» Αντωνίου Εμμ. Κατσικανδαράκη
Η Μάχη της Κρήτης ουσιαστικά άρχισε τον Γενάρη του 1941με τη V Μεραρχία Κρητών στην κατάληψη, της φυσικά και τεχνικά οχυρωμένης και απόρθητης Κλεισούρας. Δόξα και τιμή στα παλληκάρια της και στον αρχηγό της Παπάστεργίου. Θέματα και πρόσωπα γνωστά, περισσότερο προφορικά και πολύ λίγο γραπτά…
Κύριε Αντώνη, Μπάρμπα Αντώνη, Μεγάλε Αντώνη Κατσικανδαράκη, πήρα το βιβλίο σου στην Αθήνα με καθυστέρηση, αλλά το πήρα κι αυτό έχει σημασία.
Το βιβλίο σου με συνεπήρε, μ’ έκανε να ξεχάσω φωτιές, στάχτες, υπερβολικές αυγουστιάτικες θέρμες και κορωνοϊούς πολυποίκιλους και φοβερούς. Το βιβλίο σου δεν είναι μόνο πόνημα είναι και τόλμημα μεγάλο. Δεν έγραψες μόνο με χέρι και νου, μνήμη. Έγραψες με συνείδηση καθαρή, ψυχή αγνή, αθώα, παιδική και πρωτόγονη, χωρίς πάθη, λάθη και αμαρτήματα. Προσέγγισες τα θέματά σου ιερόπρεπα, τελετουργικά, απροσποίητα, χωρίς γυαλιστικά, χωρίς κοσμητικά επίθετα, ωραιολογίες και γλυκαντικά. Ούτε με χολές και φαρμάκια, αλλά αγγελικά.
Οπου δεν είσαι σίγουρος, βάζεις τα ερωτηματικά σου ευγενικά, σαν απλός, αγνός παρατηρητής αλλά και σαν φιλόσοφος.
Ευτύχημα για τον τρόπο της γραφής σου που δεν παραθέτει τίτλους σπουδών, γιατί θα σε παρέσυραν σε άγονους καθωσπρεπισμούς και δειλές λιποταξίες – αποφυγές.
Η γραφή σου μοιάζει με τη γραφή του Μακρυγιάννη.
Διέκρινα ακόμα ότι δεν βγάζεις κρίση, δεν θέλεις να βάλεις τη δική σου γνώμη– σφραγίδα. Παραθέτεις τα γεγονότα όπως τα είδες, όπως τα άκουσες, όπως τα διάβασες και αφήνεις το μεγάλο δικαίωμα, συνάμα και προνόμιο στον αναγνώστη να δει, ν’ αντιληφθεί και να συμπεράνει.
Το λυχναράκι σου -που αναφέρεις στην αφιέρωση- όχι μόνο φώτισε αλλά άστραψε και έλαμψε σε θέματα που «μεγάλοι κονδυλοφόροι» απέφυγαν, για να μη θίξουν γνωστούς άγνωστους, και γιατί τα αίματα είναι νωπά και καυτά.
Εσύ τα άγγιξες με αγάπη, τα φώτισες με το λυχνάρι της αλήθειας, αυτό λείπει από την εποχή μας, γιατί λείπει από την ψυχή μας.
Σε ζηλεύω, γιατί, λευτερωμένος ορθογραφικά, έγραψες άνετα, δείχνοντας το μεγαλείο της ψυχής σου. Απέδειξες ότι η Ετεοκρητική– ελληνική ψυχή ζει. Η ματιά σου φωτογραφική, διαπεραστική και άδολη. Χαίρομαι που γράφω για σένα.
Πολύ σ’ ευχαριστώ που τιμητικά με θυμήθηκες.
Θερμά και ταπεινά σε συγχαίρω.
Να είσαι πάντα καλά και να φωτίζεις.