περιμένω με ενδιαφέρον το επόμενο βήμα τους. Ακολούθησε μια συλλογή ποίησης, παράλληλα με κάποιες μεταφραστικές δουλειές, που φανέρωσαν ένα πολυσχιδές υποκείμενο γραφής, αν προσθέσει κανείς και την σποραδική του παρουσία στην κριτική. Λίγο πριν από τα τέλη του ’23 κυκλοφόρησε η νουβέλα αυτή, με τον έξοχο τίτλο Η τελευταία αρκούδα του δάσους, πάντοτε από τις εκδόσεις Κίχλη.

Τα ορφανά του Τσαουσέσκου, η έκρηξη στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνόμπιλ και τώρα η φρικώδης Σφαγή της Σρεμπρένιτσα, με τη συμμετοχή Ελλήνων εθνικιστών στο πλευρό του σερβικού στρατού, μια ακόμα σελίδα ανθρώπινης ντροπής. Και εδώ, ο Παπαντώνης χρησιμοποιεί ως άξονα περιστροφής ένα ιστορικό συμβάν, επιλογή που λειτουργεί, μεταξύ άλλων, ως ευδιάκριτο προσωπικό νήμα που ενώνει τα τρία βιβλία μεταξύ τους, το παρελθόν που ρίχνει τη σκιά του. Ωστόσο, τα βιβλία του αρκετά απέχουν από το να ενταχθούν στην κατηγορία του ιστορικού μυθιστορήματος, αφού ο συγγραφέας τα χρησιμοποιεί περισσότερο ως χωροχρονικές μεταβλητές ώστε να διηγηθεί μικροϊστορίες που έλαβαν χώρα στα απόνερα των συμβάντων αυτών.
Πρωτοπρόσωπος αφηγητής εδώ είναι ο Θοδωρής, απόφοιτος του τμήματος χημείας, που ζει και εργάζεται στη Γερμανία. Ο αδερφός του, ο Νίκος, που αργότερα άλλαξε το όνομά του σε Νικηφόρος, μεγαλύτερος σε ηλικία, υπήρξε μια καθοριστικής σημασίας παρουσία στη ζωή τού Θοδωρή, μια αναπλήρωση της πατρικής φιγούρας που απουσίαζε από τα λίγα πρώτα του χρόνια, απουσία καλυμμένη με σιωπή και μυστήριο, η μητέρα ποτέ δεν αναφερόταν σε αυτόν, έχοντας φροντίσει να απομακρύνει τις όποιες φωτογραφίες του από το σαλόνι του σπιτιού. Αυτή είναι η ιστορία της διπλής ενηλικίωσης των δύο αδερφών.

Ο Παπαντώνης χωρίζει τη νουβέλα του σε τριάντα τέσσερα μικρά κεφάλαια, που σε κάθε ένα προηγείται κάποια επεξεργασμένη μαρτυρία αλιευμένη από τα πρακτικά του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την Πρώην Γιουγκοσλαβία, ενώ το παρελθόν ξεδιπλώνεται ωσότου φτάσει στον παροντικό αφηγηματικό χρόνο. Ο Θοδωρής προσπαθεί να κρύψει ή να κυριαρχήσει επί του συναισθήματός του, όχι για να θεωρηθεί αντικειμενικός, καθόλου δεν τον νοιάζει κάτι τέτοιο, αλλά για να καταφέρει να φτάσει ως το τέλος, όταν όλα τα κομμάτια του παζλ θα είναι στη θέση τους, παρότι τα ερωτήματά του θα έχουν μείνει στη μεγάλη πλειοψηφία τους αναπάντητα, αποσκευή την οποία θα συνεχίσει να κουβαλά και μετά την τελευταία τελεία στο κείμενο αυτό. Στη νουβέλα αυτή, ο Παπαντώνης διαχειρίζεται γλωσσικά και υφολογικά καλύτερα το συναισθηματικό κομμάτι της ιστορίας του πετυχαίνοντας να αφήσει πίσω του την αγωνία και τη θέληση για ένα όσο το δυνατόν πιο αποστειρωμένο και λογοτεχνικά άρτιο περιβάλλον δράσης των υποκειμένων, δίνοντας την ευκαιρία στον Θοδωρή να αναπνεύσει, έστω και ασθματικά υπό το βάρος των γεγονότων.
Αυτό συμβαίνει χωρίς το κείμενο να απολύει τη γνώριμη και επιθυμητή οικονομία λόγου και μέσων, κάθε λέξη και κάθε απόφαση μοιάζει καλά προσχεδιασμένη μέχρι την τελευταία στιγμή, πριν η νουβέλα φύγει για το τυπογραφείο. Η διαχείριση του συναισθήματος αποδεικνύεται το πλέον ξεκάθαρο επόμενο συγγραφικό βήμα του Παπαντώνη, χωρίς να χάνεται το προσωπικό στίγμα που χαρακτηρίζει τη γραφή του. Κατά τα άλλα, όλες οι υπόλοιπες συγγραφικές αρετές, τεχνικής και ταλέντου, εμφανίζονται και εδώ: σφιχτοδεμένη πλοκή, καθαρή και οξυδερκής ματιά, άρτιο στήσιμο χαρακτήρων, πρωτευόντων και δευτερευόντων, ακόμα και απόντων, ο υπαινιγμός, οι μικρές λεπτομέρειες, οι επαρκώς χωνεμένες επιρροές, η λειτουργική χρήση των ιστορικών γεγονότων, της ανάμνησης και της συγχρονίας, καλή πρόζα, μεταξύ άλλων.

Η αφήγηση του Θοδωρή διέρχεται από τρεις δεκαετίες. Παρά το μικρό μέγεθος της νουβέλας, η διέλευση αυτή χαρακτηρίζεται από μια πληρότητα, ικανή να φωτίσει και να νοηματοδοτήσει τα γεγονότα της προσωπικής ιστορίας των δύο αδελφών, παρότι μεγάλο μέρος τους συνέβη σε σκοτεινά και αναπάντητα εδάφη, όχι μόνο για τον αναγνώστη αλλά και για τον αφηγητή, που κάθε άλλο παρά παντογνώστης είναι. Ο Παπαντώνης ανασύρει διάφορα, λιγότερο ή περισσότερο, σημαντικά και γνωστά στον αναγνώστη γεγονότα, όπως οι σχολικές καταλήψεις του ’90, η υπόγεια άνθιση της ακροδεξιάς, ο επαγγελματικός αθλητισμός ως εκκολαπτήριο στρατών και τα πάσης φύσεως πατριωτικά συλλαλητήρια. Δεν εγκλωβίζεται στο ιστορικό και κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, δεν επιχειρεί να εξηγήσει και να αναλύσει, δεν τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Έχει μια δυνατή ιστορία να αφηγηθεί και το κάνει, παράγει καθαρή και καλή λογοτεχνία, αυτό είναι, άλλωστε, το ευκταίο ζητούμενο. Υποψιάζομαι πως η επιμέλεια, σε συνδυασμό με τη συγγραφική επιμονή, έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτό το αποτέλεσμα, που αφήνει, παρά τις χαραμάδες στις οποίες παραπάνω αναφέρθηκα, την αίσθηση πως κάθε τι είναι τοποθετημένο με τον σωστό τρόπο στη σωστή θέση. Ίσως να έχω μια ένσταση για τις μαρτυρίες που προηγούνται των κεφαλαίων, δεν είμαι σίγουρος πως αντιλήφθηκα την ενδοκειμενική  λειτουργικότητά τους, γι’ αυτό και στη δεύτερη ανάγνωση τις απέφυγα. Μια λεπτομέρεια που ωστόσο δεν αποδεικνύεται καθοριστική για την αναγνωστική πρόσληψη του έργου.

Εκείνο που περισσότερο απ’ όλα διαμόρφωσε το αναγνωστικό μου συναίσθημα και συνεχίζει, μέρες μετά το τέλος της ανάγνωσης να με απασχολεί, πέρα από τις πιο αντικειμενικές και ευδιάκριτες λογοτεχνικές αρετές της νουβέλας, ήταν η γειτνίαση με το κακό, ο υποκειμενικός και συναισθηματικά έντονος χαρακτήρας της σχέσης του Θοδωρή με τον αδερφό του, δύο κόσμοι με κοινή αφετηρία και διαφορετική πορεία, η μανιασμένη απόπειρα για κατανόηση και δικαιολόγηση πραγμάτων που αν συνέβαιναν λίγο πιο εκεί τότε με ευκολία θα τα καταδικάζαμε, βλέπετε, κάποιος που αγαπάμε και θα θέλαμε να αποτελεί ένα πρότυπο για εμάς δεν μπορεί να είναι κακός, όσο και αν η λογική κρούει επίμονα και μανιασμένα το καμπανάκι. Αλλά και η ευθύνη που ένας δεσμός αίματος γεννά, το βάρος και η ενοχή που επιμερίζονται δικαίως και αδίκως, λερώνοντας.

Γιατί μπορεί να είναι καθαρό πως ο Νικηφόρος είναι ένας αποκρουστικός χαρακτήρας (θυμήθηκα έντονα το βιβλίο του Γκαρλίνι, Ο νόμος του μίσους), που κανέναν λόγο δεν έχουμε να συμπαθήσουμε ή να συναισθανθούμε, ούτε καν να επιχειρήσουμε να καταλάβουμε και να δικαιολογήσουμε τα έργα και τις μέρες του, αλλά ο Θοδωρής, φταίει, και αν ναι, πόσο και σε τι άραγε;
Η τελευταία αρκούδα του δάσους είναι ένα καλό βιβλίο· ας προστεθεί έστω και καθυστερημένα ανάμεσα στα καλά ελληνικά βιβλία που εκδόθηκαν την περσινή χρονιά.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα