Η βιωματική ποίηση της Βικτωρίας Θεοδώρου (1925-2019) υποδηλώνει σαφώς ότι το νερό, σε στεριά και θάλασσα, αλλά και το χώμα, αποτέλεσαν πρωταρχικά στοιχεία της πύρινης ζωής της, τα οποία με την πάροδο του χρόνου λειτούργησαν ως καθαγιασμένα σύμβολα στη σκέψη της. [1] Το έργο της βρίθει λέξεων που αφορούν στο υγρό στοιχείο, χωρίς να υστερούν σημαντικά όσες αναφέρονται στη γη.
Στα 603 ποιήματα [2] που περιέχονται στις δεκατρείς συλλογές της η λέξη “νερό” εμφανίζεται 101 φορές, η θάλασσα 92, το κύμα 53, η βροχή 34, ο γιαλός 23, το πέλαγος 23, ο ποταμός 22, η λίμνη 22, ο αφρός 19, το ποτάμι 17, η πηγή 15, το πηγάδι 13, η βρύση 13, ο βυθός 13, η στέρνα 11, ο ωκεανός 9, το περιγιάλι 8, ο (θαλασσινός) βοριάς 8, το ακρογιάλι 7.
Επί πλέον αριθμούνται και λέξεις που άπτονται άμεσα ή έμμεσα γενικότερα του υγρού στοιχείου και ειδικότερα της θάλασσας, όπως: άμμος 26, νησί 25, βράχος 23, όχθη 21, πλοίο 17, καράβι 14, λιμάνι 14, αλάτι 13, κογχύλι 12, καΐκι 11, κουπί 11, δίχτυ 11, ψάρι 11, αμμουδιά 10, αύρα 10, σκάφος 10, Τρίκερι 10, ναύτης 9, ακρωτήρι 9, βότσαλο 8, φύκι 7, πόντος 6, γλάρος 6, δελφίνι 5, ζέφυρος 5, άγκυρα 4, νεώριο 4, βαπόρι 4, βάρκα 4, φλοίσβος 4, αλλά και: θαλασσινός, θαλάσσιος, θαλασσοταραχή, θαλασσόβιος, θαλασσοσπηλιά, θαλασσοπούλι, θαλασσομάχος, παραθαλάσσιος, ακροθαλασσιά, ακρογιαλιά, παραλία, ακτή, γυρογιάλι, κυματισμός, κυματοδαρμένος, παλίρροια, πλημμυρίδα, άμπωτη, αμμοθύελλα, αμμουδερός, αμμούδα, αρμυρός, αρμυρίκι, αρμυρολούλουδα, αμμόκρινα, pangratium maritimum, ψαράς, ναυτικός, καπετάνιος, πελαγόπετρα, χελιδονόψαρο, σκυλόψαρο, κεφαλόπουλο, σμέρνα, πέστροφα, αθερίνα, μέδουσα, φώκια, σφουγγάρι, σουπιοκόκαλο, κοράλλι, όστρακο, αχινός, καβούρι, πετράδια, χοχλάδια, γοργόνα, ποντοπόρος, ποντισμένος, ικάριος, ενάλιος, περιγιαλίτικος, νησιώτικος , νησιώτισσα, πυξίδα, ναυάγιο, ερημονήσι, ξερονήσι, νήσος, αφροκοπώ, αρμενίζω, κυματίζω, αναδύομαι, αγναντεύω, αγνάντεμα, αγναντεύουσες, καραβάκι, ψαράδικο, πολυκάταρτο, ξύλο, μονόξυλο, πλεούμενο, γαλέρα, βαθυσκάφος, κήτος, αρματαγωγό, καραβόπανο, πανί, κατάρτι, άρμενα, πλους, φάρος, κάβος, όρμος, κόλπος, γούβα, δολιχή, γούπατο, τσαχίλι, ανάβαθα, συμπληγάδες, μελτέμι, μπάτης, φουρτούνα, μπουρίνι, τρικυμία, μπονάτσα, αλισάχνη, Ατλαντίδα, Αιγαίο, Ικάριον, Μυρτώον, Λιβυκό, Άξενος, Μαύρη θάλασσα, Πόντος, Κασπία, Μεσόγειος, Εύριπος, Τρίτωνας, Ποσειδώνας, Μέδουσα, Κυμοθόη, Ελίκη, Μακρόνησος, Μακρονήσι, Καλοί Λιμένες, Ακρωτήρι, Λαζαρέτα, Καινούργια Χώρα, κ.ο.κ.
Αντιθέτως, το “χώμα” εμφανίζεται 72 φορές, η γη 66, η στεριά 12, και άλλες λέξεις σχετικές με τη γη όπως: βουνό 47, πέτρα 51, όρος 22, κάμπος 16, γκρεμός 12, πλαγιά 9, οροπέδιο 9, φαράγγι 8, κοιλάδα 6, οροσειρά 5, πεδιάδα 5, γκρεμνά 2, λέσκα 1, κ.ο.κ.
Στην παρούσα μελέτη [3] θα περιοριστούμε σε μερικές από τις καίριες αναφορές της ποιήτριας προς τη θάλασσα, ευχετικές (νοσταλγία, εύνοια, προοπτική κ.ο.κ.) αλλά και αποτρεπτικές (άλγος, στέρηση, εμπόδιο κ.ο.κ.)
Στο λυρικότατο “Εγκώμιο” (1957) η αύρα της μάνας του μόχθου βρίσκεται “μες στα πλυμένα ρούχα που στεγνώνουνε, στ’ αγέρι της θάλασσας”, ενώ όταν ζούσε καθόταν πλάι “στη θάλασσα τη μεγαλόστηθη”, να λέει “της θάλασσας τα πάθη” της, εμπιστευόμενη “τον άπιστο γιαλό”. Είναι η “χελιδονομάνα που φτερουγάει στη θυμωμένη θάλασσα” να δει το εξόριστο παιδί της ενώ όταν επιστρέφει στις βιοποριστικές της έγνοιες θα είναι η ίδια σαν την αεικίνητη θάλασσα: “Αν στάθη η θάλασσα έξ’ από την αυλή μου / εκαταλάγιασα κι εγώ απ’ τα ξημερώματα”.
Στο “Κατώφλι και Παράθυρο” (1962) ο παιδικός παράδεισος βρίσκεται στην Καινούργια Χώρα, εκεί που “όλα τα γλύφει η θάλασσα”. Η ποιήτρια, με την ήδη ασθενική ακοή της, χάνει “το φλοίσβο και του βότσαλου το τρίξιμο” μένοντας και ως ενήλικη μ΄ένα βάρος στα μάτια: “Ακούω με τα μάτια μου το κύμα σου θάλασσα”. Στον αναιδή θρίαμβο των νικητών του Εμφυλίου στη γέφυρα του Κλαδισού, η φύση αντιστέκεται: “Βούρκος, τα κρύσταλλα νερά / κι εχόλιασεν η θάλασσα / και δε βαστάει / να τα σηκώνει”. Αλλά και στην εξορία, ζωσμένη “με θάλασσα πικρή χωρίς καράβια” σε “ξένα χολιασμένα πέλαγα”, κοιτά “μ’ ανατριχίλα / σαν ερπετό, σαν κρύο στοιχειό, τη θάλασσα”.
Στο “Βορεινό προάστιο” (1966) νιώθει το βουνό να της βαραίνει το στήθος αφού δεν μπορεί να δει “τον ήλιον αδελφό και ταίρι με τη θάλασσα”: “τιμώ τα δέντρα μα τη μοίρα τους δεν τη ζηλεύω / πουλί περιγιαλίτικο, ποθώ το κύμα”. Αργότερα, όταν εκείνοι που την έθρεψαν έχουν χαθεί και το γενέθλιο τοπίο αρχίζει ν΄αλλοιώνεται, “μονάχα η θάλασσα μέσα σ’ αιώνια νιότη αστράφτει”, πλην ανήμπορη να διαφυλάξει τη συλλογική Μνήμη της συνοικίας. Ένα ενθύμιο από τον γενέθλιο τόπο του σλαβομακεδόνα πατέρα, γίνεται αιτία συμπόνιας προς τη μικρή και επί χρόνια παρεξηγημένη αυτή χώρα με τους βάλτους της “τους στερημένους / της θάλασσας την αύρα”.
Στο “Λαγούτο” (1971) τα δώρα που χαρίζει στην ποιήτρια ο ονειροδότης ύπνος είναι “Θάλασσες, και κουπιά, / τη νιότη μου ντυμένη στ’ άσπρα, / κι απ’ όλα τ’ ακριβότερο, τη λησμονιά”. Η εξορία, με την άρνηση δήλωσης μετανοίας, είναι επιλογή: “Στο νησί ήρθα, διάλεξα θάλασσα ξεχασμένη”. Εκεί, στων κατσικιών το δρόμο με τη θέα της απεραντοσύνης η αναφώνηση “κι ω, θαύμα, η θάλασσα μας φανερώθηκε από πέρα” δυναμώνει τη νεανική θέληση για συνέχιση του αγώνα: “Ω Αθάνατη, […] το έχεις καιρό ανασήκωσες με των αφρών σου τους χορούς”.
Στην “Εκδρομή” (1973), η πολύχρονη εξορία θέλει τη θάλασσα συμπαραστάτη: “και τι τη θέλω την ελπίδα, είπα, / θα μου σταθεί η θάλασσα και η ελιά” αφού “Θάλασσας θάρρος δε μου ’λειψες ποτέ […] Είχες τ’ αθάνατο αλάτι / μ’ εμπιστοσύνη σου ’δινα τις πληγές μου”. Εκεί, αφενός εκφράζει την ευχή για καθαρμό ,“Θάλασσα και παλίρροια φεγγαρίσια, ανέβα / να καταπιείς, τ’ αλίμονο για νικημένους και για νικητές” αφετέρου ονειροπολεί το ακριβό όραμα: “Με τις κορφές της θάλασσας, / σχημάτιζα λυτρωτικά καράβια / τους έβανα σημαίες σε χρώμα παπαρούνας / κι αδέρφια ναύτες, ελευθερωτές”.
Στην κοσμολογική “Ουρανία” (1978), η ποιήτρια παρακαλεί τον λαμπρό πλανήτη να μην την αφήσει να γίνει “όχθη στεγνή, σκελετωμένη κλίνη, / θάλασσα σεληνιακή” ακόμα και εάν αυτό της είναι δοσμένο από τη μοίρα.
Στον “Αρειο Ύπνο” (1983) ο κατακτητής από τον τάφο ομολογεί ότι, στη γη που πυρπόλησε, η λαχτάρα του αλατιού του χάρισε “την αιώνιά της θάλασσα” που ονειρευόταν όταν διάβαζε Όμηρο: “Καλή τε και πείρα / εν μέσω δ’ οίνοπι πόντω…” Στον οργισμένο της θούριο η ποιήτρια αναρωτιέται “Πού ’ναι ο γιαλός που μου αποκάλυψε / του έπους το ρυθμό; […] τι σημαίνει η σιωπή σου κύμα;” κι αποθαρρυμένη απευθύνεται στη φύση: “θάλασσα πολύτοκη, θάλασσα επίμονη, / ριφάκι του γκρεμού κι αγρίμι / μήπως το τελευταίο, το τελευταίο / χαίρεστε καλοκαίρι;”
Στη “Νυχτωδία των Συνόρων” (1986) οι γενέθλιες “νότιες θάλασσες” με την ανάκληση στο νου μιας δεύτερης πατρίδας ταξιδεύουν οδυνηρά αλλ΄όχι χωρίς ελπίδα την ποιήτρια “στης φαντασίας την Πρέσπα” όπου καραδοκούσε μέχρι την πρόσφατη Συμφωνία η Έρις μεταξύ των δύο Λαών. Το πεπρωμένο της ωστόσο από παιδάκι, με νηπιαγωγούς της “πουλιά της θάλασσας”, την αξίωσε να ιστορεί ενάντια στη λήθη, “τη φυγή και την προσφυγή εκείνων των κυνηγημένων. Στο τάγμα της Μνήμης υπηρετώντας”.
Στα “Μειλίγματα” (1990) που η κριτική χαρακτήρισε ‘χοές κατά της έσχατης πίκρας’ οι στίχοι “Πεθαίνει η θάλασσα / Γέρνει η Ελίκη” υπονοούν τον χρόνο που φεύγει, άρα και τον θάνατο, συνομιλώντας με το “Ακόμα κι η θάλασσα πεθαίνει” του Φ. Γκ. Λόρκα. Μετά τα γήινα, ο αγνωστικισμός της ποιήτριας ευελπιστεί σε μια άχρονη συνέχεια της υπόστασής της: “Ήσουν η δημιουργία κάποτε θάλασσα για μένα / ήσουν ο Ωκεανός πριν δω πριν μαθητέψω / στων άστρων το δρυμό ”.
Στο “Χρονικό” (1994), με την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων, αυτοί που έριξαν πέτρα φεύγοντας στη Δύση, “Ορίζοντα δε βλέπουνε σε τούτα εδώ τα μέρη […] Κι η θάλασσα που λαχταρούσαν, / Ούτε στο χάρτη, ούτε στο κύμα”. Οι Ελληνες από τις χώρες του Πόντου με τις πραμμάτειες τους στις λαϊκές του Λεκανοπεδίου, δεν βρήκαν γη επαγγελίας: “Η θάλασσα πήρε το πλοίο / Μαζί με την άγκυρα και πάει / Τάχα πως σε γιαλό θ’ αράξει μητρικό”.
Στη συλλογή “Ευνοημένοι” (1998) παρακαλεί τους νεκρούς να την επισκεφτούν στον ύπνο της, να της “ξαναδώσουν μέρες της νιότης, εξαίσιες εποχές”, όπως εκείνος ο ακορντεονίστας κάτω απ΄ το παράθυρό της “που ο φλοίσβος της θάλασσας τον προκαλούσε” να συναγωνιστούν στη μουσική. Η ποιήτρια παρακαλεί την ιαματική “Ώριμη θάλασσα του φθινοπώρου”, στην οποία άλλοτε εμπιστεύτηκε το σώμα της, να μην αλλάξει τις διαθέσεις της και σε “Καλούς Λιμένες” γηρατειών να την οδηγήσει.
Στη συλλογή “Κεδρισός” (2001) όσοι πληθυσμοί κατοίκησαν από την αρχαιότητα γύρω απ΄τις όχθες του “αφήσανε την αύρα τους / αντικατοπτρισμό πάνω στη θάλασσα”. Σήμερα, με ανεξίτηλες ακόμα τις μνήμες από τις θηριωδίες των Ναζί, το ρέμα εξακολουθεί να είναι νωθρό αφού “πάλι δεν κατεβαίνει ο ποταμός να βρει / της θάλασσας το στήθος […] για να σκεπάσει τις άρειες φωνές”. Όπως ο Κεδρισός είναι επίγειος αλλά και ουράνιος ποταμός, έτσι “η ανοιχτή κι απέραντη θάλασσα / με τ’ αναρίθμητά της άλφα”, ευλογημένη και ανελέητη, καθρεφτίζει τις διαθέσεις του ουρανού με τ΄αναρίθμητά του άστρα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Θεοδόσης Πυλαρινός, “Ελάσσονες τόνοι σε μείζονες κλίμακες στην ποίηση της Βικτωρίας Θεοδώρου” εκδ. Κεδρισός, Χανιά 2010, σ. 44
2. Στις πρώτες εκδόσεις αριθμούμε 588 ποιήματα στα οποία περιλαμβάνονται 15 ανέκδοτα που δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά “Θαλλώ” (1999), Ελλωτία” (2002) και “Μανδραγόρας” (2005).
3. Περιληπτική μορφή κεφαλαίου της υπό έκδοσιν μελέτης “Τα συστατικά στοιχεία του φυσικού κόσμου στην ποίηση της Βικτωρίας Θεοδώρου”.