Παρασκευή, 8 Νοεμβρίου, 2024

Η θεατρική παρουσίαση του έργου “Σιλάνς Σιλβουπλέ”

Μέσα από τη βαθιά σχισμή ενός βράχου, από έναν τρόχαλο, γλίστρησαν τα μυστικά και οι σιωπές της ζωής της και κρύφτηκαν σεμνά και ανεπιτήδευτα στις σελίδες ενός βιβλίου, πρώτα.
Ακόμα τότε, τα σιλάνς διέγραφαν μέσα της την τροχιά τους. Ακόμα τα σκοτάδια δίσταζαν να εκτεθούν στο φως… Ομως, η ζωή ανοίγει δρόμο, θέλει φως για να συνεχίσει την πορεία της και δεν διστάζει να ανεβεί και πάνω στο θεατρικό σανίδι για να ολοκληρώσει την εικόνα της, για να μοιραστεί τα πάθη της, να τα σπάσει σε πιο πολλά κομμάτια, να τα εξαϋλώσει. Η ζωή έγραψε την ιστορία του “Σιλάνς σιλβουπλέ” με το χέρι ενός μικρού κοριτσιού, ενός κοριτσιού μιας όχι και τόσο μακρινής εποχής , μιλάμε για τη δεκαετία του 60, τόσο μόνο.
Το παρελθόν σκοτεινό, πένθιμο, φοβιστικό για ένα μικρό κορίτσι, διέρεε μόνον από τους κουζουλούς συγχωριανούς που πέταγαν καμιά κουβέντα όταν περνούσαν μπροστά του, από κάποιους κακούς συγγενείς που το πλησίαζαν όταν τους δινόταν ευκαιρία, αλλά τσιμουδιά από εκείνους που ήταν οι πιο κοντινοί και οι πιο αρμόδιοι να ρίξουν φως και να διώξουν τις τυραννικές σκιές που βασάνιζαν το μυαλουδάκι του. Μέσα στο σπίτι υπήρχε η κυριαρχία της σιωπής. «Πάντα όταν η μαμά μιλάει με κάποιον κι εγώ πλησιάζω, εκείνη λέει σιλάνς σιλβουπλέ, κι αλλάζει κουβέντα… Νομίζω ότι το σπίτι μας, το χωριό μας, ο κόσμος όλος είναι χτισμένος από μυστικά… Στο σπίτι μας μιλάμε φανερά και ελληνικά μόνο για την κατσίκα μας, για τις ιστορίες από το Παρίσι, για τους πεθαμένους, για τα μνημόσυνα και για τα κακά όνειρα της μαμάς».
Υπήρχαν εκείνες οι ιδεολογίες που έλεγαν ότι η πατρίδα δεν χρειάζεται εθνικούς ύμνους . «…Ο μπαμπάς είπε να μην ξανατραγουδήσω τον Εθνικό Ύμνο γιατί αυτόν τον τραγουδούν κυρίως οι δεξιοί, οι βασιλιάδες, οι ρουφιάνοι και τα χαϊβάνια που δεν ξέρουν τι τους γίνεται…». Ο ίδιος αυτοπροσδιοριζότανε ως Κρητικός Φιλέλλην όπως ήτανε και ο Καζαντζάκης που κι αυτός ήτανε στο Παρίσι. Προόριζε τη θετή του κόρη να γίνει μια καλή… κομουνίστρια δείχνοντάς της πώς να κλαδεύει, να φυτεύει δέντρα, πράξεις βασισμένες πάνω στη βεβαιότητα ότι με την εργασία ανταμείβεσαι γιατί έτσι βοηθάς την πατρίδα.
Υπήρχαν και οι αδιέξοδες ζωές που έσπρωχναν τη νεαρή γυναίκα, τριάντα χρόνια μικρότερη από τον σύζυγο, να θέλει να βάλει τέρμα στα βάσανα πέφτοντας στον κοντινότερο ανοιχτό τάφο, τη στέρνα. «Η μαμά μου η πρώτη, όταν ήταν εγκυος πήγε να πέσει μέσα στη στέρνα, αλλά η κοιλιά της ήταν μεγάλη και σφήνωσε στο μποτσάλι της στέρνας και μετά ήρθαν και την τραβήξανε».
Και παρακάτω, όπου ο θάνατος φαντάζει λύτρωση γιατί η ζωή έχει εξαντλήσει τα ανθρώπινα περιθώρια αντοχής «Είναι βλέπεις και οι γριές που δεν έχουν υπομονή να περιμένουν να πεθάνουν, και πέφτουν στις στέρνες και πνίγονται, και μετά έρχεται ο γιατρός και λέει πως ήτανε τρελές για να μπορεί ο παπάς να τις θάψει. Πιο πολύ απ’ όλους στενοχωριούνται οι συγγενείς τους γιατί μαγαρίζεται το νερό και πρέπει να ρίξουν ασβέστη και αργούν πολύ να πιούν από εκεί», καταγράφει το κορίτσι…
Στο πίσω μέρος του μυαλού της υπάρχει η θολή εικόνα της πρώτης μαμάς με το τραγικό τέλος, οι αναθυμιάσεις από τα ακατανόητα σχόλια των συγχωριανών που φέρνουν σκοτοδίνη, τα ερωτήματα για όλα τα ανεξήγητα που διαδραματίστηκαν στο πολύ πρόσφατο παρελθόν. Ευτυχώς, για καλή της τύχη εδώ, στο παρόν υπάρχουν οι θετοί γονείς, αυτή η απρόσμενη σανίδα σωτηρίας, που μπορεί να μοιάζει αλύγιστη αλλά προσφέρεται να τη βγάλει από τις δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις στον καθαρό αέρα, να την προστατεύσει από τον τοξικό περίγυρο.
Εμένα μου αρέσει να καθόμαστε με τη μαμά και τον μπαμπά δίπλα στη σόμπα μας και να τρώμε φυστίκια και να μιλάμε, σημειώνει με αφοπλιστική παιδικότητα. Εχει κουραστεί να τυραννιέται από τις θολές και βασανιστικές και ακατανόητες εικόνες που έρχονται και ξανάρχονται με την παραμικρή υπόμνηση και της μαυρίζουν τη ζωή, και επιζητάει την ασφάλεια μιας ήπιας καθημερινότητας εντός των τειχών.
Όλα τούτα λοιπόν, έγιναν πάνω της ασήκωτα πολλαπλά πανωφόρια. Τι βάρος, τι βάσανο… Να τα κουβαλάς τη μισή σου ζωή και να πρέπει μόνη σου να βρεις τη δύναμη να τα πετάξεις από πάνω σου, να τα ξεφορτωθείς για πάντα.
Τραχιά η ζακέτα της βίαιης ορφάνιας, κατάσαρκα, να σε τρώει από νήπιο ακόμα, κι από πάνω το κατάμαυρο πουκάμισο της παιδικής ζωής που ήρθε και το σκέπασε ένα κατακόκκινο παλτό υιοθεσίας με την κονκάρδα του σιλάνς στο πέτο, ασφυκτικό σαν κορσές, κι επιστέγασμα-αποκορύφωμα μιας βιαστικής και πρόωρης “αποκατάστασης” ένα νυφικό ασήκωτο με ρόζ λουλούδια!
Εγώ, ήμουνα δεκατεσσάρων, φορούσα το ροζ νυφικό και είχα πονοκέφαλο και πυρετό, κι έλεγα πότε να τελειώσει ο γάμος να γυρίσουμε στο σπίτι μας οι τρεις μας… εγώ, η μαμά και ο μπαμπάς…
Λουλούδι το λουλούδι μάδησε το νυφικό, άρχισε να σκίζει το παλτό και το πουκάμισο, να ξηλώνει την τραχιά κατάσαρκα κολλημένη ζακέτα, να αναπνέει, να ελευθερώνεται να βγαίνει η χρυσαλίδα από το σκοτάδι του κουκουλιού στο χρυσό φως της ζωής, νικήτρια, αιδιόδοξη, να βρίσκει τη δύναμη να κάνει τραγούδι τον παλιό πόνο. Να φτιάχνει παραμύθι με την αλήθεια της, να το ξαναγράφει, να μας το αφηγείται… Συγκλονιστικό να το ακούς… Πόσο συγκλονιστικό όμως να το βιώνεις…
Ευαίσθητο, αληθινό, δυνατό. Προσεγμένη η παράσταση, όπως πάντα με σημασία στη λεπτομέρεια, λιτή στην παρουσίαση, χωρίς δραματικές κορώνες, με αφοπλιστική απλότητα μας βάζει στο κλίμα μιας πραγματικής τραγωδίας. Δωρική η περιγραφή, δεν εξωραΐζει τίποτε, δεν κρίνει, δεν λοιδωρεί.
Μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που πρωταγωνιστεί στο δράμα, χωρίς σχεδόν να το συνειδητοποιεί, βγαίνει ατόφια η εικόνα μιας κοινωνίας και μιας εποχής όπου τις περισσότερες φορές την προσταγή ΣΙΛΑΝΣ δεν την συνόδευε κάν ούτε ένα τυπικό σιλβουπλέ!
Η Μαρινέλλα Βλαχάκη, κατάφερε για μια ακόμη φορά να μας συγκινήσει και να μας εντυπωσιάσει με την ευαίσθητη ερμηνεία της, και λέω ευαίσθητη γιατί το να πω «επαγγελματική ερμηνεία» αναφερόμενη στην συγκεκριμένη συγγραφέα και ηθοποιό, θα ήταν σαν να υποβίβαζα την ικανότητα έκφρασή της σε κάτι πιο στεγνό και προκάτ κι ας με συγχωρέσουν όσοι τα έχουν καλά με την ετικέτα του επαγγελματισμού σε όλες του τις εκφάνσεις.
Η Μυρτώ Τζιγκουνάκη ήταν μια αποκάλυψη στη σκηνή… Υποδύθηκε χαριτωμένα την μικρή ηρωίδα, τραγούδησε, κινήθηκε με άνεση, συγχρονίστηκε με την Μαρινέλλα, μας κέρδισε.
Και η σειρά του Λεωνίδα…
Ο Λεωνίδας Μαριδάκης, είναι ένα φωτεινό στοιχείο στην παράσταση, σκανταλιάρικο πότε-πότε, μα πάντα σταθερός μουσικός σχολιαστής.
Προσθέτει τη δική του, απαραίτητη… νότα, και συνδέει τα επεισόδια μεταξύ τους με εύστοχα μουσικά ιντερμέδια.
Εν κατακλείδι, όπως θα λέγαμε βαρύγδουπα και την εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα, μας δόθηκε η ευκαιρία να ταξιδέψουμε πίσω στον χρόνο και να πάρουμε γεύσεις, εντυπώσεις, εικόνες δυνατές από αυθεντικούς ήρωες και ηρωίδες του τότε, με φόντο το κρητικό ορεινό χωριό, τη φύση και τους ανθρώπους του.
Πραγματικά, είναι ένα έργο γραμμένο από μια πένα που κατάφερε να απαλλάξει το δράμα από το βάρος του, να το ελαφρύνει, να το εξανθρωπίσει και μέσα από την παράσταση να μας δώσει την αισιόδοξη αίσθηση ότι η ψυχή, είναι η προίκα, η περιουσία, η δύναμη του ανθρώπου.
Η ψυχή είναι αυτή που μπορεί να εξημερώσει την αγριάδα και τη βαρβαρότητα, να φωτίσει τα σκοτάδια μας, να μεταστρέψει κάθε τι το αρνητικό που εισβάλει στη ζωή μας σε θετικό, κι ακόμα μπορεί την ίδια τη δυστυχία να τη μετουσιώσει σε τέχνη…
Αυτό κατάφερε η Μαρινέλλα και μπράβο της..


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα