Στην εφημερίδα των Ελλήνων Νομικών του Ν. Π. Θηβαίου το έτος 1941 δημοσιεύτηκε η σημαντική αυτή μελέτη του Κοινωνιολόγου Ευαγγέλου Λεμπέση υπό τον τίτλο: «Η τεραστία κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω».
Η μελέτη αυτή ξεσήκωσε θύελλα συζητήσεων, θετικών και αρνητικών δημοσιεύσεων, νομικών αναλύσεων και αναζητήσεων κ.τ.τ. Ο σχετικός διάλογος στις εφημερίδες κράτησε για πολλές ημέρες. Άρθρα δημοσίευσαν οι δημοσιογράφοι: Π. Παλαιολόγος («Ελεύθερο Βήμα» 24/10/1941), Κ. Βάρναλης («Πρωΐα», 30/10/1941 και 31/10/1941), Δ. Νίτσος («Ακρόπολις» 31/10/1941) και Ηλ. Μπρεδήμας («Πρωινός Τύπος»). Άλλοι παρατήρησαν ελλείψεις στη μελέτη, άλλοι είδαν τον εαυτόν τους ως «θιγόμενον» και επιτέθηκαν στον συγγραφέα σκληρά και τέλος άλλοι μετέφεραν τον διάλογο στο καφενείο ή το καφενείο στον διάλογο. Πάντως οι βλάκες εδόνησαν όλους τους ελληνικούς τόπους και ήταν για καιρό στο επίκεντρο όλων των συζητήσεων. Ο τρόπος γραφής του Ευαγγέλου Λεμπέση, εκτός της δωρικής του επιστημονικότητας, είναι χιουμοριστικός, υπεράγαν σαρκαστικός και ενίοτε δηκτικός. Σατιρικός μέχρι του εσχάτου βαθμού. Θεωρεί τους βλάκες δυνάστες της ανθρωπότητας και τους ευφυείς δυναστευόμενους! Στους τελευταίους αφιερώνει την μελέτη του. Δανείζεται από τον Φώτιο Πολίτη (Καραγκιόζης ο Μέγας) το παράδειγμα του «έξυπνου» Έλληνα στο πρόσωπο του Καραγκιόζη. Τον κάλεσαν, λοιπόν, στο Σεράγι για γεύμα. Ενθουσιάστηκε από την μακαρονάδα, την οποία προσέφεραν προεισαγωγικώς και αφού ρωτά, εάν προσφέρεται… δωρεάν, παραγγέλλει και καταβροχθίζει άλλες τρεις. Όταν του προσφέρουν το κυρίως γεύμα αδυνατεί να το θίξει, γιατί «βαρυστομάχιασε». Θεωρεί, όμως, ο έξυπνος Έλληνας ότι τον γέλασε: «Τους την έφερα δεν είναι ζήτημα… Εγώ μια φορά τους έφαγα τρεις μακαρονάδες τζάμπα!…». Εμείς, εκτός της προτροπής για ανάγνωση της μελέτης αυτής του Ευαγγέλου Λεμπέση, αναδημοσιεύουμε κάποια αποσπάσματα: «…Τούτων δεδομένων ἐξηγεῖται καὶ ἡ ἀτελεύτητος καὶ αὐστηροτάτη ἐπιλογὴ βλακῶν εἰς τὰ ὁμαδικὰ συστήματα ἡ ὁποία, τὴ βοηθεῖα μίας πολιτικῆς βίας, κατοχυροῦται καὶ ὡς πολιτικὸν καὶ κοινωνικὸν καθεστὼς (4η Αὐγούστου), τόσῳ μᾶλλον, ὅσο ἡ ἐλευθερία τῆς σκέψεως, χρήσιμος μόνον εἰς ἐκείνους, οἵτινες διαθέτουν σκέψιν, εἶναι μονίμως καὶ ἐξόχως ἀντιπαθητικὴ εἰς τοὺς βλάκας, διότι ἀσκουμένη ὑπὸ τῶν ἄλλων στρέφεται ἐναντίον των, ἴδια ὁσάκις οὗτοι κατέχουν ἐξουσιαστικὰς θέσεις, ἢ ἔχουν συνδέση συμφέροντα μὲ τοὺς κατέχοντας αὐτάς. Ἡ ἔλλειψις ἰδίας γνώμης, ἡ κολακεία καὶ ἡ ρᾳδιουργία (ἴδε κατωτέρω) τοὺς προορίζουν ἄλλως τε εἰδικῶς διὰ τὰς καταστάσεις ταύτας. Ἡ ἀκατανίκητος ἐπίσης τάσις τῶν βλακῶν πρὸς τὰς πάσης φύσεως ἀγελαίας ἐμφανίσεις (κοσμικαὶ συγκεντρώσεις καὶ causerie τρεφομένη ἐκ τῶν περιεχομένων τῶν ἐφημερίδων καὶ τῶν ραδιοφώνων, μόδα, κλπ.) καὶ διακρίσεις (τίτλοι, διπλώματα παράσημα) εἶναι κατόπιν τῶν ἀνωτέρω αὐτονόητος…». «…Λαμβανομένης ἤδη ὑπ᾿ ὄψιν τῆς ἐπικαίρου ταύτης θέσεως τῶν κατωτέρων βαθμίδων καὶ προσώπων ἐν τῷ κοινωνικῷ διαφορισμῶ καθίσταται ἀπολύτως νοητὴ καὶ ἡ ἄνοδος αὐτῶν εἰς ἀνωτέρας βαθμίδας διὰ κοινοῦ μεταξὺ τῶν συνασπισμοῦ ἀναδεικνύοντος ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν δι᾿ ὀργανωμένης ἀντιστάσεως (boycotage) πρὸς τὰ ἄνω καὶ παραλύσεως τῶν τυχὸν ἀντιθέτων ἐνεργειῶν τῶν ὑπερκειμένων παραγόντων πρὸς ἀνάδειξιν ἄλλου πράγματι ἱκανοῦ, προσώπου, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ δι᾿ ὀργανωμένης προωθήσεως προσώπου ἐκ τῶν κόλπων αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀνωτέραν βαθμίδα. Τὸ φαινόμενον τοῦτο καλεῖται κλίκα…». «…Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνευ συνασπισμοῦ καὶ ὀργανώσεως – ἄνευ «κλίκας» – ἀνερχόμενοι βλᾶκες ἢ ἀνίκανοι γενικῶς, ἀτομικῶς καὶ μόνον ἐπικρατοῦντες, εὑρίσκονται ἐν τούτοις δεσμευμένοι ὑπὸ τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ εἰς ἴσον βαθμὸν ὡς καὶ οἱ ὀργανωμένοι τοιοῦτοι. Διότι ἀντικειμενικῶς αἱ θέσεις τὰς ὁποίας λαμβάνουν εἶναι τοιαύται, ὥστε ἡ ἀνεπάρκεια τῶν ἢ νὰ εἶναι πλεονεκτικὴ ἢ νὰ εἶναι ἀνεκτή, οὐδέποτε ὅμως θέσεις ἀπαιτούσαι πραγματικὰ προσόντα, ἐκ τῶν ὁποίων – καὶ ἂν ἀκόμη φθάνουν εἰς αὐτάς – ἀνατρέπονται καὶ κρημνίζονται εἰς τὴν πρώτην ἀντίξοον περίστασιν καὶ ὑπὸ μεγάλου τινὸς ἢ μικροῦ πνέοντος ἀνέμου. Οὕτω λ.χ. πολλοὶ ἐξ αὐτῶν κατέλαβον διαδοχικῶς πλεῖστα ἀξιώματα τῆς κοινωνίας καὶ τῆς πολιτείας, ἀπὸ τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας, μέχρι τοῦ «Προέδρου τοῦ Συλλόγου Προστασίας Ἐγγύων Μυιῶν», τοῦ «Γενικοῦ Γραμματέως τῆς Γενικῆς Συνομοσπονδίας Πωλητῶν Ποντικοπαγίδων» κ.ο.κ., ἀξιώματα βεβαίως, τὰ ὁποῖα οὐδέποτε θὰ ἐπιδιώξη σοβαρῶς ἀπασχολούμενος ἄνθρωπος. Εἰς τὰ ἀξιώματα ταῦτα προστίθενται φυσικὰ καὶ διακρίσεις οἶον παράσημα, διπλώματα, δεξιώσεις κλπ. τὰ ὁποῖα ἀνέκαθεν ἀπετέλεσαν εὐπρόσεκτα καὶ ζωηρῶς καταζητούμενα θέματα μεγάλων σατυρικῶν ἔργων τῆς λογοτεχνίας, ἔνθα ἀπηθανατίσθη ὁ ἀνώνυμος οὗτος κοινωνικὸς τύπος…». «…Ἐνδιαφέρον εἶναι τέλος ἐνταῦθα τὸ φαινόμενον μερικῶν εὐφυῶν ἀνθρώπων, οἵτινες, ἐνστικτωδῶς διαισθανόμενοι τὸν κοινωνικῶς ἀνυπέρβλητον ρόλον τῶν βλακῶν καὶ τὴν λαμπρὰν κοινωνικὴν αὐτῶν σταδιοδρομίαν – ἐν τῇ «χρυσῇ» μέσῃ ὁδῷ τῆς μετριότητος ἐννοεῖται – ἀποφασίζουν νὰ ὑποδυθοῦν τὸν ρόλον αὐτόν, ὅπως ἀνέλθουν διὰ τῆς μεθόδου τῆς «νύσσης», ὡς αὕτη εὐφυέστατα ἀποκαλεῖται παρὰ τῷ λαῷ…». «…Ὁ τελευταῖος τῶν βλακῶν θὰ ἠδύνατο νὰ ἐξαπατήσῃ ἕνα Κὰντ ἢ ἕνα Μπετόβεν καὶ ὁ τελευταῖος τῶν Ἑλλήνων ἕνα Εὐρωπαῖον… Τὸ μειδίαμα τοῦ οἴκτου,τὸ ὁποῖον ρίπτουν οἱ «ἀφελεῖς κουτόφραγκοι», δημιουργοὶ τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν καὶ ἐξουσιασταὶ τοῦ κόσμου, ἐπὶ τῶν δυστυχῶν «ἔξυπνών» της Μεσογείου καὶ τῆς Ἀνατολῆς, ἂς εἶναι καὶ ἡ τιμωρία τῶν βλακῶν καὶ διὰ τὴν «θεωρίαν» των ταύτην!…». «…Ὡς πρὸς τὴν κοινωνικὴν προέλευσιν τῶν βλακῶν διαπιστοῦται ὅτι ἡ παραγωγὴ βλακῶν δὲν εἶναι «ταξική». Ἡ πονηρὰ φύσις δὲν ἔδωκεν εἰς ὡρισμένην τινὰ κοινωνικὴν τάξιν τὸ ἐπίζηλον τοῦτο προνόμιον. Ἐπεδαψίλευσεν ἴσως ὡς φαίνεται, εἰς τὴν ἑκάστοτε ἄνω τάξιν τοὺς διασκεδαστικωτέρους ἁπλῶς τύπους βλακῶν, ἀλλὰ δὲν ἐστέρησεν οὐδεμίαν ἄλλην κοινωνικὴν τάξιν τῆς σοβαρᾶς συμβολῆς των. Ὁ βλὰξ ὑπουργός, ὁ ἀγόμενος καὶ φερόμενος ὑπὸ τῶν ὑπαλλήλων του καὶ τὰ μέλη ἑνὸς ἐργατικοῦ σωματείου, τὰ ὁποῖα ἐκμεταλλεύεται ὁ πονηρὸς ἐργατοκάπηλος, ἀποτελοῦν δυὸ ἀντίθετα παραδείγματα τοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ βλακεία δὲν ἔχει ταξικὴν τὴν πατρίδα…». Περί του ματαίου να πείσει κάποιος τον βλάκα για το λάθος του, αναφέρω το εξής περιστατικό: Προ ετών μία ατάλαντος και απαίδευτος κυρία έγινε Πρόεδρος ενός σπουδαίου πνευματικού σωματείου. Μία ημέρα, σε ομιλία της είπε: «Το δις εξαμαρτείν ουκ γυναικός σοφής». Έσκυψε κάποιος και της είπε: το ου δεν παίρνει κ, γιατί δεν ακολουθεί φωνήεν (όπως ουκ ανδρός σοφού). Το τι έγινε δεν περιγράφεται! Η κυρία έβγαλε αγράμματο τον φίλο! Βέβαια, για να προχωρήσει αυτός να της ειπεί ότι το γνωμικό αυτό εκφέρεται λάθος και το ορθό είναι «Το δις εξαμαρτείν τ’ αυτό ουκ ανδρός σοφού», ούτε λόγος. Αυτά.