Πέμπτη, 15 Αυγούστου, 2024

Οι βάρβαροι

Δεν ήμουν παραπάνω από πέντε – έξι χρόνων που για πρώτη φορά έτυχε να δω μιάν απάνθρωπη εικόνα που δυστυχώς κι άλλες φορές αντίκρισα στο πέρασμα του χρόνου. Εικόνα που τυπώθηκε ανεξίτηλα στην καρδιά μου και δεν θα ξεθωριάσει ποτέ όσο υπάρχω και αναπνέω. Ήταν αρχές δεκαετίας 1950, λίγες μέρες μετά την επιστροφή της οικογένειάς μου από τη Λαμία, στο μικρό μας χωριό.
Είχαμε φύγει από το χωριό μας πριν από τρία χρόνια και για λόγους ασφαλείας εγκατασταθήκαμε στη Λαμία.
Εγκαταλείψαμε το χωριό μας άρον – άρον γιατί μετά την απελευθέρωση της πολυπαθής πατρίδας μας από τους Γερμανούς ξέσπασε ο εμφύλιος σπαραγμός. Τώρα, όσοι γλυτώσαμε από τους κατακτητές, κινδυνεύαμε πολύ περισσότερο, είτε από τη μια είτε από την άλλη παράταξη. Δεν γνωρίζω πολλές λεπτομέρειες και θα σταματήσω. Άλλωστε και να ήθελα να γράψω όσα γνωρίζω γύρω από τον εμφύλιο σπαραγμό θα χρειαζόμουν χώρο και χρόνο! Ίσως κάποια άλλη φορά. Άκουγα όμως και ας ήμουν μικρός ότι σχεδόν όλος ο πληθυσμός της υπαίθρου, του νομού μας είχαν εγκαταλείψει τα χωριά και είχαν εγκατασταθεί γύρω από την πρωτεύουσα, σε πρόχειρα καταλύματα. Οταν κόπασε κάπως ο εμφύλιος πόλεμος οι κυβερνώντες τότε τη χώρα αποφάσισαν να επιτρέψουν την επιστροφή στους κατοίκους των χωριών στα χωριά τους, όσοι βέβαια το ήθελαν, και πολλοί αυτό έπραξαν. Αχνές εικόνες έχουν απομείνει τυπωμένες στη μνήμη μου από την επιστροφή μας στο χωριό. Θυμάμαι δε, την εικόνα του κατεστραμμένου σπιτιού μας, έργο των κατακτητών και πως το πρώτο βράδυ κοιμήθηκα σε μια γωνιά του, κοιτάζοντας τον ουρανό μετρώντας λάθος τ’ αστέρια του. Επίσης θυμάμαι πολύ καλά, τα πάντα δακρυσμένα μάτια των γονιών μου και των άλλων χωριανών, δίχως να μπορώ να δώσω μια λογική εξήγηση γιατί γινόταν αυτό. Τις επόμενες μέρες σεργιανίζοντας ξυπόλητος στα σοκάκια του χωριού έβλεπα τα σπίτια του, άλλα τελείως γκρεμισμένα και καμένα, άλλα λιγότερο γκρεμισμένα, δίχως να κατανοώ ποιοι και γιατί τα έκαψαν και τα άφησαν σ’ αυτή την κατάσταση.
Η εικόνα όμως που γι’ αυτήν άρχισα να γράφω, ήταν η εικόνα που με συγκλόνισε αφάνταστα. Θυμάμαι ότι ήταν ένα γλυκό κι απαλό λιόγερμα. Δεν θυμάμαι ποια εποχή του χρόνου ήταν, δεν ήταν όμως χειμώνας. Επαιζα, ξυπόλυτος σε κάποιο χωράφι λίγο πιο πέρα από το αντίσκηνο που έμενε η οικογένειά μου.
Εδώ πρέπει να πω, ότι μετά από λίγες μέρες από την εγκατάσταση μας στο χωριό το κράτος μας έδωσε αντίσκηνα να μένουμε κι έτσι στρεχιάσαμε γλυτώνοντας από τη βροχή και τα χιόνια. Πολύ αργότερα μας έχτισαν σπίτια και έτσι λύθηκε το πρόβλημα στέγασης οριστικά. Παίζοντας λοιπόν στο χωράφι ξαφνικά άκουσα φωνές και κάποια έντονα ουρλιαχτά, ενός δύσμοιρου σκύλου. Και λέω δύσμοιρου σκύλου γιατί παιδιά της ηλικίας μου, κι άλλα λίγο μεγαλύτερα, πηγαίνοντας προς το μέρος που γινόταν όλη η φασαρία, τον έσερναν και τον πετροβολούσαν ανελέητα. Στη βάρβαρη αυτή εικόνα, θυμάμαι έβαλα τα κλάματα. Όμως για κακή μου τύχη με πλησιάζει ένα παιδί της ηλικίας μου και μου λέει «γιατί δεν έρχεσαι και ‘συ μαζί μας;» και συνέχισε «σκιάζεσαι». Μη μπορώντας να κάνω τίποτα άλλο, γιατί γνώριζα, πως αν δεν ακολουθούσα θα μου κολλούσαν τη ρετσινιά του δειλού και όλα θα με κορόιδευαν και θα με περιγελούσαν, κάτι βέβαια που δεν το ήθελα, ακολούθησα αλλά έπαιρνα πέτρες, από κάτω κι έκανα πως χτυπούσα το σκύλο όμως καμία δεν κατευθυνόταν προς αυτόν.
Αυτό κράτησε μόνο δύο – τρία λεπτά της ώρας γιατί προσποιήθηκα ότι χτύπησα το πόδι μου κι έφυγα βιαστικά. Οταν επιτέλους έφτασα στο αντίσκηνο, κλείστηκα μέσα κι άφησα λεύτερες τις βρύσες των ματιών μου να τρέξουν τόσα πολλά δάκρυα ώσπου στέρεψαν.
Δυστυχώς οι άνθρωποι τότε ήταν πάρα πολύ σκληροί, όχι όλοι βέβαια, υπήρχαν και εξαιρέσεις, ελάχιστες αλλά υπήρχαν. Δεν ξέρω το γιατί, θέλεις οι κακουχίες που τους ταλάνιζαν τα τόσα χρόνια του πολέμου, θέλεις οι απάνθρωπες εικόνες που είχαν δει στη διάρκεια του εμφυλίου, γιατί πράγματι τότε γίνονταν πάρα πολλά έκτροπα, τους έκαναν τόσο σκληρούς; Δεν ξέρω το γιατί, ένας απ’ αυτούς ήταν και ο ιδιοκτήτης του σκύλου, που τον παρέδωσε στα παιδιά δεμένο με χοντρό συρματόσκοινο από το λαιμό το άμοιρο ζώο να το σκοτώσουν δια λιθοβολισμού. Κι όπως ανέφερα  στην αρχή δεν ήταν ο μόνος. Είχαν προηγηθεί και άλλες παρόμοιες εκτελέσεις σκύλων και μετά. Θυμάμαι όταν πήγα στην πρώτη δημοτικού, μια μέρα, έξω από το σχολείο, ένας χωριανός είχε δεμένο το σκύλο του με συρματόσκοινο και περίμενε να σχολάσουμε να μας το παραδώσει να τον εκτελέσουμε.
Ο δάσκαλος όμως αντιλήφθηκε το τι σχεδίαζε να κάνει ο “κύριος” εκείνος και πριν χτυπήσει το κουδούνι να σχολάσουμε, βγαίνει έξω, τον πλησιάζει και με ύφος αυστηρό, το θυμάμαι πολύ καλά αυτό, γιατί δεν ήταν μακριά και του λέει με φωνή που έτρεμε από το θυμό του «ξέρω τι σχεδιάζεις να κάνεις, όμως αν το τολμήσεις, θα σου κάνω μήνυση, και ας χρειάζεται για ώρα ποδαρόδρομο να πάω στο αστυνομικό τμήμα». Τέλος επιστρέφοντας στο σχολείο με ήρεμο τρόπο, μας είπε, ότι αν δει κάποιον από εμάς, τα παιδιά να συμμετέχουμε στον βασανισμό κάποιου ζώου, σκύλου ή γάτας, γιατί και τις γάτες με τον ίδιο τρόπο τις εκτελούσαν, θα τον αποβάλει μια για πάντα από το σχολείο. Πριν φύγουμε μας είπε, ότι την επομένη θα αφιερώσει μια-δυο ώρες λέγοντάς μας γιατί πρέπει ν’ αγαπάμε τα ζώα και πολλά άλλα γύρω απ’ αυτά. Κι αυτό έγινε. Μας είπε πάρα πολλά πράγματα για τα ζώα, κι οφείλω να πω ότι σε καμιά εκτέλεση ζώου έκτοτε δεν συμμετείχε παιδί, εκτός βέβαια από ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις. Την Κυριακή δε, μετά το επεισόδιο εκείνο, πήρε την άδεια από τον παπά ο δάσκαλος και μίλησε στους χωριανούς, επισημαίνοντάς τους ότι αν αντιληφθεί κάτι παρόμοιο δεν θα διστάσει να το καταγγείλει στην αστυνομία. Επίσης είπε και αυτό το τόνισε ιδιαίτερα, ότι τα παιδιά δεν φταίνε που προβαίνουν σε τέτοιου είδους βάρβαρες πράξεις γιατί απλούστατα είναι παιδιά. Τελείωσε δε την ομιλία του λέγοντας τα πιο κάτω λόγια με ιδιαίτερη έμφαση και με πολύ σταθερή φωνή. “Τα παιδιά” είπε, «ό,τι διδάσκονται από τους γονιούς τους και από το περιβάλλον που ζούνε, πράττουν, ό,τι βλέπουν αυτό κάνουν, άσχετο αν υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις». Δυστυχώς και σήμερα, υπάρχουν τέτοιους είδους βάρβαροι εκτελεστές ζώων που μάλλον βρίσκονται ακόμα σε πρωτόγονο στάδιο εξημέρωσης θρέφοντας μέσα τους απάνθρωπα αισθήματα. Αυτό βέβαια το ακούμε από τα Μ.Μ.Ε. αρκετά συχνά, το διαπιστώνουμε δε κάθε μέρα θωρώντας δεκάδες αδέσποτα σκυλιά να περιφέρονται στους δρόμους της κάθε πολιτείας, νηστικά και διψασμένα. Εδώ πρέπει να πω, ότι και αυτοί που εγκαταλείπουν τα ζώα τους, δεν διαφέρουν και πολύ από τους παραπάνω δήμιους.

*συγγραφέας – ποιητής


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα