Μάιος του 1945, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη έχει τελειώσει και οι λαοί της προσπαθούν να γιατρέψουν τις πληγές του. Όμως σε μια γωνιά της Γηραιάς Ηπείρου, στο βόρειο τμήμα των Χανίων διατηρείται η κατοχή από τα γερμανικά στρατεύματα που συνεχίζουν ακόμα και 17 ημέρες μετά τη λήξη του πολέμου να πραγματοποιούν επιχειρήσεις με θύματα αμάχους!
Δύο από τα κορίτσια τότε που τραυματίσθηκαν στο βομβαρδισμό του Βατόλακκου από τα ναζιστικά στρατεύματα στις 25 Μαΐου του 1945 μιλούν στις “διαδρομές”.
Πρόκειται ίσως για τα τελευταία θύματα ένοπλης σύγκρουσης του Β΄ παγκοσμίου πολέμου στην Ευρώπη (μεταπολεμικά ήταν πολλά τα θύματα από νάρκες ή βόμβες που δεν είχαν εκραγεί)!
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Όπως περιγράφει στο βιβλίο του “Οχυρά Θέσις Κρήτης” ο Σταύρος Βλοντάκης το απόγευμα της 25ης Μαΐου μια ομάδα ένοπλων ΕΟΚιτών χτύπησε ένα φυλάκιο των Γερμανών στο ξεροπόταμο “Σκατουλίτη” κοντά στον Αλικιανό με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας Γερμανός. Οι τελευταίοι κινητοποιούνται και σκοτώνουν το Αναστάση Βουραδάκη 23 ετών την ώρα που πήγαινε στο χωράφι του ενώ εκτέλεσαν τον 42χρονο Μανώλη Κατσιγαράκη καθώς θεώρησαν πως κινείται προς σημείο όπου είχαν αποθήκες πυρομαχικών. Επίσης τραυματίζεται βαριά και μένει ανάπηρος ο Αναστάσης Αποθηκιανάκης. Γερμανικό θωρακισμένο όχημα μπαίνει στο Βατόλακκο πολυβολεί και αποχωρεί και στη συνέχεια το χωριό δέχεται ομοβροντία από όλμους και πυροβόλα. Οι κάτοικοι έχουν φύγει στους γύρω λόφους αλλά και εκεί γίνονται στόχος με αποτέλεσμα το θάντο της 4χρονης Ελένης Μιχ. Αναγνωστοπούλου και τον τραυματισμό της 4χρονης Αικατερίνης Στυλ. Περουλάκη και της Ελένης Δημητρ. Γαλανάκη 3,5 ετών καθώς και των μητέρων τους Νίκης Περουλάκη και Μαρίας Γαλανάκη.
«ΠΑΡΕ ΤΑ ΜΩΡΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΕΛΑ…»
Η κα Ελένη Δημητρ. Γαλανάκη – Μαρκουλάκη είχε γεννηθεί τον Οκτώβρη του 1941 και τραυματίσθηκε πολύ σοβαρά από τον βομβαρδισμό του χωριού. «Ήμουν 3,5 ετών… Φώναξαν στη μητέρα μου οι γειτόνοι “πάρε τα μωρά σου και έλα γιατί οι Γερμανοί πυροβολούν”. Ήλθε και η γιαγιά μου τρεχάτη από το βουνό, πήρε τον αδελφό μου ήταν 5 μηνών και πήγαμε όλοι μαζί στον Άγιο Στυλιανό όπου ήταν ένα μικρό εκκλησάκι σε ένα λοφάκι, με πλατάνια και μια βρυσούλα και περιμέναμε» θυμάται η συνομιλήτρια μας.
Όταν κόπασε το “κανονίδι” οι χωριανοί αποφάσισαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. «Όταν ξεκινήσαμε για να κατέβουμε στο χωριό έπεσαν και άλλα βλήματα. Το ένα από αυτά άφησε σημάδι στη μητέρα μου, μια κοκκινίλα στο μάτι και εμένα το βλήμα πέρασε από στόμα πήρε τα δοντάκια και βγήκε από το λαιμό και έφτασε στο θώρακα. Πολύ σοβαρό τραύμα ! Ένας Γαλάνης με πήρε στα χέρια του και με έτρεξε στα Χανιά. Εκεί ένας Γερμανός με βοήθησε και με έραψε με κάτι συρματάκια».
Τα επόμενα χρόνια οι επισκέψεις στα Νοσοκομεία ήταν συνεχείς, το ίδιο και οι επεμβάσεις και η ταλαιπωρία για την κα Ελένη. Όμως η μεγάλη αδικία για την κ. Γαλανάκη ήταν ότι παρόλο το σοβαρό της τραυματισμό ουδέποτε πήρε μια στήριξη, μια αναπηρική σύνταξη για τα όσα τράβηξε! «Πήγαμε σε επιτροπές και σε επιτροπές, σε γιατρούς και γιατρούς αλλά δυστυχώς θεώρησαν ότι δεν είχα τα κριτήρια! Ήλθε μετά από κάποια χρόνια και ένας χωροφύλακας και μας έφερε ένα χαρτί να υπογράψω ότι δεν υπάρχει νόμος για να επανεξεταστώ. Το δάκρυ που έριξα την εποχή εκείνη μόνο εγώ το ξέρω… γιατί και εγώ ο άνδρας μου πηγαίναμε με το “σταυρό στο χέρι”, δεν βάλαμε ένα δικηγόρο για να το κυνηγήσει, αυτό ήταν το μεγάλο μας λάθος, όπως επίσης ότι δεν είχα κοντά μου ανθρώπους μορφωμένους να μας βοηθήσουν. Στα 31 μου, παντρεμένη πια εγχειρίστηκα και πάλι στο λαιμό για να “στρωθούν” κάποια σημάδια που είχα ακόμα από το τραύμα αυτό. Στεναχωρήθηκα που δεν πήρα έστω μια μικρή σύνταξη, έπρεπε να το παλέψουμε περισσότερο, εδώ πήραν συντάξεις άνθρωποι που δεν είχαν πάθει τίποτα. Τέλος πάντων γέννησα δύο λεβέντες και αυτό είναι μια μεγάλη παρηγοριά…» καταλήγει η κα Γαλανάκη.
«ΑΧ ΜΟΥ ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΤΗΝ ΚΟΠΕΛΙΑ»
Στον ίδιο βομβαρδισμό τραυματίσθηκε και η κα Κατερίνα Στυλ. Περουλάκη. Μαζί μας επιστρέφει πίσω στο χρόνο για να αφηγηθεί όσα έζησε.
«Ήμουν 4 ετών και θυμάμαι ο παππούς, η γιαγιά, η μητέρα μου, οι γείτονες να έχουμε πάει σε μια περιουσία που είχαμε στον Άγιο Στυλιανό έξω από το Βατόλακκο γιατί βομβάρδιζαν οι Γερμανοί. Καθόμασταν σε ένα ρυάκι, ο παππούς φορώντας τις βράκες του με κρατούσε στην ποδιά του και η μητέρα μου ήταν παραδίπλα με τα άλλα μικρότερα αδέλφια μου. Θυμάμαι να βλέπω στου παππού μου τα ρούχα αίμα, πολύ αίμα και να νιώθω ένα έντονο τσούξιμο στο αριστερό μου πόδι. “Αχ μου σκοτώσαν την κοπελιά” είπε ο παππούς μου και από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι τίποτα άλλο» δηλώνει η κα Κατερίνα.
Μεταφέρθηκε και αυτή στα Χανιά στο Νοσοκομείο. Το βλήμα την είχε κτυπήσει αρχικά στο γόνατο του αριστερού ποδιού και στη συνέχεια βγήκε και τη βρήκε στο χέρι. «Μετά τον πόλεμο με χειρούργησαν και ο γιατρός είχε πει στον πατέρα μου ότι ήταν κομμάτια το γόνατο μου και μπορεί να μην περπατούσα ξανά. Για το δάχτυλο του χεριού έβγαλα δέρμα από το πόδι ώστε να το ισιώσουν» αναφέρει η κα Περουλάκη. Τραυματίας ήταν και η μητέρα της. «Είχαν χωθεί θραύσματα στο μπράτσο της. Την πήγε ο πατέρας μου να εγχειριστεί μετά τον πόλεμο αλλά του είπαν οι γιατροί πως αν την άνοιγαν για να τα βγάλουν ίσως να έκαναν χειρότερη ζημιά έτσι τα θραύσματα έμειναν στο χέρι μέχρι και τον θάνατο της» λέει.
Πλέον κάθε φορά που αλλάζει ο καιρός ο πόνος από τα τραύματα θυμίζουν στην κα Κατερίνα την τραγική αυτή εποχή…
Γ. ΣΚΑΛΙΔΑΚΗΣ: «Οι Βρετανοί ανυποχώρητοι στην υπεράσπιση των συμφερόντων τους»
Ο ρόλος των Βρετανών στο διάστημα της ιδιόμορφης κατοχής ερευνάται από τον κ. Γιάννη Σκαλιδάκη, ιστορικό και διδάσκοντα στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Μάλιστα για την περίοδο αυτή είναι υπό έκδοση από τις εκδόσεις “Ασίνη” το βιβλίο του “Φρούριο Κρήτη’. Πολιτικές μεταβολές στην Κρήτη της Κατοχής”. Ο κ. Σκαλιδάκης έδωσε απαντήσεις στα ερωτήματα μας για την περίοδο αυτή.
• Οι Γερμανικές φρουρές σε Κρήτη, Μήλο, Δωδεκάνησα από τον Οκτώβριο του 1944 και μέχρι το τέλος του πολέμου δεν “ενοχλήθηκαν” από τα συμμαχικά στρατεύματα. Οι Άγγλοι δήλωναν αδυναμία να μεταφέρουν στρατεύματα στην Ελλάδα για να τους αντιμετωπίσουν λόγω των άλλων μετώπων. Έχουν βάση οι ισχυρισμοί αυτοί; Στα Δεκεμβριανά αντίθετα είδαμε να μεταφέρουν τάχιστα μεγάλες δυνάμεις από Ιταλία και Αίγυπτο…
Την 1η Ιουλίου 1944 υπήρχε στο νησί της Κρήτης συνολική δύναμη κατοχής 41.518 ανδρών. Αυτή αποτελούνταν από 29.685 άνδρες στρατού ξηράς, 8.381 άνδρες της αεροπορίας και 3.452 άνδρες του ναυτικού, ένα τμήμα των οποίων ήταν μάχιμο. Από τα τέλη του μήνα Αυγούστου ξεκινούσαν οι προετοιμασίες αποχώρησης των Γερμανών από την Κρήτη. Αποφασίστηκε αρχικά η εκκένωση του ανατολικού τμήματος του νησιού. Όσα υλικά ήταν δυνατόν θα μεταφέρονταν στην κυρίως Ελλάδα και τα υπόλοιπα προς τα δυτικά. Ό,τι δεν μπορούσε να μεταφερθεί, εγκαταστάσεις και αποθήκες, ιδίως της αεροπορίας και του ναυτικού, θα έπρεπε να καταστραφούν. Λαμβάνοντας υπόψη διάφορους παράγοντες, ανάμεσα στους οποίους η επάρκεια καυσίμων για αεροπλάνα και πλοία, υπήρχε η παραδοχή πως δεν ήταν δυνατόν να μεταφερθεί το σύνολο του γερμανικού προσωπικού. Οι εναπομείναντες, σχηματίζοντας την 133η Μεραρχία Φρουρίου σε μέρος του νομού Χανίων, θα έπρεπε να συμβάλλουν στον αγώνα δεσμεύοντας εχθρικές δυνάμεις στο νησί. Το βράδυ της 22ης Σεπτεμβρίου 1944, ο στρατηγός Μίλερ παρέδωσε τη διοίκηση της “Οχυράς Θέσεως Κρήτης” στον συνταγματάρχη Χανς Γκέοργκ Μπέντακ (Benthack). Στη σχετική διαταγή παράδοσης αναφερόταν πως δεν θα έπρεπε να υπολογίζεται πλέον σημαντική δυνατότητα θαλάσσιας μεταφοράς και τα ειδικά όπλα, όπως τα τεθωρακισμένα μαζί με το προσωπικό τους, θα έπρεπε να μεταφερθούν αεροπορικώς. Κανένα γερμανικό αεροπλάνο δεν παρέμεινε στο νησί, ούτε εμφανίστηκε μετά τις 16 Οκτωβρίου. Οι Γερμανοί που είχαν παραμείνει υπολογίζονταν μεταξύ 11 και 13.000, συμπεριλαμβανομένων 2-2.500 Ιταλών. Η Μεγάλη Βρετανία από τη μεριά της επιθυμούσε να διατηρήσει μεταπολεμικά στη ζωή το προπολεμικό πολιτικό status quo στην Ευρώπη και βασικά να προστατεύσει την αυτοκρατορία της. Το 1944, η βρετανική θέση γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη μέσα στη Μεγάλη Συμμαχία. Η προέλαση του Κόκκινου Στρατού εξασφάλιζε τη σοβιετική επιρροή στην Ανατολική και ίσως στην Κεντρική Ευρώπη. Η αγωνιώδης προσπάθεια των Βρετανών να σώσουν ό,τι μπορούσαν από την προπολεμική επιρροή τους, τους οδηγούσε να υιοθετούν και να υποστηρίζουν απροκάλυπτα πολιτικά κριτήρια σε αντίθεση με τα στρατιωτικά δεδομένα. Οι Βρετανοί αποφάσισαν να είναι ανυποχώρητοι στην υπεράσπιση των συμφερόντων τους στην Ελλάδα. Με βάση αυτή τη λογική μπορούμε να ερμηνεύσουμε την «παράλειψη» αφοπλισμού πάνω από 11.000 Γερμανών στην Κρήτη αλλά και την πανστρατιά στην Αθήνα για τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ την ίδια περίοδο.
• Υπάρχουν αιτήματα από τους αντάρτες της Κρήτης που ζητούσαν από την εθνική κυβέρνηση και τους Άγγλους να τους ενισχύσουν ώστε να δώσουν τέλος στην κατοχή; Ξέρουμε ή μπορούμε να υποθέσουμε για τους λόγους που δεν το έκαναν;
Η βασική αντίθεση που θα αναδειχθεί την περίοδο σύμπτυξης προς τα δυτικά, αφορούσε την αντιμετώπιση των Γερμανών. Ο ΕΛΑΣ θα προβάλει την αναγκαιότητα προσβολής των γερμανικών δυνάμεων ενώ οι Βρετανοί θα προτάξουν ως στόχο τους την αυτοσυγκράτηση των αντάρτικων ομάδων. Τη βρετανική γραμμή θα υιοθετήσουν οι οργανώσεις που συνεργάζονταν μαζί τους, όπως η ΕΟΚ. Η βρετανική πολιτική κατά τη διάρκεια της γερμανικής σύμπτυξης αποτυπώνεται από τους ίδιους ως εξής: «Δεν προτείνεται η παρεμπόδιση της σύμπτυξης με αντάρτικη δράση ή σαμποτάζ, αλλά η επικέντρωση στη δημιουργία ευνοϊκών όρων για την παράδοση της εναπομείνασας φρουράς με υπονόμευση. Η δράση οπλισμένων ομάδων θα περιοριστεί στη συντήρηση της τάξης». Ο λοχαγός Φρέιζερ (H. Fraser) κατέγραψε απολογιστικά γιατί δεν αναπτύχθηκε αντάρτικος αγώνας σε μεγάλη κλίμακα. Συνοπτικά, 1) μετά τη γερμανική υποχώρηση στο Ελ Αλαμέιν, το νησί σταμάτησε να έχει στρατηγική σημασία, 2) η αποστολή όπλων ήταν στο ελάχιστο επίπεδο και 3) «πολιτικοί λόγοι έκαναν ανασφαλή τον εξοπλισμό των δύο αντίπαλων παρατάξεων». Στην πραγματικότητα, για τους Βρετανούς, ο στόχος ήδη ήταν η υποταγή του ΕΑΜ. Από την άλλη, ο στρατηγός Σαράφης είχε εκδηλώσει την διαθεσιμότητα του ΕΛΑΣ της κυρίως Ελλάδας να στείλει τμήματα εναντίον των Γερμανών στην Κρήτη.
• Ισχύει το ότι οι Βρετανοί μετά τη λήξη του πολέμου ανέθεσαν στα γερμανικά στρατεύματα “αστυνομικά καθήκοντα” στο νησί;
Στις 9 Μαΐου 1945, με το τέλος του πολέμου στην Ευρώπη δηλαδή, υπογράφτηκε στο Ηράκλειο η συνθηκολόγηση των Γερμανών στην Κρήτη. Οι Βρετανοί συγκέντρωσαν τους Γερμανούς σε μια ζώνη όπου απαγορευόταν η είσοδος στους Έλληνες. Η δε διαδικασία αποχώρησης των Γερμανών διήρκεσε τόσο ώστε να προκαλείται το αίσθημα των ντόπιων, σε συνδυασμό με καθήκοντα φρουράς που είχαν ως το τέλος οι ένοπλοι πλην αιχμάλωτοι Γερμανοί. Η κατάσταση αυτή έχει περιγραφεί γλαφυρά από τον ερευνητή Σταύρο Βλοντάκη στο βιβλίο του “Οχυρά Θέσις Κρήτης” ως περίοδος “αγγλογερμανικής κατοχής” και έχει περάσει και στη λογοτεχνία με το έργο της Μάρως Δούκα “Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ”. Σύμφωνα με τον υπολοχαγό Γεώργιο Κάββο, οι Βρετανοί επεδίωκαν την καταστροφή όχι μόνο του πολεμικού υλικού αλλά και αυτών των αυτοκινήτων και του φαρμακευτικού υλικού. Καταστρέφονταν καθημερινά με ανατινάξεις αποθήκες βομβών και βλημάτων Πυροβολικού. Στη συνέχεια άρχισε η καταστροφή στη θάλασσα του βαρέος οπλισμού των όλμων και πυροβόλων. Για μια εβδομάδα, δέκα ώρες την ημέρα, 800 όπλα πυροβολώντας «κατέστρεφαν ολοκληρωτικά κάθε βεληνεκούς πυρομαχικά». Σε μια σειρά άλλα ζητήματα (λάφυρα, εγκληματίες πολέμου, υλικά και εργασία για ανασυγκρότηση), οι όροι συνθηκολόγησης και τα ελληνικά αιτήματα αγνοήθηκαν, ενώ η Στρατ. Διοίκηση Κρήτης καμιά διαταγή ή οδηγία δεν πήρε από την κυβέρνηση του ναύαρχου Πέτρου Βούλγαρη ή το Γενικό Επιτελείο Στρατού για τα θέματα αυτά.
• Υπάρχουν και εκείνοι που υπερασπίζονται τη στάση των Βρετανών και αναφέρουν πως δεν ήθελαν να παραδοθούν οι Γερμανοί στους αντάρτες γιατί ήθελαν να αποτρέψουν αντεκδικήσεις σε βάρος τους …Ισχύει κάτι τέτοιο; Μήπως ο πραγματικός λόγος ήταν ότι φοβόταν ότι οι αντάρτες θα έπαιρναν στα χέρια τους τα όπλα των Γερμανών;
Όπως γνωρίζουμε από την έρευνα του ιστορικού Lars Bærentzen για την απελευθέρωση της Πελοποννήσου τον Σεπτέμβριο του 1944, οι Βρετανοί δεν επιθυμούσαν μια γερμανική παράδοση που θα είχε ως αποτέλεσμα να πέσει στα χέρια του ΕΛ.ΑΣ. γερμανικός οπλισμός. Σύμφωνα με ένα έγγραφο του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών της 14ης Αυγούστου 1944, το καλύτερο σενάριο για τους Βρετανούς διατυπωνόταν ως εξής: «όταν τα βρετανικά στρατεύματα θα είναι έτοιμα να μεταβούν στην Ελλάδα, να ρυθμιστεί και η παράδοση των Γερμανών, υπό τον όρο ότι θα παραδώσουν και όλα τα γερμανικά όπλα και εφόδια, κατά τρόπο ώστε να μην πέσουν στα χέρια του ΕΑΜ και να μην υπάρξει κενό από το οποίο θα μπορούσε να επωφεληθεί το ΕΑΜ». Στην περίπτωση της Κρήτης, όπως είπαμε ήδη, οι Βρετανοί φρόντισαν να μην πέσουν τα γερμανικά όπλα και λοιπά υλικά στα χέρια όχι του ΕΑΜ που βρέθηκε υπό διωγμόν αλλά ούτε καν της ελληνικής κυβέρνησης.
Η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος είναι από πολλές απόψεις μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίοδος της ιστορίας της Κρήτης. Συγχαρητήρια στον κ. Σκαλιδάκη για την έρευνά του. Περιμένω από την εφημερίδα σας να μας ενημερώσει για το πότε θα κυκλοφορήσει το βιβλίο του.
Εξαιρετικό άρθρο, βάζει τον αναγνώστη στο ρου της ιστορίας σε ελάχιστο χρόνο, αναλύει με ακρίβεια τα γεγονότα..Λόγω σπουδών (Γερμανική Φιλολογία) με είχε απασχολήσει σε εργασία μου η παράταση παραμονής των γερμανικών στρατευμάτων στη νήσο μας.. Θεωρώ τους προβληματισμούς του κ. Σκαλιδάκη ως προς τους Άγγλους απόλυτα δικαιολογημένους.. Χάρηκα και με την αναφορά στο βιβλίο της κ. Δούκα 🙂