H βία στην ελληνική κοινωνία έχει βαθιές ρίζες, είτε είναι λεκτική, είτε ψυχολογική είτε ένοπλη. Ξεκινά από τα πολύ παλιά χρόνια, τότε που οι αποφάσεις για την σύσταση του ελληνικού κράτους λαμβάνονταν μέσα σε μια νύχτα, μη λαμβάνοντας υπόψη τις αξιώσεις των πολιτών. Κατ΄επέκταση, μιλούσαμε πάντα για ένα ανύπαρκτο κοινωνικό κράτος που χρησιμοποιούσε κυρίως κατασταλτικές μεθόδους κατά των πολιτών του, με ότι αυτό συνεπαγόταν για την αντίδρασή τους.
Από σύστασης τους ελληνικού κράτους, όλοι αναφέρονταν στις κοινωνικές αδικίες και στο κράτος – φόβητρο, που σε μόνιμη βάση έψαχνε να βρει τρόπους να βρει τους χαμηλά αμειβόμενους και τους μη έχοντες στον ήλιο μοίρα. Σε ένα τέτοιο ανύπαρκτο κοινωνικό κράτος, επόμενο ήταν να εκδηλώνονται συχνά – πυκνά ακραίες λαϊκές αντιδράσεις, που ως ορμητήριο είχαν την κοινωνική αδικία και αποδέκτες τους εκάστοτε κυβερνώντες. Και όλα αυτά με προεξάρχουσα μια ανύπαρκτη σχεδόν παιδεία και εκπαίδευση, που το πρώτο που δεν μάθαινε στα παιδιά και τους ενήλικες ήταν πώς να σέβονται το ένα το άλλο.
Τα χρόνια που μεσολάβησαν ήταν απλά μια τυπική διαδικασία, το ίδιο όπως και ο θαυμασμός απέναντι π.χ σε κράτη όπως Σουηδία, Νορβηγία, Φινλανδία, Ολλανδία, θαυμασμός που ελάμβανε κάθε φορά μεγάλες διαστάσεις λόγω της παρατεταμένης έλλειψης παιδείας και κοινωνικής πολιτικής.
Στην χώρα λοιπόν που το κράτος συνεχίζει να είναι φόβητρο και βραχνάς, σε αυτήν ακριβώς την χώρα εκδηλώνονται και κάθε είδους ακραίες αντιδράσεις, που ξεκινούν από τους εμπρησμούς, τις επιθέσεις κατά μεταναστών και προσφύγων, μέχρι και τις κάθε είδους λεηλασίες. Όλες αυτές οι ενέργειες είναι απόρροια αυτής ακριβώς της αποπροσανατολισμένης κοινωνίας, που παραπαίει ανάμεσα στην κρίση και την φτώχεια, μιας κοινωνίας που ουδέποτε γαλουχήθηκε με βάση τον πολιτισμό και την κουλτούρα της μάθησης.
Η κουλτούρα της βίας λοιπόν, επικρατεί σε όλους τους χώρους, στους δρόμους, τις γειτονιές, τις πλατείες και τις κάθε είδους συναλλαγές. Η βία στην Ελλάδα έχει πρόσωπο και δη φανερό εδώ και δεκαετίες, με πρώτο και καλύτερο το κράτος που από το σχολείο μέχρι τους χώρους εργασίας και τους δρόμους είναι παντελώς απών.
Ένα κράτος που από την μια είναι ασφυκτικά δομημένο από την γρατιτένια γραφειοκρατεία, και από την άλλη είναι τόσο χαλαρό αναφορικά με θέματα όπως φοροδιαφυγή, που νομίζει κανείς πως μάλλον τρέφεται από αυτήν και πως το όλο σύστημα της γενικευμένης διαφθοράς το βολεύει. Με μια τέτοια κατάσταση λοιπόν, όλα αναμένονται να συμβούν, από τις επιθέσεις κατά του απελπισμένου πρόσφυγα, μέχρι τις ένοπλες αντιπαραθέσεις μεταξύ συμμοριών της νύχτας, από τις στοιχειώδης καταπατήσεις ατομικών δικαιωμάτων μέχρι τις θεαματικές επιθέσεις και εμπρησμούς κατά γραφείων κομμάτων και πολιτικών.
Επόμενο είναι λοιπόν να περιμένουμε και άλλα πολλά, την στιγμή που κανένας κοινωνικός διάλογος δεν ξεκίνησε ποτέ και ότι γινόταν στόχευε μόνο στον αιφνιδιασμό, είτε επρόκειτο για μέτρα, και περικοπές είτε για «επαναστατικές» ενέργειες, είτε για νομοσχέδια με την διαδικασία του «κατεπείγοντος», είτε για «βολικές» φοροελαφρύνσεις. Στο κράτος αυτό λοιπόν έρχονται σήμερα κάποιοι και επενδύουν με γνώμονα τον νόμο της σιωπής και λογαριασμό δεν δίνουν για όσα πράττουν. Οι πολίτες, πολύ απλά γιατί δεν έχουν άλλο τρόπο να αντιδράσουν, περιμένουν τους από μηχανής Θεούς να τους βοηθήσουν, μην ξέροντας πότε θα βγουν από το αδιέξοδο. Οι δε «Ρομπέν των Δασών» είναι εξίσου πολλοί και γίνονται ακόμη περισσότεροι όσο το κοινωνικό κράτος απουσιάζει.