Η θυσία των νεαρών προσκόπων στο Αϊδίνι, το 1919, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, είναι άγνωστη σε πολλούς, συγκαταλέγεται όμως στις τραγικές στιγμές της πατρίδας εκείνη τη χρονική περίοδο.
Το Αϊδίνιο ήταν η πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας της Μικράς Ασίας, στη νοτιοδυτική ακτή της Τουρκίας, ανάμεσα στις επαρχίες Σμύρνης και Μούγλων. Καταλήφθηκε από τον ελληνικό στρατό στις 14 Μαΐου 1919. Την περίοδο εκείνη η πόλη αριθμούσε 35.000 κατοίκους από τους οποίους οι 8.000 ήταν Έλληνες. Η ελληνική κοινότητα της πόλης ήλεγχε το εμπόριο και διέθετε σχολεία, νοσοκομεία καθώς και τον περίφημο φιλολογικό σύλλογο «Μέλισσα» που διατηρούσε βιβλιοθήκη και φιλαρμονική εταιρεία.
Ο Προσκοπισμός στη Μικρά Ασία είχε αρχίσει να οργανώνεται λίγους μήνες πριν τη λήξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου (1914-1918). Το χρονικό της ίδρυσης Ελληνικών προσκοπικών ομάδων στην περιοχή της Ιωνίας αρχίζει από τη Σμύρνη, όπου είχε εγκατασταθεί ο Ευάγγελος Ιωαννίδης, παλαιός πρόσκοπος και αρχηγός ομάδας από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Μαζί με τον Γεώργιο Παπαδημητρίου πήραν την πρωτοβουλία να ιδρύσουν ελληνικές προσκοπικές ομάδες. Στην προσπάθειά τους αυτή βρήκαν συμπαραστάτη τον Δημήτριο Δάλλα, ιδρυτικό μέλος του Πανιωνίου Γυμναστικού Συλλόγου. Συνεργάστηκαν επίσης στενά με τον Δημήτριο Αγγελομάτη και τον ποιητή Αλέκο Φωτιάδη, ο οποίος είχε σχετική εμπειρία από τον προσκοπισμό στην Αγγλία.
Όταν, την ιστορική ημερομηνία της 2ας Μαΐου 1919, ο Ελληνικός Στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη, οι πρόσκοποι της Ιωνίας προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες ως αγγελιαφόροι, σύνδεσμοι, οδηγοί, διερμηνείς, γραφείς και τραυματιοφορείς. Προσέφεραν ακόμη τις υπηρεσίες τους στο Φρουραρχείο, το Λιμεναρχείο, την Επιμελητεία, το Γραφείο Τύπου, το Αρχηγείο Στρατού και γενικά όπου χρειαζόταν βοηθητική υπηρεσία. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι στην Ευαγγελική Σχολή είχε στρατωνιστεί επί έναν μήνα ομάδα, της οποίας οι πρόσκοποι συνόδευαν τις στρατιωτικές περιπόλους ως οδηγοί, μέρα και νύχτα, στις διάφορες συνοικίες της πόλης.
Σε μικρό διάστημα ιδρύθηκαν 63 προσκοπικές ομάδες στη Σμύρνη και στην ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας. Η παρουσία των προσκόπων στις πόλεις και τα χωριά σκορπούσε ενθουσιασμό στον Ελληνισμό και φώτιζε την ελπίδα του για το μέλλον που οραματιζόταν. Ταυτόχρονα όμως ξυπνούσε τον φθόνο και το μίσος των Τούρκων για τη βοήθεια που πρόσφεραν οι πρόσκοποι στον Ελληνικό Στρατό. Στις τραγικές εξελίξεις που έμελλε να ακολουθήσουν, Τσέτες και Τούρκοι είχαν σε πολλές περιπτώσεις την ευκαιρία να εκδηλώσουν τα πιο βάρβαρα και απάνθρωπα ένστικτά τους με τις αγριότητες που επεδείκνυαν σε βάρος των Ελλήνων προσκόπων.
Το απόγευμα της 15ης Ιουνίου, απόσπασμα του ελληνικού στρατού, κινούμενο κατά μήκος του Μαιάνδρου ποταμού, δέχθηκε επίθεση περίπου 400 ατάκτων Τούρκων και Τσετών. Ακολούθησε συμπλοκή και τελικά οπισθοχώρηση του ελληνικού αποσπάσματος, ενώ ο εχθρός κατέλαβε τις νότιες παρυφές του Αϊδινίου. Η νύχτα πέρασε χωρίς καμία αντίδραση από πλευράς του στρατού μας και μόλις ξημέρωσε άρχισε μία μάχη σκληρή κι άνιση, μέσα στην πόλη, χωρίς κανένα σχέδιο και συντονισμό.
Μάταια το Επιτελείο από τη Σμύρνη, με δύο τηλεγραφήματα, προσπαθούσε να πείσει τον Έλληνα επί κεφαλής συνταγματάρχη να κρατήσει την πόλη, ενημερώνοντάς τον ότι καταφθάνουν ενισχύσεις από τα Θείρα και πυρομαχικά μέσω σιδηροδρόμου.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος ο Β΄, τοποτηρητής της Μητρόπολης Ηλιούπολης και Θείρων (Αϊδινίου) την εποχή εκείνη, σ’ ένα από τα έγγραφα του αρχείου του, αναφέρει μεταξύ άλλων:
Άλλ’ ο συνταγματάρχης έχασε τήν ψυχραιμίαν καί πρωτοβουλίαν του εις τοιούτον βαθμόν, ώστε παρέταξεν, έξοπλίσας, τούς προσκόπους, διά νά κρατήσουν άμυνα, ίνα ασφαλώς υποχωρήση καί εκκενώση τήν πόλιν, άφήσας ούτως εις τό έλεος τού Θεού τούς κατοίκους καί δή τούς προσκόπους, οίτινες, ώς ήτο φυσικόν, άπεδεκατίσθησαν, κατακρεουργηθέντος καί τού αρχηγού αυτών, αειμνήστου Αύγερίδου.
Ο ελληνικός στρατός τελικά υποχώρησε. Εγκατέλειψε το μαρτυρικό Αϊδίνι αφήνοντας τους προσκόπους να το υπερασπιστούν και να φροντίσουν τα γυναικόπαιδα, τους ανήμπορους και τους τραυματίες, επί τρεις ημέρες, κατά τις οποίες συντελέσθηκε γενική σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού και των σωμάτων των προσκόπων που βρίσκονταν στην πόλη. Ας σημειωθεί ότι τον Αύγουστο του 1919 ο επί κεφαλής του στρατού Συνταγματάρχης πέρασε από Στρατοδικείο, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και στρατιωτική καθαίρεση για εγκατάλειψη θέσης σε ώρα μάχης.
Το τι έγινε στις 17 Ιουνίου 1919 στη μαρτυρική πόλη του Αϊδινίου είναι εξαιρετικά δύσκολο να το συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Το πέρασμα των Τούρκων από την πόλη κράτησε τρεις εφιαλτικές ημέρες και δεν άφησε τίποτα όρθιο. Οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά σε όλες τις ελληνικές συνοικίες και τις έκαψαν τελείως. Αποκεφάλισαν γέροντες και μικρά παιδιά, έκοψαν τους μαστούς των γυναικών αφού προηγουμένως ασέλγησαν επάνω τους. Περιουσίες λεηλατήθηκαν, κορίτσια και γυναίκες βιάστηκαν, ο χριστιανικός πληθυσμός της πόλης σφαγιάστηκε άγρια, τα πάντα ρημάχτηκαν.
Στο Αϊδίνι, τα νεαρά Ελληνόπουλα είχαν ιδρύσει δύο προσκοπικές ομάδες που ήταν το καύχημα της Ανατολής. Με τις πρώτες τουφεκιές των Τούρκων, οι Έλληνες πρόσκοποι έσπευσαν με αυτοθυσία να βοηθήσουν τον στρατό μας και τον πληθυσμό. Ήταν μόλις 31, αλλά ο ηρωισμός τους υπήρξε υπέροχος και απαράμιλλος. Οι μεγαλύτεροι άρπαξαν τα όπλα και πολεμούσαν μαζί με τους ελάχιστους στρατιώτες που είχαν απομείνει στην πόλη. Οι μικρότεροι μετέφεραν πολεμοφόδια, φρόντιζαν τραυματίες και μετέδιδαν μηνύματα. Και μόνο το θέαμα των μικρών αυτών ηρώων, με τα γυμνά γόνατα, έπρεπε να εμψυχώσει τους ιθύνοντες του στρατού. Όμως τελικά έμειναν οι Πρόσκοποι να καλύψουν την υποχώρησή του. Πολλοί από τους Προσκόπους έπεσαν την ώρα της μάχης. Αυτοί ήταν οι πιο τυχεροί.
Όσοι πρόσκοποι δεν σφαγιάστηκαν στις μάχες που έγιναν στην πόλη και στα περίχωρά της, συνολικά τριάντα ένας (31) όπως προαναφέρθηκε, έπεσαν στα χέρια των Τσετών του Μεντερές και έπειτα από μια δραματική νύχτα στο μπουντρούμι του Διοικητηρίου, οδηγήθηκαν ανατολικά της πόλης, στις όχθες του Εύδονα ποταμού, που έγινε και ο τόπος του μαρτυρίου τους. Οι Τσέτες κάλεσαν τον αρχηγό τους, τον τοπικό έφορο Νικόλαο Αυγερίδη, να αλλαξοπιστήσει με αντάλλαγμα τη σωτηρία του. Η απάντηση του ήρωα Αυγερίδη ήταν «Ζήτω η Ελλάς!» Στο πρόσταγμα του Μεντερές, ένας Τσέτης τράβηξε το μαχαίρι του και τύφλωσε τον Αυγερίδη. Εκείνος όμως δεν λύγισε. Τον κάλεσαν και πάλι ν’ αρνηθεί την Πατρίδα του και τον Χριστό. Αυτή τη φορά απάντησαν όλοι μαζί, βροντοφωνάζοντας: «Ζήτω η Ελλάς!».
Οι πρόσκοποι του Αϊδινίου δολοφονήθηκαν όλοι από τους Τσέτες του Αντνάν Μεντερές, μετά από φρικτά βασανιστήρια, στις 18 Ιουνίου 1919. Του Νίκου Αυγερίδη, όπως προαναφέρθηκε, έβγαλαν τα μάτια και τον κατακρεούργησαν. Τον Φιλοκτήτη Αργυράκη τον έγδαραν. Τον 19χρονο Μίνωα Βεϊνόγλου τον αποκεφάλισαν με ένα σκουριασμένο μαχαίρι. Τους υπόλοιπους λόγχισαν και ξέσχισαν μετά από φριχτά βασανιστήρια. Αρκετών τα κατακρεουργημένα σώματα και τα μέλη πετάχτηκαν στον Εύδονα ποταμό.
Τόση ήταν η μανία των Τούρκων που και νεκρούς ακόμη τους βασάνισαν. Παλούκωσαν τα πτώματά τους και τα ευνούχισαν επιδιδόμενοι σε ένα φρικιαστικό όργιο που η πιο νοσηρή φαντασία δεν μπορεί να συλλάβει. Και όταν, δύο ημέρες αργότερα, οι στρατιώτες μας ανακατέλαβαν το Αϊδίνι, συγκλονισμένοι ανέσυραν τα τυραννισμένα σώματα των νεαρών ηρώων για να τα θάψουν.
Μετά το Αϊδίνι, ήρθε η σειρά των υπολοίπων προσκόπων της Ιωνίας. Στα Σώκια, όμορφη κωμόπολη του νομού Σμύρνης που, κατά την περίοδο 1919-22, βρισκόταν υπό ιταλική διοίκηση, αφανίστηκαν άλλοι 78 πρόσκοποι που, μαζί με προκρίτους της περιοχής, είχαν φυλακιστεί αναίτια από τους Τούρκους επί μήνες. Παρά τις εκκλήσεις των γονέων και συγγενών τους, οι Ιταλοί δεν ενδιαφέρθηκαν για την τύχη τους. Έτσι, τον Απρίλιο του 1920, όταν ο ελληνικός στρατός πλησίαζε, οι Τσέτες έσυραν και τους Έλληνες προσκόπους μαζί τους στα βουνά, όπου χάθηκαν για πάντα τα ίχνη όλων των φυλακισθέντων και κανείς δεν απέμεινε για να δώσει μαρτυρία για τις συνθήκες του θανάτου τους.
Μαρτυρίες όμως έχουμε για την τύχη των προσκόπων του κοντινού χωριού Κάτω Παναγιά (σημερινό Γενήκιοϊ), όπου τον Αύγουστο του1922, μεταξύ άλλων 800 συγχωριανών τους, βρήκαν τραγικό θάνατο οι 14χρονοι πρόσκοποι Κώστας Θεοφανίδης (γιος του δασκάλου της τάξης Ιωαν. Θεοφανίδη) και οι συμμαθητές του Κυριάκος Μίχαλος, Αθαν. Καμπάνης και Δημ. Οικονομίδης, που επίσης αρνήθηκαν να τουρκέψουν.
Από τη σφαγή του Αϊδινίου γλίτωσαν λίγοι πρόκριτοι που είχαν καταφύγει στο Διοικητήριο και σώθηκαν, κρυπτόμενοι έως την ανακατάληψη της πόλης από τον Ελληνικό στρατό. Αυτοί έδωσαν τις μαρτυρίες για την εκτέλεση των 31 προσκόπων, των οποίων οι δολοφόνοι τους φυσικά ούτε δικάστηκαν ούτε καταδικάστηκαν ποτέ. Όσοι δεν υπέκυψαν τότε στην τραγική τους μοίρα, έφυγαν για τη Σμύρνη, όπου απλώς ανέβαλαν τον θάνατό τους για τρία ακόμα χρόνια. Μετά την καταστροφή της Σμύρνης, ελάχιστοι έφθασαν ξεριζωμένοι πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Οι Έλληνες πρόσκοποι εξακολούθησαν να προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Δικαίως χαρακτηρίστηκαν από τον Τύπο της εποχής «φύλακες άγγελοι» στο δύσκολο έργο της περίθαλψης των χιλιάδων προσφύγων και των θυμάτων της ασύλληπτης εθνικής συμφοράς. Προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες, τεχνογνωσία και βοήθεια στην εγκατάσταση πρόχειρων σκηνών για τους πρόσφυγες, στην οργάνωση των συσσιτίων, στην καθαριότητα των συνοικισμών, στη νοσοκομειακή περίθαλψη, στη φύλαξη καταυλισμών και κατασκηνώσεων.
Για τις εξέχουσες αυτές υπηρεσίες προς την πατρίδα το 1922 απονεμήθηκε στη Σημαία του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων το Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας Α’ Τάξεως, ως ένδειξη ελάχιστης τιμής προς τους νέους εκείνους ανθρώπους, τη μεγάλη ψυχή τους και την ηρωική θυσία των Προσκόπων του Αϊδινίου και της Ιωνίας γενικότερα.
*Η Ζαχαρένια Σημανδηράκη είναι ειδική συνεργάτιδα
των Γενικών Αρχείων του Κράτους