Η σχέση της φωτογραφίας με το σκοτάδι είναι ίση με τη σχέση της με το φως. Κι ας μην το λέει το όνομά της. Για να γεννηθεί μια φωτογραφία χρειάζεται σκοτάδι, ένα σκοτεινό κουτί, μια camera obscura.
Oλες ανεξαιρέτως οι φωτογραφικές μηχανές είναι σκοτεινά κουτιά, στα οποία, ως χειριστές, επιτρέπουμε να μπει φως για να σχηματιστεί μία εικόνα.
Θα μπορούσαμε να πούμε λοιπόν ότι φωτογραφική μηχανή είναι σκοτεινή σαν μήτρα από την οποία προβάλει καινούρια ζωή. Σε αυτήν την περίπτωση όχι η ζωή ενός όντος, αλλά της εικόνας του.
Πώς ορίζεται η ζωή όμως; Aπό το τέλος της, το θάνατο. Όπως το φως ορίζεται από το αντίθετό του, το σκοτάδι. Χωρίς αυτή την αντινομία είναι αδύνατον να υπάρξουν οι έννοιες.
Με την εφεύρεσή της η φωτογραφία αμέσως αποτέλεσε όπλο κατά του θανάτου. Μία προσπάθεια της διάσωσης του ατόμου, του γεγονότος, του χώρου στην αιωνιότητα. Για να συμβεί αυτό, γράφει ο Φώτης Καγγελάρης, πρέπει πρώτα να επέλθει ένας τελετουργικός θάνατος, που δεν είναι άλλος από την ίδια τη φωτογραφική πράξη. Το πράγμα πεθαίνει ως πραγματικό για να διασωθεί η εικόνα του. Είναι η εικόνα αυτό που βλέπουμε, όχι το ίδιο το πρόσωπο, το γεγονός ο χώρος. Σαν να λέμε με άλλα λόγια “θανάτω θάνατον πατήσας”.
Η φωτογράφιση είναι λοιπόν μια μετουσίωση. Κάτι που για να συμβεί πρέπει να περάσει μέσα από το θάνατο, το σκοτάδι, το σκοτεινό κουτί, για να κοιτάξει βαθιά, να αποκτήσει πληροφορία και γνώση και κατανόηση και να αναδυθεί θριαμβευτικά έχοντας νικήσει το θάνατο. Είναι ένα πέρασμα, ένα Πάσχα.
Είναι πράγματι τόσο απαραίτητα όλα αυτά; “Το έργο τέχνης δεν είναι παρά ένα παράθυρο προς την άβυσσο, μια μορφοποίηση του χάους” λέει ο Καστοριάδης και ο Α. Artaud: “Κανείς δεν έκανε ποτέ τέχνη παρά να βγει από τη κόλαση”. Έχουμε πιθανότατα ακούσει το μύθο του καταραμένου καλλιτέχνη. Χωρίς να περιοριστούμε στα στεγανά του μπορούμε να μελετήσουμε τη βάση του. Φαίνεται υπάρχει μια στενή σχέση της τέχνης με έναν εσωτερικό αγώνα, συνειδητό ή όχι. Φαίνεται πως για να βρούμε τη λύτρωση δεν μπορούμε να αποφύγουμε μια κατάβαση στον Άδη.