Χαρά, δεκατετράχρονη παιδούλα,
γλυκιά, καλοσυνάτη, ζωηρούλα.
Ερχόσουν στο χωριό απ΄την Αθήνα,
το θέρος, στη γιαγιά σου τη Βαρδίνα.
Κι εγώ ΄μουν ο Βασίλης , γείτονάς σου
που’ χ΄ακριβώς τα χρόνια τα δικά σου.
Τα δάση του χωριού ήταν δικά μας,
στ΄ ατέλειωτα παιγνίδια τα κρυφτά μας
που πάντα με ξεγέλαγες κυρία….
Συ φώναζες το “φτου ξελευτερία”
Εσύ το ” φτου ξελεφτεριά Βασίλη”
κι ένιωθα σα να μου ΄παιζες σκαμπίλι.
Σαν πέρασαν εξήντα πέντε χρόνια,
και σ΄αναπήρων σ΄είδα πολυθρόνα
με βλέμμα απλανές, μου ειπ΄ο γιός σου
πως τίποτ΄απολύτως δε θυμόσουν.
Όμως! σε λίγο, παιδική μου φίλη
φώναξες: ” Φτου ξελευτεριά Βασίλη”
κι έσβησε της ζωής σου το καντήλι.