Κύριε διευθυντά
Έτσι επιγραφόταν και ένα σκληρόδετο φωτογραφικό λεύκωμα που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 1999 από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Καντανιωτών «Καντανία». Επρόκειτο για μια καλαίσθητη, σχολαστικά επιμελημένη και καθ’ όλα άρτια έκδοση, που αναλάμβανε να αναδείξει τους βυζαντινούς ναούς της Καντάνου και των γύρω από αυτήν συνοικισμών. Το εκδοθέν υλικό αντλήθηκε από είκοσι τρεις (!) τέτοιους ναούς, από τους οποίους οι περισσότεροι οικοδομήθηκαν ή, όπως οι καλύτερα σωζόμενες κτητορικές επιγραφές μάς πληροφορούν, «ΑΝΑΚΕΝΙΣΘΗ [σαν]» (sic) τον 14ο αι. και σε μιαν έκταση λίγων τετραγωνικών χιλιομέτρων. Οι εκπονητές του λευκώματος δεν ήταν ειδικοί˙ ήταν απλώς νέα παιδιά της Καντάνου, που το θεώρησαν χρέος τους να απαθανατίσουν κατά την εκπνοή της δεύτερης μ.Χ. χιλιετίας ό,τι το χωριό τους κουβαλούσε ήδη από το πρώτο μισό της.
Ούτε εγώ είμαι ειδικός, και γνωρίζω πως το ενδεχόμενο διολίσθησής μου σε ανακρίβειες δεν μπορεί να πάψει να ενδέχεται. Επιπλέον, καθόλου δεν μου διαφεύγει ο κίνδυνος, μιλώντας για τον τόπο της καταγωγής μου, να προσληφθούν τα λεγόμενά μου ως μονομανή παραληρήματα κάποιου ημιμαθούς ζηλωτή. Αλλά ο χρόνος τρέχει και οι ειδικοί καθυστερούν.
Άδικος δεν θέλω να γίνω. Οι εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης των ναών της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα στα Πλεμενιανά και της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας στο ίδιο χωριό, οφειλόμενες κατά μείζονα λόγο σε κοινοτικά αναπτυξιακά προγράμματα, πρέπει, το δίχως άλλο, να επαινεθούν – στο πλαίσιο των ίδιων προγραμμάτων εντάχθηκαν και άλλα σημαντικά μνημεία του Σελίνου, όπως, λόγου χάρη, ο ναός του Αγίου Νικολάου στη Μονή. Μόνο που ό,τι καθιστά την περιοχή ξεχωριστή δεν είναι αυτό ή εκείνο το μνημείο αλλά η πυκνή τους κατανομή. Υπάρχουν και αλλού βυζαντινοί ναοί, και αρχαιότεροι και καλύτερα διατηρημένοι και πιο ενδιαφέρουσας αρχιτεκτονικής και με τοιχογραφίες αξιολογότερες. Αλλά τόση πληθύς; Σύμφωνα με την καταμέτρηση του Gerola στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, της οποίας οι αριθμοί προσαυξήθηκαν από κατοπινές έρευνες, ο νομός Χανίων είναι ο πλουσιότερος νομός της Κρήτης σε εκκλησίες της περιόδου από τον 13ο έως τον 16ο αι.μ.Χ. (249), το Σέλινο είναι η πλουσιότερη επαρχία του νομού (130), και η Κάντανος το πλουσιότερο χωριό της επαρχίας. Και η πληθύς δεν διασώζεται με τη συντήρηση μόνο των αρχαιότερων ναών ή μόνο των εγγύτερων στον δρόμο ή μόνο των εχόντων μεγαλύτερες διαστάσεις ή υψηλότερης ποιότητας διάκοσμο αλλά μάλλον με την παροχή προτεραιότητας σε εκείνους που περισσότερο απειλούνται από τον κίνδυνο της κατάρρευσης. Σε ό,τι αφορά την Κάντανο, τέτοιοι είναι, λόγου χάρη, η Αγία Κυριακή στο κέντρο του χωριού, ο Άγιος Γεώργιος στα Τσαγκαρελιανά ή ο Άγιος Φώτιος στον Τραχινιάκο, αλλά κοντά στον νου ότι και η Κάντανος και το Σέλινο γενικότερα βρίθουν από ανάλογες περιπτώσεις. Έχοντας πλήρη επίγνωση της ανεπάρκειάς μου και, αφού ζητήσω προκαταβολικά συγγνώμη από τους ειδικούς, εάν μπαίνω στα χωράφια τους και υποπίπτω σε σφάλματα, θα αποτολμήσω να πω ότι, ακόμη και αν ό,τι σώζεται από τις τοιχογραφίες κάποιου τέτοιου ναϊδίου είναι μόνο ένα ελάχιστο τμήμα, το τμήμα τούτο πρέπει να διαφυλαχθεί ως επαρκής και αδιάψευστος μάρτυρας της παλαιότητας του κτίσματος. Θαρρώ, δε, ότι οι εργασίες σε αυτές ακριβώς τις εκκλησίες θα είναι ίσως οι λιγότερο δαπανηρές λόγω του περιορισμένου των προς συντήρηση επιφανειών.
Η πάροδος τόσων αιώνων, και μάλιστα τόσο ταραχωδών, κατέστησε τα ξωκκλήσια μάρτυρες των διαδοχικών περιπετειών του νησιού και τα περιέβαλε με την περιωπή των διατηρητέων μνημείων. Βρίσκει κανείς στους τοίχους τους τα ελληνικά ονόματα των δωρητών ή κτητόρων, τα εγχάρακτα οικόσημα και μονογράμματα των Βενετών, των Τούρκων τις βεβηλώσεις… Του γνώστη το μάτι θα διακρίνει την προσπάθεια των λαϊκών αγιογράφων να ακολουθήσουν την αυστηρή τέχνη της Καππαδοκίας αλλά θα επισημάνει και την περιεσκεμμένη φειδώ με την οποία ορισμένοι από αυτούς θα υιοθετήσουν από μιας αρχής κάποιους από τους παλαιολόγειους νεωτερισμούς. Το Σέλινο προσφυέστατα αποκλήθηκε «βυζαντινό μουσείο» και άμποτε να δεχτεί όση φροντίδα αξίζουν τέτοιες ιστορικές και πολιτισμικές κιβωτοί. Αλλά τι άραγε να ήταν εκείνο που ωθούσε τους παλιούς μας συγχωριανούς, και δη σε καιρούς αντίξοους, να εγκατασπείρουν στα λιόφυτα τόσο πλήθος αγίων; Να η εξήγηση που δίνει ένας άλλος άγιος, των ελληνικών γραμμάτων αυτός, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, παρατηρώντας ανάλογο φαινόμενο στη δική του ιδιαίτερη πατρίδα, τη Σκιάθο: «Ἡ εὐσεβὴς τάσις τοῦ λαοῦ, ζητοῦντος διὰ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἐξωκκλησίων ἀνὰ τὰ ὄρη καὶ τὰς κοιλάδας, νὰ παρηγορηθῇ διὰ τὴν στέρησιν τῶν τόσων τὸ πάλαι ἱερῶν καὶ βωμῶν του, λησμονοῦντος τοὺς παλαιοὺς θεούς του χάριν τῶν νέων ἁγίων του, κατίσχυσε τῆς αὐστηροτέρας καὶ δογματικωτέρας θεωρίας, καθ’ ἣν ἀπηγορεύοντο εἰς τοὺς χριστιανοὺς οἱ ἀγροτικοὶ ναοί. Ἀκριβέστεροι δέ τινες ἑρμηνεῖς τοῦ γράμματος, ἱερομόναχοι καὶ ἀσκητικοὶ ἄνδρες, ἠρνοῦντο καὶ νὰ λειτουργῶσιν εἰς ἐξωκκλήσια. Ἀλλὰ τὸ αἴσθημα εἶναι ἀνώτερον τῆς θεωρίας, καὶ ὁ λαός, δουλεύων, τυραννούμενος, πενόμενος, ἀγροδίαιτος, διασπειρόμενος κατὰ κώμας καὶ χωρία, μὴ ἔχων πόρους να κτίσῃ μεγάλας καὶ λαμπρὰς ἐκκλησίας, ἔκτιζε πολλὰς πενιχράς. Ὁ δὲ Σωτήρ, συγκαταβατικώτερος τῶν ἐπισήμων ἐπὶ γῆς διερμηνευτῶν του, ¨μνημονεύων τῶν ἐπὶ γῆς διατριβῶν¨, ὅπως εἶπεν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, εὐφημούμενος τὴν πενιχρὰν προσφορὰν τῆς χήρας, ἐδέχετο καὶ τοῦ πένητος λαοῦ του τὸν εὐσεβῆ φόρον, καθὼς ἐδέχθη ἐκείνης τὰ δύο λεπτά.» (ΣΤΗΝ ΑΓΙ’ ΑΝΑΣΤΑΣΑ, 1892).
Μήπως χάθηκε από την περιοχή η «εὐσεβής τάσις τοῦ λαοῦ», μήπως εξέλιπε «τὸ αἴσθημα»; Συχνότατες είναι οι άλλοτε ευθείες και άλλοτε ειρωνικά κεκαλυμμένες αιτιάσεις προς τους απαίδευτους χωρικούς για τους αδέξιους τρόπους τους οποίους μετήλθαν, προκειμένου να συντηρήσουν τους ναούς τους. Αλλά ξεχνούν οι όψιμοι τιμητές ότι για τους ανθρώπους εκείνους οι εκκλησίες τους ήταν και είναι χώροι λατρείας, όχι μουσειακά εκθέματα. Και όσο εύκολα τους κρίνουμε, γιατί στα μάτια τους ένας φρεσκοασβεστωμένος τοίχος παρείχε εικόνα ευπρεπέστερη από μια ξεθωριασμένη και βεβηλωμένη τοιχογραφία (ζημιά όχι ανεπανόρθωτη), αλλά τόσο τους ανήκει η τιμή ότι, δίχως τη δική τους –και μόνο τη δική τους- φιλοτιμία, πολλά μνημεία θα είχαν οριστικά καταστραφεί. Τέτοιες περιπτώσεις οι ναοί του Αγίου Αθανασίου στα Τζεβρεμιανά, του Αγίου Αντωνίου στην Καζάρμα κ.α. Οι απειρόκαλοι ύψωσαν τοίχους, κάλυψαν τις ρωγμές των οροφών, προστάτεψαν τις σωζόμενες τοιχογραφίες από τους καιρούς και τα στοιχεία. Εκκλησάκια, εξάλλου, δεν σταμάτησαν ποτέ να οικοδομούνται στην Κάντανο και το Σέλινο. Και όχι μόνο σε θέσεις παλαιών, ολοσχερώς κατεστραμμένων ναών, όπως συνέβη με τον Άγιο Κωνσταντίνο στο Ανισαράκι, τον Άγιο Ιωάννη στον Μπαμπακάδο κ.α., αλλά και σε μέρη απομακρυσμένα, δυσπρόσιτα, όπου η ίδια πάντα ευσεβής τάση, το ίδιο πάντα αίσθημα οδηγούσε τους συγκαιρινούς μας «τασιμάρους», όπως συνέβη με τον Άγιο Ιωάννη στου Βοσκού, τον Άγιο Ειρηναίο στο Φαράγγι κ.α.
Τούτα σημαίνουν ότι, εάν αξιώνεται η ταχύτερη και δραστικότερη επέμβαση των ειδικών, σκοπός δεν είναι η αναψηλάφηση ενός παρελθόντος που οριστικά παρήλθε αλλά η σωτηρία των αρχών μιας παράδοσης ακόμη ζώσας. Και, επειδή «τοῦ καιροῦ τ’ ἀλλάματα ἀναπαημὸ δὲν ἔχου», ίσως έρθει ξανά εποχή που πεπαιδευμένοι και απαίδευτοι θα μπαίνουν στους ίδιους αυτούς ναΐσκους με την ευλάβεια του χ ρ ι σ τ ι α ν ο ύ μάλλον παρά με του περιηγητή την περιέργεια.
Νίκος Κάσσιος