Ηταν τα δύσκολα και πέτρινα χρόνια των δεκαετιών ‘40 – ‘50. Οι περισσότερες οικογένειες στο χωριό ήσαν πολύτεκνες. Ησαν βοσκοί και τα πρόβατα ήταν η κύρια απασχόλησή τους!
Κάποιοι απ’ αυτούς ήσαν και μαγαζάτορες. Είχαν καφενεία – μπακάλικα και εργαστήρια όπως ο πατέρας μου που ήταν τσαγκάρης και απέναντί του ακριβώς είχε το μπακάλικό του ο Μανώλης ο Αγγελάκης, ο Κιουλαδομανώλης με τη γυναίκα του Αμαλία. Τα περισσότερα μαγαζιά ή μάλλον όλα, εκείνη την εποχή, βρίσκονταν στο δρόμο της Μεσοχωριάς.
Τα κοπέλια στο χωριό, όταν δεν έπαιζαν ξυλίκι, αμπάριζα, γουρούνα, πετροπόλεμο, ήσαν σε διατεταγμένη υπηρεσία στη Μαδάρα, στα οζά ή στις αίγες, αρκετές φορές εις βάρος του σχολειού!
Είχαν τη γνώμη πως:
– Αστο κοπέλι να πάει στα οζά γή μαντρατζάκι στο Μιτάτο, να μάθει να βόσκει μα είντα θα το κάμει το σκολειό!
Αρκετές φορές εξεστράτευαν στα γυρόχωρα για να βρουν φρούτα της εποχής. Ετσι, μερικά χωριά όπως η κοντινή Αργυρούπολη, υπέφεραν πραγματικά. Τα αμπέλια στο χωριό, όσοι τα διέθεταν, έπρεπε να τα φυλάνε μέρα νύχτα, αλλιώτικα δεν θα “είχαν διάφορο”.
Θυμάμαι που είχαμε και ‘μεις ένα αμπελάκι στον “Κάμπο”, και μόλις άρχιζε να “γυαλίζει η ρόγα” πήγαινε ο πατέρας μου και κατασκεύαζε στην άκρη του αμπελιού μια μικρή καλύβα με κλαδιά από πλατάνους, που τα έκοβε από το κοντινό ποτάμι.
Δίπλα μας, κολλητή ήταν η καλύβα του Μλυμογιωργάκη, και τα αμπέλια μας ήσαν το ένα δίπλα στο άλλο.
Στον “Κάμπο” είχαν αρκετοί Γωνιώτες τα αμπέλια τους. Τα βράδια, πριν να μαζευτούν στις καλύβες τους για ύπνο, μαζεύονταν σε μια ή δυο καλύβες. Εκεί ακούγαμε παλιές ιστορίες από τους πιο παλιούς, όπως ο Δασκαλομανώλης, ο Δράκος, που αντί για καλύβα είχε κατασκευάσει ένα μικρό σπιτάκι. Ομως εκείνος που έκλεβε την παράσταση ήταν ο γέρω-Χονοβόλης, που μας έλεγε με γλαφυρό τρόπο παλιές ιστορίες του χωριού και των χωριανών.
Επρεπε λοιπόν, απαραιτήτως, να φυλάμε το αμπέλι όσο είχε σταφύλια. Η φύλαξη σταματούσε με τον τρύγο, όπως λέγαμε “όταν ψοφούσε ο γάιδαρος”. Εγώ είχα αναλάβει την ημερήσια φύλαξη και ο πατέρας μου την βραδινή. Αρκετές φορές μου έφερνε φαγητό ο Χρήστος.
Κάποιες φορές που ο πατέρας είχε “νυχτέρι” στο τσαγκάρικο, είχε δηλαδή πολλή δουλειά, και έπρεπε να εργαστεί και τις νυχτερινές ώρες, για να τελειώσει τα στιβάνια των βοσκών, εγώ τότε δήλωνα:
– Εγώ θα πάω απόψε να κοιμηθώ στο αμπέλι!
– Δε θα πάεις ποθές, μα ο Γιωργάκης θα βλέπει και το δικό μας αμπέλι.
– Οϊ να πάω θέλει, δήλωνα.
Θυμάμαι πως είχα πραγματοποιήσει την απειλή και είχα πάει μερικές φορές. Βέβαια εγώ δεν είχα κατά νου τα σταφύλια και το αμπέλι. Σκοπός μου ήταν να πάω αρκετά νωρίς να παίξω γουρούνα στο λάκκο με τα άλλα κοπέλια “ώστε να μουχρίσει” – πέσει το σκοτάδι και μετά απολάμβανα τις παλιές ιστορίες των γερόντων!!
Ηταν ένα δυνατό κοπέλι μεγαλύτερης ηλικίας από εμάς που ήξερε με κάθε λεπτομέρεια κάθε απιδιά – πορτοκαλιά και κάθε οπωροφόρο δέντρο του χωριού, μα και πόσες “ραζακλι” κουρμούλες είχε το κάθε αμπέλι!
Δεν περιοριζόταν όμως μόνο στα φρούτα μα και σε άλλα πράγματα.
Ο μπάρμπα Στελής ο Μπερβάνης, ο Περαχωριανός, που τον έλεγαν και Σκοτίδη, διατηρούσε στο σόχωρό του αρκετές κότες.
Παρατήρησε πως ο αριθμός των αυγών που μάζευε κάθε βράδυ, ήταν αντίστροφα ανάλογο με τον αριθμό των κοτών που διατηρούσε. Ετσι έβγαλε το συμπέρασμα πως κάποιος του αφαιρούσε μερικά.
Παρακάτσεψε – παραφύλαξε το μέρος, και κάποια στιγμή είδε το Μανώλη να επισκέπτεται το σόχωρό του. Δεν του είπε τίποτα μα συνεννοήθηκε με τον Κιουλαδομανώλη, που εκείνη την εποχή διατηρούσε το μοναδικό, σχετικά, μεγάλο μπακάλικο στη Γωνιά. Η άξια επαίνου πράξη του Μανώλη Αγγελάκη την περίοδο της Κατοχής, που είχα ακούσει τον πατέρα μου, καθώς και άλλους χωριανούς να την αναφέρουν, θεώρησα και ‘γω σκόπιμο να την περιγράψω όπως την άκουσα, έτσι σαν μνημόσυνο! Τι είχε γίνει λοιπόν· κάποιος πατριώτης από την Επισκοπή τον ειδοποίησε για επικείμενη “επίσκεψη” των Γερμανών στο χωριό, που βέβαια δεν θα ερχόντουσαν για ημερήσια εκδρομή. Ισως να είχαν στο άρρωστο μυαλό τους την καταστροφή – κάψιμο του χωριού. Ετοίμασε λοιπόν, ένα πλουσιοπάροχο τραπέζι, εκείνη τη δύσκολη οικονομικά εποχή, με δικά του έξοδα, με κρέατα, τυριά, κρασιά και περίμενε τους “επισκέπτες”. Οταν κατέφθασαν οι ναζί, δέχθηκαν απρόσμενα την περιποίηση και ίσως να ήταν το τραπέζι αιτία να ξεχάσουν αυτό που είχαν στο μυαλό τους!
Ξανά λοιπόν στην ιστορία με τ’ αυγά του Σκοτίδη. Ηξερε πως ο Μανώλης ήταν τακτικός επισκέπτης στο μπακάλικο. Συνεννοήθηκε λοιπόν, με τον Κιουλαδομανώλη να του κάνει νόημα. Αυτός θα βρίσκεται στο απέναντι μαγαζί του Γιάννη του τσαγκάρη και θα περιμένει. Δεν χρειάστηκε να περιμένει αρκετά. Σε λίγο φάνηκε να έρχεται ο Μανώλης και να μπαίνει στο μπακάλικο. Αφησε να περάσει λίγη ώρα και πήγε απέναντι.
– Μανώλη, πότες θα πάεις στη χώρα, απού θέλω να σου παραγγείλω κάτιτις, ρώτησε ο Κιουλαδομανώλης.
– Ε, δε κατέω. Υπολογίζω σε μερκές μέρες να πάω. Μα γιάντα ρωτάς· μη μπα να θέλεις να σου φέρω κιανένα χωραΐτικο κουλούρι γή κιαμιά εφημερίδα να τηνε διαβάσεις να μάθεις τα νέα.
– Όϊ, διάλοσο κουλούρια θέλω γω. Και μούδε εφημερίδα δε χρειγιάζομαι γιατί δε καλοκατέω να διαβάζω, μόνο να μου αγοράσεις ένα κοντάκι απού τα χοντρά ασκάγια.
– Γιάντα, από πότες Στελή εγίνηκες κυνηγός;
– Δεν τα θέλω ‘γω για κυνήγι, μόνο όξω απ’ το σπίτι μου, στο σόχωρο, έχω κάμποσες όρθες και κάνουνε τ’ αυγό. Θαρρώ πως έρχεται κιαμιά ζουρίδα γή καλιγιαννού και μου τα τρώει και θα μου φάει και τσ’ όρθες. Και θα ξανοίξω να τση στήσω μπροσκάδα να τηνε σκοτώσω.
Ο Μανώλης άκουγε συνοφρυωμένος την στιχομυθία του Σκοτίδη με τον Κιουλαδομανώλη, μα δεν είπε τίποτα.
Από τότε όμως σταμάτησε η “Καλιγιαννού” να τρώει τ’ αυγά του Σκοτίδη.
Y.Γ.: Εχω έτοιμο νέο βιβλίο της σειράς “ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΣ’ ΑΣΗΓΩΝΙΩΤΙΚΗΣ ΡΙΖΑΣ”, με τίτλο “Ροζοναρίσματα”. Λείπει ο εκδότης, καμιά δεκαριά σκίτσα και το εξώφυλλο.