Βαλκάνια, η χερσόνησος του Αίμου και Ελληνική χερσόνησος. Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Ευρώπης και αποτελεί φυσική γέφυρα της γηραιάς ηπείρου προς την Τουρκία (Ασία), ενώ συνόρευε, επί σειρά ετών, με την άλλοτε κραταιά τσαρική Ρωσία αρχικά κι έπειτα με την Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών.
Η Βαλκανική χερσόνησος στην οποία ανήκει κι η Ελλάδα, πήρε το όνομά της από τους Τούρκους, που χρησιμοποίησαν τη λέξη “balkan(: βουνό)” για την οροσειρά του Αίμου, την πιο χαρακτηριστική οροσειρά της περιοχής, καθώς την τέμνει από δυτικά προς ανατολικά και αποτελεί παρακλάδι των Δειναρικών Άλπεων, της μεγαλύτερης οροσειράς που διασχίζει τα δυτικά όρια της χερσονήσου κατά μήκος της Αδριατικής θάλασσας.
Η χερσόνησος του Αίμου, στην πολυετή διαδρομή της Ιστορίας, πολύ συχνά έγινε πεδίο πολιτικών, διπλωματικών και στρατιωτικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των διαφόρων λαών που κατοικούσαν στα εδάφη της. Πολλοί ήταν οι λόγοι που -στις διάφορες εποχές- δεν άφησαν τα βαλκανικά έθνη να συνεργαστούν, προκειμένου αρκετά από τα κοινά προβλήματα να επιλυθούν. Aλλους συνέφερε ο προτεινόμενος τρόπος λύσης, άλλοι θεωρούσαν εαυτόν ριγμένο στη διανομή των κερδών, ενώ κάποιοι, όσο κιαν ήθελαν, δεν μπόρεσαν να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά -τέλος- υπήρξαν κι αυτοί, που αδιαφόρησαν παντελώς και τραβούσαν το δικό τους δρόμο.
Στην παρούσα εργασία, λοιπόν, θα ανιχνεύσουμε τα αίτια και θα ιδούμε τις συνέπειες για την Ελλάδα των Βαλκανικών πολέμων (1912 – 1913) που επηρέασαν σημαντικά την ιστορική πορεία, την κοινωνία και την οικονομία της χώρας μας μετά το 1913.
1. Τα προ των πολέμων.
1.1. Αντιχριστιανική πολιτική των Νεότουρκων.
Oταν ο κίνδυνος της τουρκοποιήσεως, που προωθούν στα βαλκανικά εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας οι Νεότουρκοι μετά την επικράτησή τους, το 1908, στην Τουρκία, γίνεται επικίνδυνα εξωφρενικός, το καλοκαίρι του 1912 ξεκινούν προσπάθειες για συνεννόηση των χριστιανικών βαλκανικών κρατών για να τον αντιμετωπίσουν, αφού όλοι έχουν τουρκοκρατούμενους ακόμη αδελφούς. Καθώς ο εκτουρκισμός έχει εξαπολύσει μια αντιχριστιανική θύελλα, η Βουλγαρία διαμαρτύρεται και το οικουμενικό πατριαρχείο της Κων/πολης κήρυξε την ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία σε διωγμό. Η Αλβανία επαναστατεί, ενώ -από το 1911, εκμεταλλευόμενη τις περιστάσεις και το όλο «κλίμα»- η Ιταλία κατέλαβε τις τελευταίες στην Αφρική κτήσεις του Σουλτάνου, που υπάγονταν απευθείας σ` αυτόν, την Τριπολίτιδα και την Κυρηναϊκή.
1.2. Τα βαλκανικά κράτη συνασπίζονται
Όταν το καλοκαίρι του 1912, η Βαλκανική «ξεσηκώθηκε» ενωμένη κατά των Τούρκων, πολλοί σκέφτηκαν τον Ρήγα Φεραίο, που, ενάμιση αιώνα σχεδόν μετά τον θάνατό του, το όνειρό του φάνηκε να υλοποιείται. Τέσσερα χριστιανικά κράτη, Ελλάδα – Βουλγαρία – Μαυροβούνιο και Σερβία, συνασπίζονται κι ετοιμάζονται να χτυπήσουν τη μουσουλμανική Τουρκία.
Χρειάστηκε, όμως, αρκετή δυσκολία και εξαίρετη διπλωματική μαεστρία του ίδιου του πρωθυπουργού Ελευθ. Βενιζέλου για την είσοδο και τη συμμετοχή της Ελλάδας στη βαλκανική συμμαχία. Συγκεκριμένα, η χώρα μας γίνεται αποδεχτή, όταν ο Βενιζέλος τόλμησε να δεχτεί να μη γίνει καθόλου λόγος για διανομή των κερδών από τον πόλεμο στη συνθήκη συμμαχίας με τη Βουλγαρίας. Αλλά σημαντικότατο ρόλο στη σύναψη των συμμαχιών μεταξύ των χριστιανικών βαλκανικών κρατών έπαιξε η Ρωσία, ευνοώντας και εργαζόμενη γι’ αυτήν, επειδή ήθελε να εμποδίσει να επεκταθεί οικονομικοπολιτικά η Αυστρία προς τα νότια.
2. Ο Α’ βαλκανικός πόλεμος
2.1. Αίτια κι αφορμή του Α’ βαλκανικού πολέμου.
Δε χρειάστηκε ιδιαίτερη αφορμή κι αιτία για να κινηθεί το βαλκανικό μέτωπο εναντίον της Τουρκίας. Απλώς, επιτάχυναν την αναμενόμενη σύγκρουση η φθορά και εξασθένιση της οθωμανικής αυτοκρατορίας λόγω του ιταλοτουρκικού πολέμου στην Αφρική, η βάναυση καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εθνοτήτων που διαβιούν στα εδάφη της, η έξαρση του εθνικού συναισθήματος των βαλκανικών λαών προς την κατεύθυνση της απελευθέρωσης των αλύτρωτων αδελφών. Και τέλος ίσως ο πιο σπουδαίος λόγος του πολέμου σχετίζεται με τον επεκτατικό ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων (Ρωσία, Αγγλία, Γαλλία, Αυστρία, Γερμανία, Ιταλία) που γύρευαν μερίδιο από την «πίτα» -μια περιοχή γεμάτη ζωτικά, οικονομικά και πολιτικά οφέλη- και διέξοδο σ’ έναν δρόμο που φέρνει στις πλούσιες αγορές της Ανατολής. Η Ελλάδα, εξάλλου, χάρη στο σχεδιασμό της κυβέρνησης Βενιζέλου είχε αναδιοργανωθεί και διαθέτοντας πανίσχυρο στρατό ήταν ετοιμοπόλεμη να ξεκινήσει τον ένοπλο αγώνα, προκειμένου αφενός να ξεπλύνει την ντροπή του 1897 κι αφετέρου να απελευθερώσει τον αλύτρωτο ελληνισμό που «στέναζε» στα τουρκικά εδάφη.
Τον Σεπτέμβρη του 1912, πρώτος ο Νικήτας, ο βασιλιάς του Μαυροβουνίου, κηρύττει τον πόλεμο κατά των Τούρκων. Ταυτόχρονα, σχεδόν κι οι άλλοι βαλκανικοί λαοί απαιτούν αυτονομία ευρύτατη για τους ομοεθνείς τους. Η Τουρκία έπεσε στο λάθος να πιστέψει πως τα βαλκανικά κράτη ήταν στρατιωτικά αδύναμα κι ανίσχυρα, αλλά και υποδεέστερά της. Έτσι, στις 4/10/1912 κήρυξε τον πόλεμο σε Βουλγαρία και Σερβία, αλλά την επόμενη μέρα κιόλας η Ελλάδα κηρύττει τον πόλεμο στους Τούρκους. Αρχές του ίδιου Οκτώβρη έχουμε, επιτέλους μετά από πολυαίωνες θυσίες, την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και τη συμμετοχή των Κρητών βουλευτών στην ελληνική βουλή.
2.2.. Η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων προς τους εμπόλεμους.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν εμπιστεύονταν καθόλου τις βαλκανικές χώρες πως θα μπορούσαν συνασπισμένες ν’ αλλάξουν τον «χάρτη» της περιοχής. Ετσι, τα ευρωπαϊκά κράτη έσπευσαν να δηλώσουν ότι δε θα επιτρέψουν καμιά εδαφική μεταβολή στη βαλκανική χερσόνησο. Τα πράγματα όμως θα εξελιχθούν διαφορετικά και γρήγορα θα τους διαψεύσουν.
2.3. Θεσσαλικό – Μακεδονικό μέτωπο και η “κόντρα” Βενιζέλου –Κων/νου
Από την πρώτη μέρα της κήρυξης του πολέμου των βαλκανικών κρατών κατά των Τούρκων είχαμε επιτυχίες για τον ελληνικό στρατό. Συγκεκριμένα, στις 5 Οκτωβρίου του 1912 εφτά ελληνικές μεραρχίες μ επικεφαλής τον διάδοχο Κων/νο κατέλαβαν την Ελασσόνα και λίγες μέρες μετά (8–9/10) νικώντας τους Τούρκους στο Σαραντάπορο οι Έλληνες εισήλθαν στα Σέρβια, την Κοζάνη και στα Γρεβενά. Την ίδια ώρα, άλλες ελληνικές δυνάμεις αφού κυρίεψαν την Κατερίνη και περνώντας τον Αλιάκμονα απελευθέρωσαν τη Βέροια, τη Νάουσα και την Έδεσσα.
Καθώς οι Έλληνες έτρεπαν πια σε φυγή τους Τούρκους προς το Μοναστήρι, μια βουλγαρική στρατιά που προοριζόταν για τη Μακεδονία κατέλαβε εύκολα τις Σέρρες, τη Δράμα και την Καβάλα κι ένα μέρος της βάδιζε πολύ γρήγορα για τη Θεσ/νικη, την οποία οι Βούλγαροι από καιρό εποφθαλμιούν. Τότε, έχουμε και την πρώτη φανερή “κόντρα” Κων/νου – Βενιζέλου: Για να μην καταληφθεί η Θεσ/νικη από τους Βουλγάρους και δημιουργηθούν τετελεσμένα, η κυβέρνηση δίνει εντολή στο στρατό να επιταχύνει την πορεία προς την πόλη, ενώ αντίθετα, ο αρχιστράτηγος διάδοχος ήθελε να κινηθεί προς Μοναστήρι, όπου ανθούσε το ελληνικό εμπόριο.
2.4. Εγκατάσταση του βασιλιά της Ελλάδας στη Θεσ/νικη.
Στο τέλος, μετά από διήμερη επιτυχή μάχη στα Γιαννιτσά (19–20/10/1912), οι ελληνικές στρατιές κινούν προς τη Θεσ/νικη, την οποία οι Τούρκοι παραδίδουν ανήμερα της εορτής του Αγ. Δημητρίου, στις 26 Οκτωβρίου 1912 το απόγευμα. Μετά τη θριαμβευτική είσοδο στην πόλη του βασιλιά και του διαδόχου στις 28/10, ο βασιλιάς Γεώργιος εγκαταστάθηκε βιαστικά στη Θεσ/νικη, σε μια κίνηση που έμμεσα δήλωνε σε όλους ότι οι Έλληνες δε θα παρέδιδαν σε κανέναν άλλο πια την πόλη. Απορίας άξιο είναι, βεβαίως, πως ο βουλγαρικός στρατός -αν και βρήκε την πόλη κυριευμένη από τους Έλληνες- ζήτησε άδεια από το ελληνικό στρατηγείο να εισέλθει και πραγματικά στρατωνίστηκε στην πόλη τάχα για να ξεκουραστεί.
Μετά την απελευθέρωση της Θεσ/νίκης 4 μεραρχίες του ελληνικού στρατού κινήθηκαν και κατέλαβαν τη Φλώρινα, ενώ απελευθερώνουν τη βόρειο Ήπειρο μέχρι την Κορυτσά. Ο ενθουσιασμός των Ελλήνων στις περιοχές που απελευθερώνονταν ήταν ακράτητος για τον ελληνικό στρατό, σε σημείο πολλοί να κατατάσσονται σ` αυτόν.
2.5. Ελληνικές επιτυχίες σε Ήπειρο & Β. Ήπειρο.
Στο Ηπειρωτικό μέτωπο του πρώτου βαλκανικού πολέμου επικεφαλής των ελληνικών στρατευμάτων είναι ο στρατηγός Σαπουντζάκης. Υπό την ηγεσία του, ο στρατός μας καταλαμβάνει την Πρέβεζα, τα Πέντε Πηγάδια, το Μέτσοβο και σταματά μπροστά στο οχυρωμένο Μπιζάνι. Ενώ οι Τούρκοι αμύνονται σθεναρά κατά των Ελλήνων που έχουν ως στόχο την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ο ελληνικός στρατός -μετά την κατάληψη της Θεσ/νικης– εντείνει τον αγώνα γι’ άλωση της πρωτεύουσας της Ηπείρου. Χάρη στις μεγάλες και δύσκολες μάχες στις οποίες έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο τα ελληνικά ευζωνικά τάγματα, οι Έλληνες κυριεύουν το Μπιζάνι στις 21/2/1913 κι εισέρχονται στα Γιάννενα. Από εκεί μετά προχωρούν στη Β. Ήπειρο, ελευθερώνουν Αργυρόκαστρο, Χιμάρα, Πρεμετή κι έφτασαν ως τον Αυλώνα, αλλά δεν προωθήθηκαν παραπέρα στον Αυλώνα, γιατί «αντιδρούσαν» οι Ιταλοί.
2.6. Κουντουριώτης και ελληνικοί ναυτικοί θρίαμβοι.
Πρωταγωνιστής των θαλάσσιων επιχειρήσεων στον Α’ βαλκανικό πόλεμο ήταν ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης. Το πρώτο σημαντικό του κατόρθωμα θεωρείται η βύθιση από τον ελληνικό στόλο του τουρκικού θωρηκτού «Φετίχ Μπουλέν» στις 13 Οκτωβρίου 1912 στη Θεσ/νικη. Μετά, βγήκε στο Αιγαίο και κατέλαβε Λέσβο, Χίο, Θάσο, Ίμβρο και Τένεδο και καθώς ο τουρκικός στόλος δυσκολεύεται πολύ στις κινήσεις του κι ο ελληνικός παραμένει αήττητος από το 1821 και πέρα, δύο σημαντικές νίκες των Ελλήνων σε θαλάσσιες ελληνοτουρκικές συγκρούσεις τρομοκρατούν τους Τούρκους που με απώλειες καταφεύγουν στα Στενά για να κρυφτούν. Η πρώτη νικηφόρα για τους Έλληνες ναυμαχία ήταν της Έλλης, αρχές Δεκεμβρίου του 1912, κι η δεύτερη –στις πρώτες μέρες του Γενάρη του 1913– στη Λήμνο.
3. Οι κινήσεις των λοιπών βαλκανικών λαών
3.1. Επεκτατικές βλέψεις των Βουλγάρων
Οι Βούλγαροι, που θεωρούνται κύριος ανταγωνιστής των Ελλήνων επί των μακεδονικών και θρακικών εδαφών που απελευθερώνονταν, κινήθηκαν σε δυο, κατά βάση μέτωπα. Ένα μέρος του στρατού τους κατέλαβε τις Σαράντα Εκκλησιές στη Θράκη, δίδει μια σημαντική μάχη στο Λουλέ Μπουργάζ κι αφού πολιορκεί την Αδριανούπολη κινεί προς την Τσαλτάτζα. Άλλες βουλγαρικές δυνάμεις προχωρούν στη δυτική Θράκη και την ανατολική Μακεδονία. Καταλαμβάνοντας Σέρρες, Δράμα και Καβάλα, φθάνουν, λίγο μετά από τα ελληνικά στρατεύματα, στη Θεσ/νικη και μια βουλγαρική μεραρχία, τότε ζητά την άδεια να στρατωνιστεί από τους Έλληνες, που έχουν απελευθερώσει την πόλη.
3.2 Σέρβοι και Μαυροβούνιοι.
Οι Σέρβοι καταλαμβάνουν το Μοναστήρι και βαδίζοντας προς τη θάλασσα έφτασαν στο Δυρράχιο, ενώ οι Μαυροβούνιοι πολιόρκησαν τη Σκόδρα.
4. Η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου.
4.1 Το «κλίμα».
Μάρτιος 1913. Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος συνεχιζόταν με επιτυχίες στην Ήπειρο (κατάληψη Ιωαννίνων, Αργυρόκαστρου, Κορυτσάς) για το ελληνικό στράτευμα, αλλά και στο ΒΑ Αιγαίο ( απελευθέρωση Μυτιλήνης, Χίου, Λήμνου, Τενέδου, Ίμβρου, Σάμου και Ικαρίας, άτακτη υποχώρηση των τουρκικών θωρηκτών στα Δαρδανέλια) για το ναυτικό μας σε βάρος των τουρκικών δυνάμεων.
4.2 Η δολοφονία του βασιλιά.
Η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό τον Οκτώβριο του 1912, όπου από 11 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου ο βασιλιάς της Ελλάδας, Γεώργιος εγκαθίσταται. Κορυφαίες στιγμές θριάμβου σκιάζονται από μια αναπάντεχη εθνική τραγωδία: Στις 5 Μαρτίου 1913 ο Γεώργιος κάνει το συνηθισμένο του περίπατο μαζί με τον υπασπιστή, ταγματάρχη Φραγκούδη. Είναι σούρουπο στην οδό Αγ. Τριάδας. Κάποιος Αλέξαντρος Σχινάς τον πλησιάζει και τον πυροβολεί πισώπλατα. Ο 68χρονος μονάρχης εξέπνευσε την ώρα που μεταφέρεται σε νοσοκομείο.
4.3 Πώς πολιτευόταν ο Γεώργιος και τα σχέδια του νέου βασιλιά.
Ο Γεώργιος Γλύξμπουργκ βρισκόταν στον ελληνικό θρόνο από το 1863. Παρά την αντιφατική εξωτερική του πολιτική στη διάρκεια της 50ετούς βασιλείας του, στα χρόνια του Βαλκανικού Πολέμου ακολουθούσε την κυβέρνηση Βενιζέλου τηρώντας μάλιστα ξεκάθαρα αγγλόφιλη πολιτική. Η στάση, λοιπόν, του βασιλιά ανησύχησε τους Γερμανούς που έβλεπαν πως οι Έλληνες με τη βοήθεια των Άγγλων νικούν τους σύμμαχούς τους, τούς Τούρκους, κι οι ίδιοι δεν έχουν πρόσβαση, πια, στο Αιγαίο. Ο πρωτότοκος γιος του, Κων/νος, παντρεμένος με την αδελφή του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β`, τη Σοφία, ακολουθούσε, λόγω του γαμβρού του, φιλογερμανική στάση. Και οι Γερμανοί επιδίωκαν να φύγει από τη μέση ο Γεώργιος και με τον Κων/νο στο θρόνο να προωθούσαν σημαντικά την επιρροή τους στα Βαλκάνια.
4.4. Γιατί δολοφονήθηκε τότε ο Γεώργιος
Αν δούμε πώς ο Κων/νος και η Σοφία, με την άνοδό τους στο θρόνο, ακολουθούν τυφλή φιλογερμανική πολιτική σε βάρος των συμφερόντων της Ελλάδος και της Αγγλίας, ίσως πειστούμε πως το χέρι του Σχινά όπλισαν άνθρωποι της γερμανικής και της αυστριακής πρεσβείας στην Αθήνα. Ο Γ. Φιλάρετος («Σημειώσεις», σελ. 619–620) γράφει πως το πιο πιθανό φαίνεται να πυροβόλησε το βασιλιά ο αυστριακός αξιωματικός Schinazyi και να ήταν το εξιλαστήριο θύμα ο Σχινάς.
Αν αρνηθούμε την παραπάνω εκδοχή, είναι πιο πειστική εξήγηση του φόνου πως ο Σχινάς ήταν ανισόρροπος; Δεν επαληθεύτηκε ποτέ, καθώς δεν ανακοινώθηκε τίποτα επίσημα για τις ανακρίσεις και την ομολογία του Σχινά, που είχε συλληφθεί από τον εμβρόντητο Φραγκούδη. Η ταχτική ανάκριση, που διεξάγεται από τον Πρωτοδίκη Βασ. Κανταρέ, διακόπτεται μετά από επίσκεψη της βασιλίσσης Όλγας στο κελί του δολοφόνου. Την είχε ζητήσει ο ίδιος να της μιλήσει προσωπικά, μα αυτή φεύγοντας βαθύτατα συντετριμμένη δεν απεκάλυψε ό,τι της είπε. Επειδή άραγε ο Σχινάς ομολόγησε πως τον χρησιμοποίησαν ο Αυστριακός πρόξενος και άλλα ανώτερα πρόσωπα της αυστρογερμανικής διπλωματίας, μόλις έφυγε η βασίλισσα, δεν αυτοκτόνησε, αλλά –κατά την αφήγηση στα 1938 του Κανταρέ στον Γ. Κορδάτο («Ιστορία της Ελλάδος» , τόμος 13, σελ. 313 εξής)– «…τον έριξε από το παράθυρο του διοικητηρίου ανώτατος αξιωματικός της χωροφυλακής…»;
Σημασία, όμως, για τον τόπο και τη μετέπειτα ιστορία του έχει αυτό που θα γράψει ο στρατηγός Θ. Πάγκαλος στα «Απομνημονεύματα Α» (Σελ. 279–280) ότι δηλ. «.. εάν (σ.σ. ο Γεώργιος) έζη, ουδέποτε θα εδημιουργείτο ο απαίσιος Διχασμός του ελληνικού λαού (σ.σ. Κωνσταντινικοί – Βενιζελικοί, της περιόδου 1915–22), ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα την εθνικήν συμφοράν της Μ. Ασίας…».
5. Η συνθήκη του Λονδίνου (17/30 Μαΐου 1913)
5.1. Συσκέψεις για την έκβαση του πολέμου
Στις 3 Δεκεμβρίου του 1912 αντιπρόσωποι των εμπόλεμων βαλκανικών χωρών συνεδρίασαν στο ανάκτορο του Αγ. Ιακώβου στο Λονδίνο και μαζί τους κι οι πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων. Θέμα των συσκέψεων ήταν τι θα γίνει με τον πόλεμο και το διαμορφούμενο “status quo” στην περιοχή των Βαλκανίων. Αξιοπρόσεχτο είναι το ότι η Ρωσία κι η Αυστρία που -όταν ξεκινούσε ο βαλκανικός πόλεμος έλεγαν πως δε θα δεχτούν εδαφικές ανακατατάξεις στη Βαλκανική- τώρα ισχυρίζονται πως, αφού η Τουρκία απέτυχε να διατηρήσει το δικαίωμα της επιβολής της κακής της διοίκησης στην περιοχή, δεν έπρεπε να διατηρηθεί το προγενέστερο εδαφικό καθεστώς. Τη γνώμη τους συμμεριζόταν κι ο Βρετανός πρωθυπουργός Άσκουϊθ, που τάχτηκε υπέρ της δίκαιης μεταχείρισης των νικητών της ενδοβαλκανικής σύρραξης.
5.2 Συνθήκη τερματισμού του πολέμου (Μάης 1913).
Εν τέλει, η συνθήκη των χριστιανικών βαλκανικών λαών με την Τουρκία που τερμάτισε και τον 1ο βαλκανικό πόλεμο υπογράφεται στις 17/30 Μαΐου του 1913 στον Αγ. Ιάκωβο του Λονδίνου, αφού λίγο πριν (31/3) Βουλγαρία και Τουρκία είχαν συνυπογράψει ανακωχή. Ο Σουλτάνος, βάσει της συνθήκης, παραχωρεί όλα τα εδάφη της αυτοκρατορίας του στην Ευρώπη που βρίσκονταν δυτικά από τη γραμμή που άρχιζε από τον Αίνο στο Αιγαίο κι έφτανε ως τη Μήδεια στον Εύξεινο Πόντο, εκτός από την Αλβανία. Παραχωρώντας κάθε κυριαρχικό δικαίωμα επί της Κρήτης, η Τουρκία άφηνε ρευστά τα θέματα των αιγαιοπελαγίτικων νησιών και τα σύνορα – μορφή ανεξαρτησίας του νέου Αλβανικού κράτους. Για τα δυο αυτά θέματα (αλβανικό, Αιγαίο), αλλά και σχετικά με τη χερσόνησο του Άθωνος θ` αποφάσιζαν οι Δυνάμεις. Οι Ιταλοί -θεωρώντας ότι τα Δωδεκάνησα είναι ιταλοτουρκικό θέμα κι όχι βαλκανικό- αρνήθηκαν να τα περιλάβουν στους όρους της συνθήκης και τα νησιά παρέμειναν υπό την κατοχή τους.
5.3. Τρωτά σημεία της συνθήκης και ρόλος των δυνάμεων.
Τέλος το πρόβλημα της διανομής των θρακικών, μα πρώτιστα των μακεδονικών εδαφών μένοντας άλυτο, δημιουργούσε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για νέα βαλκανική εμπόλεμη σύρραξη, και μάλιστα γρήγορα και ανάμεσα στους συμμάχους του 1ου βαλκανικού πολέμου Έλληνες και Βούλγαρους. Δεν ήταν, όμως, το μόνο τρωτό και ασαφές, όσον αφορά τα νέα σύνορα των νικητών βαλκανικών συμμάχων, εξαιτίας της μάταιης προσπάθειας συγκερασμού των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων και κυρίως των κεντρικών αυτοκρατοριών (Αυστρία & Γερμανία ήθελαν με «διαίρει και βασίλευε» να ελέγχουν τη Βαλκανική!) με τα αιτήματα των λαών της Βαλκανικής σημείο της Συνθήκης του Λονδίνου: Η Αυστρία ήθελε ανεξάρτητη Αλβανία κι όχι να την προσαρτήσει η Σερβία, επειδή διεκδικούσε έξοδο στην Αδριατική. Τη γνώμη της προσεταιριζόταν κι η Ιταλία και μαζί τους πήραν και τη Βουλγαρία που την έβαλαν να «ναρκοθετεί» τις προσπάθειες της Σερβίας. Τα νησιά του Αιγαίου οι Αυστρογερμανοί δεν τα έδωσαν στην Ελλάδα, γιατί πίστευαν πως οι Έλληνες ακολουθούν αγγλόφιλη πολιτική.
6. Ο 2ος Βαλκανικός Πόλεμος (1913)
6.1. Βουλγαρική “απληστία” & Ελληνοσερβικές επαφές
Πριν καν τελειώσει ο πρώτος ενδοβαλκανικός πόλεμος των χριστιανικών λαών της περιοχής κατά των Τούρκων, εκδηλώθηκαν αντιθέσεις ανάμεσα στους συμμάχους. Οι αντιγνωμίες μεταξύ τους κορυφώνονται όταν, με το πέρας του πολέμου, προσπαθούν μετά τη συνθήκη του Λονδίνου (Μάιος 1913) να καθορίσουν τα σύνορα στις περιοχές που καθεμιά χώρα είχε καταλάβει.
Η Βουλγαρία αξίωνε να περιέλθουν στην κατοχή της η Θράκη, η ανατολική Μακεδονία, η Θεσ/νικη και το Μοναστήρι. Οι Βούλγαροι μ’ αυτές τις διεκδικήσεις ονειρεύονταν τη δημιουργία της μεγάλης Βουλγαρίας, πούχε δημιουργηθεί χάρη στη συνθήκη του Αγ. Στεφάνου (1877).
Η ελληνική κυβέρνηση, καταλαβαίνοντας ότι δεν υπάρχει ελπίδα να βρεθεί «φόρμουλα» συνεννόησης μεταξύ Ελλάδας– Βουλγαρίας, στρέφεται στη δημιουργία διπλωματικών και στρατιωτικών επαφών με τη Σερβία. Η Σερβία είχε λόγους να αντιστρατευτεί τη Βουλγαρία: και διαφωνούσαν οι δυο χώρες ως προς τη Μακεδονία, αλλά και –ενώ οι Σέρβοι δεν καλόβλεπαν την προσέγγιση Αυστρίας– Βουλγάρων– αφού αποκλείστηκε από την Αδριατική, δε+ διετίθετο να παραχωρήσει μακεδονικά εδάφη πούχε κυριέψει.
Έτσι τον Μάη του 1913 υπογράφεται μεταξύ Ελλήνων και Σέρβων αμυντική συμμαχία και στρατιωτική συμφωνία αμοιβαίας υποστήριξης σε περίπτωση πολέμου με τη Βουλγαρία ή την Τουρκία. Με τα ίδια πρωτόκολλα καθορίστηκαν και τα σύνορα των δυο χωρών με βάση τα απελευθερωμένα εδάφη.
6.2. Τα Βαλκάνια ξανά σε πόλεμο
Τον Ιούνη του 1913 τα βουλγαρικά στρατεύματα επιτέθηκαν εναντίον των ελληνικών στη Νιγρίτα και κατά του σερβικού στρατού στη Γευγελή. Οι Έλληνες δεν παρέμειναν με «σταυρωμένα τα χέρια», αλλά αφού εκκαθάρισαν τη Θεσ/νικη από το βουλγαρικό στρατό που έδρευε στην πόλη, αντεπιτέθηκαν με ορμή. Οι σφοδρότατες μάχες του Κιλκίς– Λαχανά (19– 21 Ιούνη 1913) και της Δοϊράνης (22–23 Ιούνη 1913) φέρνουν τον ελληνικό στρατό νικητή να καταλάβει τις Σέρρες και τη Δράμα. Προχωρώντας έως την Αλεξ/πολη, οι Ελληνες ολοκληρώνουν την κατάληψη της ανατολικής Μακεδονίας και της δυτικής Θράκης. Νικηφόρες επίσης ήταν κι οι επιχειρήσεις των σερβικών στρατευμάτων κατά της Βουλγαρίας.
6.3. Ελληνοβουλγαρική ανακωχή.
Τον Ιούλιο του 1913 συνάπτεται ελληνοβουλγαρική ανακωχή. Οι συγκεντρωμένοι εκπρόσωποι όλων των βαλκανικών λαών υπογράφουν «πενθήμερη αναστολή» του δευτέρου βαλκανικού πολέμου, σε μια προσπάθεια να ανοίξει ο δρόμος για την οριστική συνθήκη ειρήνης. Την Ελλάδα εκπροσωπεί ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ενώ την ημέρα που υπογραφόταν η ανακωχή (17/7) ο ελληνικός στρατός -κάμπτοντας τη βουλγαρική αντίσταση- κυρίευε την Τζουμαγιά.
Πριν λίγες ημέρες κιόλας, ο βασιλιάς Κων/νος της Ελλάδας αρνιόταν κάθε ιδέα κατάπαυσης των εχθροπραξιών, ενώ σήμερα δέχεται την ανακωχή, αφού ο ένδοξος στρατός μας «…ήχθη εις τα φυσικά και ηθικά όρια» (από τηλεγράφημά του προς το Βενιζέλο).
Η σκέψη της αναστολής των πολεμικών επιχειρήσεων ανήκει στο βασιλιά Φερδινάνδο της Βουλγαρίας. Ακούγοντας την Ελλάδα και τη Σερβία να τον κατηγορούν για σφαγές χιλιάδων αθώων στη Μακεδονία και ιδίως για φρικαλεότητες του στρατού του στο Δοξάτο Δράμας, βλέποντας τη Ρουμανία να εισβάλλει επί βουλγαρικού εδάφους και να φτάνει στα πρόθυρα της Σόφιας έπειτα από διακοίνωση υπέρ των Ελλήνων, αλλά και το Μαυροβούνιο να ’χει την ίδια πρόθεση, ενώ η Τουρκία ανακαταλαμβάνει την Αδριανούπολη και μέρος της ανατ. Θράκης, ο Βούλγαρος μονάρχης κατάλαβε την πολιτικοστρατιωτική «απομόνωσή» του.
Κι άρχισε διπλωματικό αγώνα, για να αποφύγει στρατιωτική συντριβή και πολιτική ταπείνωση. Ενώ δοκίμασε να τα «βρει» με τη Ρουμανία, δεν τα κατάφερε και τελικά πείστηκε να κάτσει στο ίδιο τραπέζι μ` όλους τους Βαλκάνιους και να ζητήσει ντροπιασμένος την «πενθήμερη αναστολή» των επιχειρήσεων.
Η ανακωχή της 17/7/1913 υπήρξε σημαντικότατο διπλωματικό γεγονός για τη βαλκανική ιστορία. Άνοιξε το δρόμο για να υπογραφεί η συνθήκη στο Βουκουρέστι, στα τέλη του μήνα (28/7), με την οποία τερματιζόταν και επίσημα ο 2ος βαλκανικός πόλεμος.
7. Η συνθήκη του Βουκουρεστίου (28/7 ή 10/8/1913).
7.1. Η στάση των δυνάμεων.
Οι ιστορικοί πιστεύουν πως όταν τερματίζεται ο Β’ βαλκανικός πόλεμος, η συνθήκη του Βουκουρεστίου επικυρώνει μερικώς μόνον τις νέες εδαφικές ανακατατάξεις που σημειώθηκαν στον άρτι λήξαντα πόλεμο . Πράγματι, στις διεργασίες που κατέληξαν στις 28/7.10/8/1913 στη συνθήκη αυτή, ο Βενιζέλος θα κάμψει όχι μόνο τις Αυστρορωσικές αντιδράσεις που δεν ήθελαν να παραχωρηθούν η Καβάλα κι η δυτική Θράκη στην Ελλάδα, αλλά και τη βουλγαρική προκλητικότητα, θα δώσει και θα κερδίσει τη μάχη για τα ελληνικά δίκαια.
Καθώς η Αγγλία κι η Ιταλία κρατούσαν επιφυλακτική στάση, η Γερμανία για να φανεί αρεστή στο νέο βασιλιά Κων/νο κι η Γαλλία για τους δικούς της λόγους υποστηρίζουν τις ελληνικές διεκδικήσεις. Δε λύθηκαν, όμως, όλα τα βαλκανικά προβλήματα στο Βουκουρέστι.
7.2 Εδαφικές ανακατατάξεις των βαλκανικών λαών.
Τελικά, με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, με την «ανοχή» των Ευρωπαίων, άλλαξε πάλι ο χάρτης της Βαλκανικής. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα παραχωρούνται η ανατολική Μακεδονία με τη Θεσ/νίκη και την Καβάλα καθώς κι η νότια Ηπειρος. Τα νησιά του Αιγαίου εκτός των Δωδεκανήσων που παρέμειναν υπό ιταλική κατοχή, παραχωρούνται οριστικά στην Ελλάδα λίγους μήνες μετά με το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (13 Φεβρουαρίου 1914). Για την Κρήτη, στο Βουκουρέστι η Βουλγαρία παραιτείται από κάθε αξίωσή της επί της μεγαλονήσου κι οι Δυνάμεις έτσι δέχονται την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να θεωρεί με το τέλος του 2ου βαλκανικού πολέμου το νησί ελληνικό έδαφος, αφού ήδη ο Βενιζέλος είχε νωρίτερα, με την έναρξη του 1ου βαλκανικού πολέμου αποδεχτεί την ένωση της Κρήτης , κι είχε αποστείλει τον πρώην πρωθυπουργό Στεφ. Δραγούμη ως πρώτο Έλληνα γενικό διοικητή.
Στη Βουλγαρία, που ήταν η μεγάλη «χαμένη» του 2ου βαλκανικού πολέμου, παραχωρείται μία λωρίδα εξόδου προς το Αιγαίο μεταξύ του Πόρτο Λάγος και της Αδριανούπολης. Η Σερβία παίρνει τη βόρεια Μακεδονία ως το Μοναστήρι και τη Στρωμνίτσα και οι Τούρκοι την ανατολική Θράκη με την Αδριανούπολη.
8. Κέρδισε ή έχασε η Ελλάδα από τους Βαλκανικούς πολέμους;
8.1. Κέρδη.
Με τον τερματισμό των βαλκανικών πολέμων, στην Ελλάδα δημιουργούνται οι καλύτερες προϋποθέσεις για μια μελλοντική ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, η επιφάνεια κι ο πληθυσμός του ελληνικού εδάφους διπλασιάζονται (από 63.211 Km2 και 2.631.952 κατοίκους προ των πολέμων σε 120.308 Km2 και 4.718.221 πληθυσμό μεταπολεμικά).
Στον εθνικό κορμό προστίθενται νέα κέντρα (Θεσ/νίκη, Ιωάννινα, Καβάλα, Μυτιλήνη, Χίος, Ηράκλειο Κρ.) με εύρωστη οικονομική ζωή και πνευματική παράδοση. Νέα εδάφη προστίθενται με πλούσιες πλουτοπαραγωγικές πηγές κι ενώ προηγουμένως η οικονομία εξαρτιόταν από τη σταφιδοπαραγωγή ως επί το πλείστον, τώρα προστίθεται η καπνοκαλλιέργεια του βορρά, η νησιώτικη ελαιοπαραγωγή, η δασοκομία της Μακεδονίας κι η κτηνοτροφία της Ηπείρου. Η εσωτερική αγορά διευρύνεται και αυτό θα συντελέσει στη βιομηχανική ανάπτυξη και παραγωγή, η οποία θ` αυξηθεί για να ικανοποιήσει τις ανάγκες ενός αυξανόμενου συνεχώς πληθυσμού. Η αστική τάξη, καθώς προσαρτώνται νέα οικονομικά κέντρα, ενδυναμώνεται.
8.2. Προβλήματα.
Με τις Νέες Χώρες που ενσωματώνονται στο ελληνικό κράτος δημιουργείται πρόβλημα αφομοίωσης. Η Παλαιά Ελλάδα (τα ελευθερωθέντα εδάφη προ του 1912) είχε απόλυτη εθνική ομοιογένεια. Οι Νέες Χώρες (Κρήτη, Ήπειρος, Μακεδονία) κατοικούνται κι από άλλες εθνότητες (Τούρκους, Βούλγαρους, Αλβανούς, Εβραίους), που παραμένουν, όμως, επιφυλακτικές, απέναντι στο ελληνικό κράτος και την πολιτική, κυρίως, εξουσία του.
Στα προβλήματα συγκαταλέγεται και το θέμα της μεγάλης γαιοκτησίας, η οποία κυριαρχεί στη Μακεδονία και στην Ήπειρο (όπως και στη Θεσσαλία), σε αντίθεση με την Παλαιά Ελλάδα.
9. Ενδεικτική βιβλιογραφία:
i) Βουρνάς Τάσος, «Ιστορία της Νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας 1821–1974», Αθήνα Εκδ. Πατάκη.
ii) Καργάκος, Σαράντος Ι., «Η Ελλάς κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912–1913)».
iii) Κορδάτος Γ., «Mεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος 13.
iv) Μαυρογορδάτος, Γιώργος Θ., «Μελέτες και κείμενα για την περίοδο 1909–1940».
v) Γ.Ε.Σ./Δ.Ι.Σ., Επίτομη ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912–1913.
vi) «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τ. ΙΔ΄ , Εκδοτική Αθηνών, 1977.