Όποιος ,έστω και κατ’ ελάχιστον, έχει μελετήσει την τουρκική διπλωματία, γνωρίζει ότι καμία στάση, θέση και παρέμβαση της Τουρκίας δεν είναι τυχαία, αυθόρμητη και χωρίς να βασίζεται στη στρατηγική της. Στις μέρες μας, μάλιστα, έχει προστεθεί με την πολύχρονη προεδρία Ερντογάν και ο μέγιστος στόχος του επεκτατισμού της Τουρκίας. Από την Τουρκία η άμεση βοήθεια της Ελλάδας με πολλούς τρόπους μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς εκλαμβάνεται ότι ανήκει απλά στις ανθρωπιστικές σχέσεις , στην αλληλεγγύη και στον συναισθηματισμό μεταξύ των δυο λαών. Καμία σχέση με την χώρα, το κράτος και το τουρκικό έθνος.
Είναι ήδη και με την επίσκεψη Μπλίνκεν στις δυο χώρες φανερή αυτή η στάση της Τουρκίας. Αυτό που έχει σημασία είναι το πώς αντιμετωπίζουν και το πώς εκμεταλλεύονται οι Τούρκοι πολιτικοί το momentum των σχέσεων των δυο λαών. Το ότι υποχώρησαν τόσο εύκολα απέναντι στους Αμερικανούς στο θέμα της επέκτασης του ΝΑΤΟ και της εισόδου στη συμμαχία της Φινλανδίας αλλά και της Σουηδίας, επαναλαμβάνοντας τις σχετικές συνομιλίες, δεν οφείλεται μόνο στην τουρκική ανάγκη να λάβει βοήθεια από τη Δύση για να επιβιώσει η οικονομία της χώρας. Είναι λάθος να νομίζουμε ότι η στάση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι τόσο απλή και τόσο κατανοητή. Το μέγιστο ενδιαφέρον και συμφέρον για την Τουρκία είναι η επέκταση στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Κατά τη γνώμη μου, οι Τούρκοι πιστεύουν ότι οι Αμερικανοί μπορούν να εκμεταλλευτούν αυτή τη συγκυρία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και να απελευθερωθούν από τις πιέσεις του Κογκρέσου. Οι Τούρκοι προφανώς σκέφτονται ότι η άμεση επάνοδος στον ελληνοτουρκικό διάλογο, χωρίς ιδιαίτερες προϋποθέσεις, καθιστά την Ελλάδα ευάλωτη στις πιέσεις.
Επίσης είναι πασίδηλο ότι οι Τούρκοι θεωρούν ότι σε αυτή τη συγκυρία οι Αμερικανοί είναι λογικό να πιέσουν περισσότερο για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Προφανώς θέλουν να σταθεροποιήσουν και να διευρύνουν το ΝΑΤΟ και να κρατήσουν την ηγεμονική τους θέση στην παγκόσμια πολιτική σκηνή. Λόγω της γεωπολιτικής της ισχύος, η Τουρκία πιστεύει ότι η πίεση προς την Ελλάδα θα είναι μεγάλη. Δεδομένου επίσης ότι η ίδια εκβιάζει με τη συμμαχία της με τη Ρωσία-την ώρα που μαίνεται ο πόλεμος με την Ουκρανία. Σημαντική, βέβαια, είναι και η δική μας γεωπολιτική ισχύς, σημαντικές και πολύ σωστά είναι και οι σχέσεις με τις ΗΠΑ. Σπουδαία είναι η συμμαχία μας με τη Γαλλία όπως καθοριστικό επίσης για τις διεθνείς μας σχέσεις είναι το ότι η Κύπρος είναι ενταγμένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι διεθνείς σχέσεις είναι σχέσεις συμφερόντων. Η επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού εξωτερικών Μπλίνκεν έχει μεγαλύτερη σημασία από αυτή που της προσδώσαμε καταρχήν. Μέχρι σήμερα η ελληνική εξωτερική πολιτική, με όλες τις κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης, υπηρέτησε με σχετική επιτυχία τα εθνικά μας συμφέροντα παρότι πολλές φορές από κάποιους χαρακτηρίστηκε ως ενδοτική. Αυτό που προέχει και πρέπει πάντοτε να διασφαλίζουμε είναι η εθνική μας ενότητα.
Η Τουρκία ‘’θα πουλήσει’’ ακριβά την υποχώρησή της για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ αλλά και την ανάγκη της να αλλάξει πορεία και να στραφεί και πάλι προς τη Δύση. Η Δύση έχει τα λεφτά, εκεί θα προσπαθήσει να βρει τη σωτηρία της. Θα κάνει την ανάγκη φιλοτιμία και θα ζητήσει τεράστια ανταλλάγματα. Από το τέλος του 20ου αιώνα και όλο το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα η Τουρκία έχει ένα αμετάβλητο στόχο, να αλλάξει ή και να αχρηστεύσει-ει δυνατόν – τη συνθήκη της Λωζάνης. Η συνθήκη αυτή είναι η μέγιστη διπλωματική επιτυχία του Ελευθερίου Βενιζέλου, ενώ είχε προηγηθεί η Μικρασιατική καταστροφή.
Η συνθήκη της Λωζάνης σταμάτησε τον επεκτατισμό της Τουρκίας, κατοχύρωσε στην Ελλάδα όλα τα κέρδη από τους Βαλκανικούς πολέμους και κατακύρωσε στην ελληνική κυριότητα με την υπογραφή της Τουρκίας όλα τα ακριτικά νησιά του Αιγαίου. Η Ελλάδα ασφαλώς έχει συνειδητοποιήσει ότι προϋπήρχε η μεγάλη κρίση και η αποδυνάμωση της τουρκικής οικονομίας και ότι με τους τρομερούς σεισμούς έχει σχεδόν καταστραφεί. Έτσι η προβολή της γεωπολιτικής ισχύος της Τουρκίας και οι εξ αυτής απειλές της δεν αντέχουν στον χρόνο. Το casus belli και οι εκβιασμοί της μοιάζουν έωλοι.
Η ενδυνάμωση της πολιτικής μας προϋποθέτει εθνική ενότητα και περαιτέρω ανάπτυξη των συμμαχιών μας όπως και της αποτρεπτικής ισχύος των Ενόπλων μας Δυνάμεων. Είναι καιρός η Τουρκία να σκεφτεί το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της θάλασσας. Αν θέλει μπορεί να σκεφτεί και τη Χάγη. Στο προσεχές μέλλον θα κριθούν και θα συγκριθούν Έλληνες και Τούρκοι πολιτικοί για το πώς θα αντιμετωπίσουν και για το πώς θα επωφεληθούν από τις υπάρχουσες συνθήκες και συγκυρίες.
*Ο Σήφης Μιχελογιάννης είναι π. βουλευτής Χανίων