Τρίτη, 20 Αυγούστου, 2024

Οι Τρεις Ιεράρχες και ο Ελληνικός Πολιτισμός

Η παράδοση έχει καθιερώσει η γιορτή των Τριών Ιεραρχών να ‘ναι γιορτή των γραμμάτων και της ελληνικής παιδείας.
Tιμούμε τους Τρεις Ιεράρχες ως διδάσκαλους της Οικουμένης, αλλά τους τιμούμε και ως Φωστήρες του πνεύματος και αναμορφωτές των ιδανικών του ελληνισμού.
Οι Τρεις Ιεράρχες δεν δίδαξαν μόνο το Λόγο του Κυρίου, δεν ανέπτυξαν μόνο το κήρυγμα του χριστιανισμού, αλλά συνέδεσαν τη διδασκαλία και τη δράση τους με τον Ελληνικό πολιτισμό.
Εξετίμησαν και αγάπησαν την κλασική Ελληνική φιλοσοφία και το νόημα της κλασικής παιδείας. Και ως πεφωτισμένοι Πατέρες τα στοιχεία αυτά τα συνεθεσαν με τη χριστιανική πίστη και παράδοση…
Η στάση τους αυτή κατανοείται από το γεγονός ότι και οι τρεις ήταν κάτοχοι της Ελληνικής παιδείας την οποία είχαν σπουδάσει στο Μεγάλο Εκπαιδευτήριο των Αθηνών και είχαν διατελέσει μαθητές του σημαντικότερου δασκάλου και φιλόσοφου της Εποχής του (3 αι. μ.Χ.) του Λιβανίου.
Μάλιστα ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος για 4 έτη παρακολούθησαν όχι μόνο φιλοσοφία, φιλολογία και ρητορική αλλά και θετικές επιστήμες, ιατρική, γεωμετρία, αστρονομία.
Υπό την επήρεια λοιπόν της ελληνικής μορφώσεως και των κλασικών γραμμάτων προσέλαβαν την διδασκαλία του Χριστιανισμού και δημιούργησαν την Εκκλησιαστική ρητορική κατά τα υποδείγματα των αρχαίων ρητόρων.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος έγραψε 20.000 στίχους σε αρχαίο μέτρο, τον «Ποιμενικόν αυλόν της θεολογίας» και θεωρείται ο κατ’  εξοχήν ποιητής του Χριστιανισμού.
«Όσοι σκέπτονται φρονίμως -χαρακτηριστικά λέγει- δέχονται ότι το πρώτιστον αγαθόν είναι η παιδεία, όχι μόνο η ιδική μας, η χριστιανική,  οποία βεβαίως διδάσκει την αλήθειαν και την σωτηρίαν, αλλά και η παιδεία «η έξωθεν», δηλαδή η κλασική την οποίαν πολλοί από τους χριστιανούς την αποκηρύσσουν και την καταδικάζουν ως επίβουλον».
Είναι θαρραλέα η στάση του αυτή, τη στιγμή που το μεγαλύτερο μέρος της Εκκλησίας αναθεμάτιζε τους εθνικούς, τους χαρακτήριζε ειδωλολάτρες και τους έκρινε αντιπάλους του Χριστιανικού Λόγου. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Επισκόπου Καισαρείας Αρέθα που κατακεραύνωνε τα αρχαία συγγράμματα και χαρακτήριζε τον Λουκιανό: «Συγγραφέα μιαρόν, πλαστογράφον, αναιδέστατον, βωμολόχον και γελωτοποιόν».
Οι Τρεις Ιεράρχες όμως διέθεταν διορατικότητα, θάρρος, παρρησία για να κηρύξουν την συμφιλίωση με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα.
Ο Μέγας Βασίλειος απορρίπτει το ακραίο και διδάσκει με ηρεμία στους νέους.
«Νέοι μελετάτε πάντας τους θύραθεν κλασικούς. Τα πάντα δοκιμάζετε, το καλόν εκλέγετε».
Χωρίς δογματισμό, με αυξημένη αντίληψη και ευθυκρισία συνδύασαν την ιερή σοφία με την ερχόμενη εκ της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας.
Με τη γόνιμη αυτή αντίληψη οδηγήθηκε το έθνος στην ανάδειξη του νέου πολιτισμού, του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού και εφώτισε την ανθρωπότητα κατά την αυγή της Ελληνικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και μετά την πτώση της.
Σήμερα αναγνωρίζεται ότι είναι αδύνατο να διαχωρίζουμε το πνεύμα του Χριστιανισμού, της πραότητας που επιβάλλει η χριστιανική διδασκαλία, από τη πνεύμα της κλασικής αρχαιότητας, με το μοναδικό πνευματικό και καλλιτεχνικό μεγαλείο της. Όχι μόνο γιατί τα έργα της Χριστιανικής Γραμματείας μεταδόθηκαν στην Οικουμενικότητα δια μέσου της Ελληνικής γλώσσας, αλλά και γιατί ο αρχαίος ελληνικός λόγος διερμήνευσε και προλόγισε το χριστιανικό πνεύμα και υπήρξε «μεγάλης διάρκειας και μεγέθους προπομπός του».
Το «ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν» της Αντιγόνης του Σοφοκλή, «Δεν γεννήθηκα για να μισώ αλλά γεννήθηκα για να αγαπώ». Είναι μια προωθητική αντίληψη της χριστιανικής ηθικής που επισφραγίζεται με το «Αγαπάτε αλλήλους».
Η γόνιμη δημιουργική συγχώνευση των δύο τούτων στοιχείων του, αποτέλεσαν το Αθάνατο Ελληνικό Πνεύμα, που ήρθε να φωτίσει τον παγκόσμιο πολιτισμό και να χαρακτηρίσει τους Τρεις Ιεράρχες ως Οικουμενικούς διδασκάλους της ανθρωπότητας και μεγάλους διδασκάλους του Ελληνικού γένους και της Ορθοδοξίας.
Ελάμπρυναν με το ήθος του μια δύσκολη εποχή που κυριαρχούσε ο δεσποτισμός, το φεουδαρχικό στοιχείο και απουσίαζε παντελώς η δημοκρατική αντίληψη και η ελευθερία.
Οι Τρεις Ιεράρχες εκήρυξαν την κοινωνική αναμόρφωση και την οικονομική ισότητα μεταξύ των ατόμων.
Δεν καταδίκαζαν όμως το πλούτο και την ιδιοκτησία, αλλά τον άδικο πλούτο. «Ου κελεύομεν μη πλουτείν, αλλά κακώς μη πλουτείν», «Εξέστι πλουτείν αλλά χωρίς βίας και αρπαγάς».
Οι Τρεις Ιεράρχες καταδίκαζαν τις ακρότητες και συνιστούσαν εγκράτεια και λογική. Κατήγγελλαν την πλεονεξία και την φιλαργυρία «ως μέγιστον κακόν» και καυτηρίαζαν τον εγωισμό και την ασπλαχνία.
Ο Μέγας Βασίλειος έλεγε «Εκείνος που πλουτίζει απογυμνώνει τους φτωχούς είναι ένας κοινός κλέπτης και η τροφή που σας περισσεύει –αναφερόμενος στους πλούσιους- ανήκει στους πεινώντες και τα ενδύματα που φυλάσσετε εις το ερμάριον σας ανήκουν σ’ αυτούς που κρυώνουν και δεν έχουν να ενδυθούν».
Δεν περιορίσθηκαν μόνο στα λόγια με το έργο και τη δράση τους απέδειξαν το οργανικό δεσμό της θεωρίας με την πράξη.
Και οι τρεις επιδόθηκαν σε φιλανθρωπική δράση και αλληλεγγύη, υπήρξαν παραδείγματα «βίου λιτού και ανιδιοτελούς».
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος ως αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως κατάργησε κάθε πολυτέλεια και η διαβίωσή του βασίστηκε σε μια δωρική λιτότητα και απλότητα.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος διέθεσε την περιουσία του, προκειμένου να διακονήσει τους πτωχούς στην πατρίδα του τη Ναζιανζού.
Ο Μέγας Βασίλειος ό,τι ειχε διεθεσε για να κτίσει στην Καισάρεια την περίφημη «Βασιλειάδα» και περίεθαλπε και εφροντιζε στο ευαγές αυτό ίδρυμα, πτωχούς, ορφανά, ασθενείς και ανήμπορους.
Η γενναιοδωρία του Μεγάλου Βασιλείου έμεινε παροιμιώδης και έπλασε στη λαϊκή φαντασία το θρύλο του Άι Βασίλη που φέρει τα δώρα κάθε πρώτη του έτους.
Το παράδειγμα τους υπήρξε λαμπρό και από πλευράς της φιλοδοξίας που είναι και η ασθενή πλευρά των ανθρώπων του πνεύματος και της δράσεως. Δεν τους συνεπήραν ούτε τα αξιώματα ούτε η δόξα, το μόνο σημαντικό είναι η συνειδησιακή πληρότητα που αποτελεί και την ύψιστη αμοιβή του χριστιανισμού.
Ο Χρυσόστομος κηρύττει: «Τι μοι όφελος εκ των κρότων τούτων. Τι μοι οφελεί εκ των θορύβων και επαίνων. Επαινοι μοι δια των έργων υμάς, επιδείξαι τα λεγόμενα. Τότε εγώ ζηλωτός και μακάριος».
Αλλά και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, όταν ήταν Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος εξέλεξε νέο Πατριάρχη τον Μάξιμο Στωικό, δέχθηκε το αποτέλεσμα παρά τις αντιδράσεις των φίλων του, λέγοντας «Ικετεύω υμάς καλώς και ειρηνικώς διάκεισθαι προς αλλήλους. Αγαπήσατε μόνο την αλήθειαν και την ειρήνην».
Και ως νέος Κιγκινάτος αποσύρθηκε στο χωριό του, όπου έζησε ζωή ειρηνική, μελετώντας τα αθάνατα αριστουργήματα της εμπνεύσεώς του.
Οι Τρεις Ιεράρχες συνδύασαν την Ελληνική μόρφωση με τη Χριστιανική πίστη και ακολούθησαν την Ηράκλεια ρήση: «Πάντες οι ανθρώπινοι νόμοι διέπονται υφενός του θείου νόμου» και πραγματοποίησαν την ελληνικήν αρετήν, την «αρμονίαν», εκ της οποίας πηγάζουν το μέτρο, η ισονομία, η μεσότητα, το κάλλος, η σωφροσύνη, η δημοκρατία. Προσέφεραν το υπέροχο στοιχείο του ελληνοχριστιανικού Ηθους, της Πίστεως, της Αληθείας, της Αλληλεγγύης, το οποίο ελληνοχριστιανικό Ηθος οφείλουμε να περιφρουρήσουμε ιδιαίτερα σήμερα που οι εχθροί της πατρίδας μας είναι πολλοί και όχι όλοι ορατοί.
Επιπλέον οφείλουμε να καταστήσουμε τη νεολαία, ασπίδα του έθνους και της πατρίδας. Αγρυπνη φρουρά και αντάξιο φορεα και συνεχιστη της Ιστορία και του Πολιτισμου του τόπου, επαληθεύοντας τη ρήση «άμμες γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες»…
Ωστε το αείζωο πνεύμα του Ελληνικού Διαφωτισμού και της Ορθοδοξίας με νέα δυναμική παρουσία να εμπλουτίζει και να πλοηγεί διαχρονικά την κιβωτό των αξιών και των Αρχών του Παγκόσμιου Πολιτισμου.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα