Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά· αρχικά δεν ξέρει πώς να τα χρησιμοποιήσει· προσπαθεί με μανία να πετάξει· κάνει θόρυβο, σηκώνει σκόνη, προσγειώνεται στο ίδιο σημείο απογείωσης, ξανά και ξανά· δεν στέκει ακίνητη να τη σηκώσω τρόπαιο, να την πασπατέψω· προσπαθεί να πετάξει με μανία, προσπαθεί διαρκώς, ακόμα και όταν κοιμάμαι ή όταν κοιτάζω έξω από το παράθυρο τον ακάλυπτο της πολυκατοικίας· εγώ βρίζω, σιχτιρίζω, βάζω τα κλάματα, και ξέρω: τη μέρα που θα τα καταφέρει να πετάξει μακριά, διάολε, από τη μέρα εκείνη θα μου λείπει.
Είναι βράδυ, μόλις τελείωσα την ανάγνωση, δεν τολμώ να ξαπλώσω· βγήκα στο μπαλκόνι και έκατσα οκλαδόν, προσπάθησα να έχω ίσια την πλάτη, δεν τα κατάφερα παρά για μια στιγμή μονάχα, μια στιγμή που μου έκοψε την ανάσα· δεν διακρίνω αστέρια· κλείνω την πόρτα πίσω μου, πηγαίνω και κάθομαι στο γραφείο· Γράφω: Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά.
Το ερώτημα επιστρέφει: πώς να γράψει κανείς για ένα βιβλίο όπως αυτό; το βέβαιο -για μένα- είναι πως πρέπει να επιχειρήσει να γράψει· όσο προσπαθεί, τόσο το βιβλίο μεγαλώνει μέσα του, και μεγαλώνοντας, πιέζει όλο και περισσότερο, διεκδικώντας χώρο.
Μία γυναίκα πεθαίνει· πίσω μένουν ο Μπαμπάς και τα Παιδιά· λίγες μέρες μετά, το Κοράκι τους χτυπά την πόρτα.
Μία ιστορία πένθους μπορεί να μην είναι μία ρεαλιστική ιστορία· έτσι σκέφτομαι· μία ιστορία πένθους μπορεί να κινείται ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό.
Ας μιλήσουμε πρώτα για την έμπνευση λοιπόν. Διάβασα το εντυπωσιακό βιογραφικό του Μαξ Πόρτερ· σπουδαίες ακαδημαϊκές και επαγγελματικές εμπειρίες, πράγματι. Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να έχει γράψει το Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά χωρίς έμπνευση.
Να μην ξεχάσω όμως να αναφερθώ και στο βίωμα· η έμπνευση κάπου πρέπει να βρει να κουρνιάσει, έστω και για λίγο. Το θεωρητικό οπλοστάσιο προσφέρει γερό πάτημα, πράγματι, όμως δεν αρκεί για να προκύψει ένα βιβλίο όπως αυτό. Ένα -ασταθές- πάτημα στη μνήμη, όσο βαθιά στο ασυνείδητο και αν έχει καταφύγει εκείνη, μοιάζει απαραίτητο.
Αναρωτιέμαι αν ήταν η έμπνευση, το βίωμα ή το θεωρητικό οπλοστάσιο που επέτρεψαν στον Πόρτερ να ισορροπήσει με χάρη και άνεση στις παρυφές του μελό. Μπορεί κάποιος να πει: όταν μια γυναίκα πεθαίνει στην πρώτη σελίδα του βιβλίου και πίσω μένουν τα παιδιά και ο άντρας της να θρηνούν, τότε είναι ξεκάθαρο πως ο συγγραφέας στοχεύει στον συναισθηματικό εκβιασμό. Θα απαντήσω: είμαστε στο 2018, είμαστε πια τόσο σκληρόπετσοι, χαμένοι από καιρό να τριγυρνάμε στο υπερπραγματικό, που ένας θάνατος δεν αρκεί. Καμιά φορά δεν αρκεί ακόμα και όταν γνωρίζουμε τον νεκρό. Κάτι άλλο υπάρχει σε αυτό το βιβλίο που σε κάνει να δακρύσεις.