Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024

Η τραγωδία στο πλοίο Ταναΐς

Στις 7 Μαΐου, πριν 71 χρόνια στο χωριό μας, τους Κάμπους, έγινε εξόρμηση των Γερμανών με το τραγικό γεγονός να σκοτώσουν το Βασίλη Ποντικάκη, αφού πρόλαβε και ο ίδιος να πυροβολήσει ένα Γερμανό και να συλλάβουν ως ομήρους 80 χωριανούς από τους οποίους τους 24 έπνιξαν στο πλοίο ΤΑΝΑΪΣ. Για την πορεία των ομήρων από τους Κάμπους και μέσω της Ραμνής, που παραλίγο εκεί να τους εκτελέσουν όλους, μας δίνει την παρακάτω μαρτυρία ο Γεώργιος Ιωάννη Πανηγυράκης από το Παϊδοχώρι Αποκορώνου. Αναφέρει μεταξύ άλλων:
‹‹Πρωί της 8ης Μαΐου 1944 οι Γερμανοί οδηγούσαν όλους τους άνδρες που είχαν συλλάβει σχηματίζοντας φάλαγγα, με πεζοπορία 2,5 ωρών. Η φάλαγγα περνούσε διά μέσου του χωριού μας Παϊδοχώρι. Όπως περνούσαν το δρόμο έξω από το καφενείο μου, είδα το πιο φρικτό και φοβερό θέαμα στους ομήρους αυτής της φάλαγγας. Ήταν δεμένοι και από τα δύο χέρια με κλειδωμένα λουκέτα, ανά δύο από τους βραχίονες με μακριές αλυσίδες που σέρνονταν με πάταγο στα πόδια τους. Από πολλούς έλειπαν τα κορδόνια των παπουτσιών και με δυσκολία βάδιζαν. Οι ακτίνες του ήλιου που τους χτυπούσαν στο μέτωπο έκαναν το δράμα πιο τραγικό. Δεν μπορούσαν να σκουπίσουν τον ιδρώτα γιατί τα χέρια τους ήταν δεμένα. Ακόμη ήταν φορτωμένοι στους ώμους και τις πλάτες τους με όλα τα γερμανικά στρατιωτικά υλικά. Τους φρουρούσαν από όλα τα σημεία της φάλαγγας πάνοπλοι Γερμανοί στρατιώτες. Αναγνώρισα μερικούς, όπως τους Ευάγγελο και Γιώργο Αρετάκη, αλλά και άλλους πολλούς γνωστούς, γιατί περνοδιαβαίναν τακτικά από το χωριό μας και από το καφενείο που διατηρούσα. Ήταν και ο χωριανός μας Γεώργιος Μπαρουλάκης. Άκρα σιγή και τα πάντα συνέπασχαν. Τα θολωμένα μάτια που μας ξάνοιγαν, ράγιζαν την καρδιά μας και μαρτυρούσαν το δράμα τους. Όταν περνούσαν από το σπίτι του χωριανού μας Γεωργίου Μπαρουλάκη και είδε η γυναίκα του η Διαμάντα δεμένο τον άνδρα της, ξέσπασε σε λυγμούς και κλάματα. Περνώντας από την τοποθεσία Ατζιγκάνα, όπου έτρεχε νερό στο ρυάκι, έπεσαν δεμένοι όπως ήταν στα βουρκωμένα νερά του ρυακιού για να δροσιστούν. Οι Γερμανοί τους λάκτιζαν σαν τα ζώα και τους εμπόδιζαν να πιούν νερό. Τέλος έφτασαν στην Αγιά Κυδωνίας. Τους Καμπιανούς τους έπνιξαν, απ’ ότι λέγεται, στο Κρητικό Πέλαγος››.
Από την Αγιά, αφού πέρασαν από μεγάλα βασανιστήρια τα οποία έχουν πολλές φορές περιγραφεί από αυτούς που τα πέρασαν και τα άντεξαν, κράτησαν 24 από το χωριό μας. Όλοι οι παραπάνω 24 Καμπιανοί μαζί με άλλους 48 Κρητικούς από τα Χανιά, το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο, παλληκάρια πατριώτες,  279 Χανιώτες Εβραίους και 19 Ηρακλειώτες Εβραίους, ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά, και 112 Ιταλούς στρατιώτες, οδηγήθηκαν όμηροι των Γερμανών στο πλοίο ΤΑΝΑΪΣ, η βύθιση του οποίου θεωρείται από τα συνταρακτικότερα γεγονότα της Χιτλερικής αγριότητας.
Το πένθος στο χωριό μας ήταν καθολικό. Οι πόρτες και οι τοίχοι των σπιτιών βάφτηκαν μαύροι. Συντροφιαστά μανάδες, αδελφές και ορφανά θρηνούσαν το θάνατο που απλώθηκε και σκέπασε το χωριό, όλο τον τόπο τους.
Ο Γιάννης του Μιχάλη Καλογερή, 10 χρονών παιδί τότε, τώρα 80, μου λέει: ‹‹Όταν μάθανε στο χωριό μας το τραγικό τέλος των, απ’ άκρη σ’ άκρη του χωριού σηκώθηκε ένα μεγάλο μοιρολόι. Οι μανάδες για τα παιδιά των, για τους πατεράδες τα ορφανά, οι γυναίκες για τους άνδρες των, οι αδελφές για τα αδέλφια τους, ένας οδυρμός που είναι θαρρώ ακόμα εκεί. Θαρρώ πως και οι πέτρες ρούφηξαν αυτά τα μοιρολόγια και όταν βρεθώ στα μέρη αυτά σκύβω με σεβασμό το κεφάλι γιατί νομίζω ότι και οι πέτρες έχουν φωνή και μου τα ξαναλένε››.
Και ο λαϊκός ποιητής Γιάννης Τσαγάκης μας λέει:
Πουλί μου που σαι γρήγορο, άσπρο μου περιστέρι
Μέχρι τους Κάμπους να ανεβείς να δώσεις το χαμπέρι
Μέχρι τους Κάμπους να ανεβείς στον πλάτανο από κάτω
Να γράψεις μαύρα γράμματα το θλιβερό μαντάτο.
Οι Καμπιανοί που λείπουνε στα ξένα ξορισμένοι
Να μην τους περιμένετε γιατί είναι πεθαμένοι.
Πέτρες και ξύλα του χωριού πρέπει να βάλουν μαύρα
Γιατί 25 Καμπιανούς εφάγανε τα ψάρια.
Γ. Τσαγάκης
Και η γράφουσα συμπληρώνει,
Μα εις τα ψηλά στον πλάτανο ένα αηδόνι μένει
Για την πατρίδα χάθηκαν θα τραγουδεί θα λέει.

Από πολλά σπίτια άρπαξαν από δυό αδέρφια, από άλλες οικογένειες πατέρα με γιό και ακόμα και τρία αδέλφια, όπως του Αρετογιάννη από τους Κάμπους και του Κρυοβρυσανάκη από τη Λοχριά Ρεθύμνης. Και πάλι ο λαϊκός ποιητής Γιάννης Τσαγάκης μας λέει:
Στ’ Αρετογιάννη την αυλή ήλιος δε θ’ ανατείλει
σ’ όλο τον κόσμο να φωτά εκεί θα’ ναι σκοτίδι
Στ’ Αρετογιάννη την αυλή πουλιά μη κελαηδείτε
τρία παιδιά του πνίξανε, δεν θα τα ξαναδείτε.
Οι Γερμανοί τους πνίξανε και η θάλασσα τους πήρε
και αφήκαν ορφανά παιδιά και τις γυναίκες χήρες.
Μαύρος καπνός επλάκωσε τις Καμπιανές μαδάρες
τα ορφανά αναστέναξαν μαζί και οι μανάδες.

Στα σπίτια που άδειασαν από τα παλικάρια που θυσιάστηκαν, εκεί που έμειναν τα ορφανά, στους γονείς που δεν στέγνωσαν τα μάτια τους, στις αδελφές που δεν ξέχασαν τα αδέλφια τους, δύο αδελφές για τα δυό τους αδέλφια μετά από 60 χρόνια πέθαναν με τα μαύρα, στα σπίτια αυτά του πόνου και της συμφοράς όπου και αν υπήρχαν, εκεί έγειρε εκεί έμεινε η πατρίδα μας. Αυτοί τη διαφύλαξαν.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα