Η Βελανιδιά έστεκε περήφανα, αγέραστα λές, χρόνους τώρα. Βρέθηκα μονάχος μου να την κοιτώ. Γύρω ήρεμη φύση, τόσο ήρεμη, που έλεγε κανείς πως δεν έχει κέφια για ξεφαντώματα και καταστροφές. Και η Βελανιδιά εκεί, έστεκε ακίνητη, μόνο τα φύλλα της απαντούσαν στην αύρα του ανέμου, τι λέγανε, ποιος να ξέρει;
Στα κλαδιά της, έβλεπα κρεμασμένη με τα χρόνια, όλη της την Σοφία να μαρτυρά. Σε κάποιο γερό κλαδί που δεν το έσπαγε τίποτα, είχε μια κρεμάλα. Σε ένα άλλο μια αγάπη χαραγμένη. Άραγε στέριωσε αυτή η αγάπη; Κράτησε τους όρκους της ή χάθηκε; Κατάλαβαν αυτοί οι δυο άνθρωποι που χάραξαν τα ονόματά τους στο κλαδί, πως δυο μαζί αγαπημένοι, είναι ο κόσμος ολάκερος; Έτσι κι αλλιώς από δυο ανθρώπους φτιάχτηκε ο κόσμος όλος. Μπά σκέφτηκα, μάλλον αυτή η Αγάπη δεν άνθισε. Μένει το πρώτο παλιό σκάλισμα να την θυμίζει, δεν φαίνεται να την επισκέφτηκαν ξανά οι εραστές, να ανανεώσουν το σκάλισμα. Τώρα αν είναι ακόμη μαζί αλλά η ρουτίνα , η συνήθεια, πέθανε την Αγάπη τι να πω. Άσχημο πράγμα η συνήθεια, χειρότερη από θάνατο και χωρισμό.
Ποιο κάτω, ενας μοναχικός «εραστής» έκανε το δικό του σκάλισμα. ΘΑΘΕΛΑ ΝΑΧΑ ΜΙΑ ΑΓΑΠΗ ΝΑ ΣΚΑΛΙΣΩ ΕΔΩ. Χωρίς Καρδιά, σκέτο κείμενο, μιας και δεν είχε σε ποιάν να χαρίσει την καρδιά του. Στα υπόλοιπα κλαδιά, αρχικά ονομάτων πολλά, υποσχέσεις, όνειρα, ελπίδες, και αισιοδοξία, πολλή αισιοδοξία. Αλλά αυτή κρεμάλα θα μου πεί κάποιος ποιόν περιμένει; Δεν μπορεί να στήθηκε έτσι για αστείο. Δεν είναι αστεία αυτά, είπαμε να παίζουμε στο δέντρο, να ερωτευόμαστε, να κάνουμε όνειρα, αλλά όχι τέτοια άσχημα αστεία.
Προσπάθησα να πάρω τα μάτια μου από την θηλιά, και συνέχισα να κοιτώ αλλού. Σε κάθε της κλαδί και κάτι κρεμασμένο. Μια ορφάνια, ένας χωρισμός, αλλού μια υπόσχεση, αλλά το μάτι μου εκεί στην θηλιά. Ποιόν περιμένει άραγε; Αφού σταμάτησαν οι εκτελέσεις, και ο σύγχρονος πολιτισμένος άνθρωπος δεν σκοτώνει ανθρώπους. Μόνο σε πολέμους υπάρχει αυτό το δικαίωμα να σκοτώσεις άνθρωπο, και μετά, εσύ γυρνάς πίσω ζωντανός, και ζείς το υπόλοιπο της ζωής σου πεθαμένος, τριγυρνώντας σαν φάντασμα. Ας είναι, η θηλιά όμως, παραμένει μαζί με την απορία μου. Πιο δίπλα από την θηλιά, μια κούνια από το ίδιο σχοινί, και το υπόλοιπο που περίσσεψε, το κάναν τα παιδιά σχοινάκι να παίζουν. Φεύγοντας τα παιδιά, το παράτησαν κατάχαμα στου κορμού την ρίζα.
Εγώ αλήθεια, δεν έχω κάτι να κρεμάσω, ούτε Αγάπη, ούτε όνειρα, ούτε τίποτα. Ποιος δρόμος μ’ έφερε εδώ, ίσα στην θηλιά; Ένα ζευγάρι πιασμένο χέρι-χέρι, φάνηκε από μακριά. Χάρηκα, αναθάρρησα, κι άρχισα να φωνάζω προς το μέρος τους.
Με πλησίασαν κρατώντας ο ένας τον άλλον τόσο κοντά, σαν ένα σώμα, και μου χαμογελούσαν. Αισθάνονταν ασφαλείς μέσα στην Αγάπη τους, ενώ εγώ ήμουν ταραγμένος στην θέα της θηλιάς. Σκέφτηκα να μην τους ανησυχήσω με τους δικούς μου δαίμονες, αλλά έβλεπα στα μάτια τους μια δύναμη, που τίποτα δεν ήταν ικανό να τους ταράξει.
Με καλημέρισαν καλοσυνάτα και μού έστειλαν λίγη από το πλεόνασμα της Αγάπης τους.
Αυτό με ηρέμησε, τους καλημέρισα κι εγώ, κι έτσι πιο ήρεμος, τους ζήτησα να με βοηθήσουν να βγάλω την θηλιά από το δέντρο.
-Ποια θηλιά; Με ρώτησαν, εμείς δεν την βλέπουμε!!
-Με συγχωρείτε τους είπα, και ο φόβος ξαναγύρισε μέσα μου.
Τους αποχαιρέτησα και απομακρύνθηκα να φύγω. Τους είδα να σκαλίζουν στον κορμό μια καρδιά με τα ονόματά τους. Έκανα μια ευχή. Όταν θα ψήλωνε το δέντρο και η καρδιά τους γινότανε κλαδί, να έφτανε ψηλά, πολύ ψηλά στο φώς, στον ουρανό, να φωτίζεται πάντα.
Όταν το ζευγάρι της Αγάπης άρχισε να απομακρύνεται, γύρισα πίσω, δεν μπορούσα πια να φύγω από το δέντρο. Η θηλιά με κρατούσε δεμένο, έπρεπε να δω τι συμβαίνει. Λίγο πιο μακριά, φάνηκαν να πλησιάζουν στον ίσκιο της βελανιδιάς δυο άντρες συζητώντας. Τι συζητώντας δηλαδή, μάλωναν ευγενικά. Ο ένας, ήθελε να δώσει στον άλλον, κάποια επιπλέον χρήματα γιατί θεωρούσε πως του τα οφείλει, για μια εξυπηρέτηση που του έκανε.
Ο Άλλος επέμενε πως το έκανε με Αγάπη, και δεν τα δεχόταν. Εμείς μεγαλώσαμε σαν αδέλφια του έλεγε, και θα μου δώσεις χρήματα; Ασε να τα δώσουμε σε κανέναν που τα έχει ανάγκη. Αποφάσισαν τελικά να τα δώσουν στην Ελένη την φτωχιά. Την πιο φτωχιά του χωριού να πιάσουν και τόπο.
Όταν πλησίασαν αρκετά, τους καλημέρισα και τους ρώτησα. Βλέπετε σε αυτό το κλαδί ένα σχοινί, μια θηλιά; Όχι μου απάντησαν με σιγουριά. Τους ζήτησα συγχώρεση και περίμενα μέχρι που έφυγαν.
Τελικά σκέφτηκα, σε αυτή την θηλιά, δεν φέρνουν ανθρώπους για κρέμασμα άλλοι άνθρωποι. Αυτοί που είναι να κρεμαστούν, έρχονται μονάχοι τους εδώ. Απελπισμένοι και απογοητευμένοι και κρεμιόνται. Μπροστά στην Αλήθεια, γυμνή και καθαρή, δεν μπορεί να αντισταθεί ούτε η αυτοσυντήρηση. Είπα να γυρίσω το δέντρο ένα γύρω, και άρχισα να ρίχνω ένα δάκρυ και μια μετάνοια σε κάθε του κλαδί, σε ό,τι είχα προξενήσει, σε ό,τι είχα φοβηθεί, σε ό,τι είχα υποκύψει. Εδώ υπέκυψα σε λάθη, και δεν θα σκύψω σε μετάνοια; Συνέχισα να κάνω από μια μετάνοια σε κάθε κλαδί για ώρα, αλλά κουράστηκα και δεν άντεχα. Αποφάσισα μην μπορώντας άλλο, να κάνω μια τελευταία μετάνοια στην Αγάπη. Έμεινα εκεί σκυφτός για ώρα πολλή, και όταν στέγνωσα να κλαίω, σηκώθηκα να οδηγηθώ στην Νέμεση της θηλιάς μου. Η θηλιά έλειπε. Δεν έβλεπα επιτέλους την θηλιά.
Ένας αγωγιάτης από μακριά, μάλωνε με έναν έμπορο για το αγώι. Έφυγα ήρεμος. Δεν ήθελα να δώ άλλες θηλιές σήμερα.
Με σοκάρισε το κείμενο σου αυτό. Πριν λίγες ημέρες γυρίσαμε από ένα ταξίδι στην Βιέννη. Εκεί σε ένα υπέροχο πάρκο με υπέροχα ψηλα΄δέντρα, υπηρχε μαι θηλιά σε ένα δέντρο… Λες να την έβλεπα μονον έγώ?