Κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’70, μαθήτρια τότε λυκείου, συνάντησα για πρώτη φορά την Ελλη Αλεξίου. Η γνωστή συγγραφέας είχε έρθει στην πόλη μας, στα Χανιά, για μια διάλεξη. Το περιεχόμενο της ομιλίας δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι όμως καλά πως στο τέλος περίμενα να τη ρωτήσω για τη σχέση του Κώστα Βάρναλη με το Νίκο Καζαντζάκη, τους “μυθικούς ήρωες” των ελληνικών γραμμάτων.
Η δεύτερη συνάντησή μου μαζί της ήταν στα φοιτητικά μου χρόνια, δεκαετία του ’80 πια. Στη Φιλοσοφική Αθηνών αποκαλυπτικές αφηγήσεις, συγκινησιακά φορτισμένος λόγος, εξομολογητική διάθεση. Τα λόγια της εύκολα έβρισκαν ανοιχτά αυτιά αλλά και ανοιχτές καρδιές στις φοιτητικές συντροφιές της εποχής.
Η τρίτη μου συνάντηση πραγματοποιήθηκε -αναπάντεχα -θά ’λεγα- αυτές τις μέρες στο Μουσείο Τυπογραφίας, σε μία λιτή θεατρική παράσταση, που στηριζόταν στο θεατρικό μονόπρακτο της Μαρινέλλας Βλαχάκη “Θα σου μιλώ ώσπου να φέξει”, το οποίο, μάλιστα εκδόθηκε σε μία καλαίσθητη έκδοση των “Χανιώτικων Νέων”. Η συγγραφέας, θεματοφύλακας οικογενειακών βιωμάτων και ιερών αγωνιστικών παρακαταθηκών ανθρώπων που έζησαν με την Ελλη Αλεξίου στο Παρίσι, όπως ήταν οι γονείς της, ζωντανεύει στη θεατρική σκηνή την αξέχαστη συγγραφέα και παιδαγωγό.
Το έργο αναδεικνύει ευαίσθητες ανθρώπινες πλευρές, αναδίδει τη χαρά της επικοινωνίας που χαρακτήριζε την προσωπικότητα της βασικής ηρωίδας του. Το μέσο της εποχής και ο καμβάς του θεατρικού λόγου, η σωζόμενη αλληλογραφία. Οι επιστολές αποτελούν θύρα εισόδου στον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας, αλλά και της διακεκριμένης στον κόσμο των γραμμάτων αδελφής της.
Η θεατρική παρουσίαση στηρίχτηκε σε κείμενα αυθεντικά και σε συμπληρώματα λόγου αισθαντικού και αποκαλυπτικού, που ζωντανεύει στη σκηνή όλα τα μυθικά “τέρατα” της μεσοπολεμικής λογοτεχνικής γενιάς της “Δεξαμενής”. Βαρύτερη η σκιά του Καζαντζάκη, με τις πολλές αντιφάσεις της προσωπικότητας και της μεγαλοσύνης του πνεύματός του. Οι προσωπικές μνήμες της συγγραφέως και πρωταγωνίστριας του θεατρικού μονόπρακτου προφανώς συμπληρώνουν και σκιαγραφούν αποκαλυπτικά την κύρια ηρωίδα, τη γυναίκα με τη διαπολιτισμική εμπειρία, τη γυναίκα που ως βασική αρχή όχι μόνο των λογοτεχνικών μηνυμάτων της αλλά και της ζωής της πρόβαλε την αλληλεγγύη για το συνάνθρωπο.
Κινήθηκε στις προδιαγραφές της γενιάς της, θα έλεγε κάποιος. Η οικογένεια και τα βιώματα καθόρισαν την πορεία της. Από μία άποψη ίσως αυτό συνδέει και τη Μαρινέλλα Βλαχάκη, γνωστή για το λογοτεχνικό της έργο επίσης στη μεταπολεμική ελληνική γραμματεία, με την Ελλη Αλεξίου: η δύναμη των παιδικών καθοδηγήσεων και της γονεϊκής επιρροής, της προσωπικής ευαισθησίας, καθώς και της πίστης σε διαχρονικές πανανθρώπινες αξίες. Γιατί βέβαια η συνάντησή τους στο θεατρικό πεδίο δεν είναι συγκυριακή ούτε εφήμερη, γι’ αυτό είναι πειστική και ειλικρινής.
Η παράσταση με το διακριτικό φωτισμό της, την ωραία μουσική, τις λίγες φωτεινές εικόνες που υποκαθιστούν το αναμενόμενο σκηνικό, αποτελεί μιαν αποκαλυπτική διείσδυση στα αποσιωπώμενα και στα άρρητα όχι μόνο της Έλλης αλλά και της εποχής των “πέτρινων χρόνων” της μεταπολεμικής Ελλάδας. Με την υποκριτική αρτιότητα όσων συμμετέχουν αναδεικνύονται οι σκληροί αγώνες της μικρής ζωής των επί μέρους ηρώων, που αντιπροσωπεύουν τους μεγάλους αγώνες μιας γενιάς που μαχόταν και ονειρευόταν εκ πεποιθήσεως.
Υπό το πρίσμα των νέων φώτων της ιστορικής και πολιτικής εμπειρίας αλλά και της βιούμενης πραγματικότητας αλλάζει η απόχρωση των άλλοτε εμπνευσμένων πολιτικών ιδεολογιών. Σήμερα πολλά από τα κοσμοθεωρητικά οράματα της μεταπολεμικής εποχής έχουν αλλοιωθεί. Αυτό όμως δεν επηρεάζει τις διαχρονικές αξίες που πρόβαλαν: την πανανθρώπινη αλληλεγγύη, την ισότητα, το όραμα ενός καλύτερου κόσμου. Αυτό είναι και το μήνυμα, ίσως, της παράστασης.
«Μη με ξεχνάς σε έχω ανάγκη» έλεγε η Γαλάτεια προς την αδελφή της. Αυτή μπορεί να είναι σήμερα η έκκληση όλων των θυμάτων των κοινωνικών αδικιών, των ανισοτήτων και των κατατρεγμών των δικών μας ημερών. Εκκληση και υπόμνηση μαζί του χρέους του ανθρώπου της κάθε εποχής.