Ο πόνος της απώλειας. Ο χρόνος δεν γιατρεύει, απλώς αλλοτριώνει και σέρνει στο διάβα του τη συνήθεια. Η λήθη επιβάλλεται. Η μνήμη ξυπνά με το πλέον ελάχιστο, συχνά αόρατο, ερέθισμα. Η λογική ελάχιστα υποστηρίζει, παρά την όποια επιμονή. Η νέα αρχή πρέπει να επιβληθεί, όχι από τη λογική αλλά από το αδιέξοδο, η σύγκρουση με τον τοίχο δείχνει τον μονόδρομο, και ας χρειάζεται να καθίσεις με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο κάποιο χρόνο, μέχρι ο ορίζοντας να αποκτήσει βάθος. Τα κοινά βιώματα να απομακρυνθούν με κάποιον τρόπο, οι γωνιές της πόλης, το φως του απογευματινού ήλιου στο σαλόνι, η τελετουργία πριν από τον βραδινό ύπνο.
Η αγρύπνια, κτήνος της κόλασης. Εδώ και αν δεν λειτουργούν η λογική και οι συμβουλές. Εδώ και αν το σώμα δεν υπακούει στον νόμο της κόπωσης και της εξάντλησης. Οι νύχτες είναι μεγάλες και μοναχικές. Ο χρόνος δεν γιατρεύει, απλώς αλλοτριώνει και σέρνει στο διάβα του τη συνήθεια. Η αποδοχή δεν συνιστά πράξη παραίτησης, όπως θα σπεύσουν να διακηρύξουν οι εκτός χορού.
Η απώλεια του συντρόφου του θα οδηγήσει τον Hayes στη Νέα Υόρκη. Με ελάχιστες αποσκευές σε ένα περιβάλλον καθαρό από αναμνήσεις. Το γράψιμο και η φωτογραφία. Η μεγάλη πόλη, γεμάτη αντιφάσεις, απαιτεί κόπο για να γίνει αντικείμενο αγάπης. Διώχνει μακριά όσους αρνούνται να την αγαπήσουν, σε όσους αρνούνται να καταβάλουν το δυσθεώρητο κόστος. Οι περίπατοι στους νυχτερινούς δρόμους, τα πάρκα, το μετρό, οι άνθρωποι. Οι νέοι φίλοι. Η γνωριμία με τον Oliver Sacks. Η μνήμη εξακολουθεί να ξυπνά με το πλέον ελάχιστο, συχνά αόρατο, ερέθισμα.
Πώς διηγείται κανείς μια προσωπική ιστορία απώλειας, χωρίς να καταφύγει στην ευκολία ενός διαρκούς συναισθηματικού εξαναγκασμού; O Hayes μοιάζει να γνωρίζει τον τρόπο.
Η επιλογή του ρόλου του θύματος δεν λειτουργεί σε κανένα επίπεδο. Κουράζει τον αναγνώστη. Δεν απαλύνει τον πόνο του γράφοντος. Πρέπει κανείς να κάνει ένα, έστω και ελάχιστο, βήμα προς τα πίσω, να αντικρίσει την ίδια την ιστορία του, να την παρατηρήσει και να την καταγράψει. Μόνο τότε, ίσως, καταφέρει να ξεγελάσει τους δαίμονες, να βρει το κουράγιο να διηγηθεί ακόμα μία προσωπική απώλεια, χωρίς να αμελήσει όσα υπέροχα συνέβησαν στο ενδιάμεσο, όσα σκληρά συνέβησαν στο ενδιάμεσο, όσα συνέβησαν στο ενδιάμεσο τέλος πάντων.
Η ξάγρυπνη πόλη δεν αποτελεί εγχειρίδιο αυτοβοήθειας. Σε καμία περίπτωση. Δεν αποτελεί ούτε μία ωραιοποίηση του πόνου, της απώλειας, της νέας αρχής, του νέου έρωτα, της νέας απώλειας. Σε καμία περίπτωση. Ο συγγραφέας δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει, δεν ξέρει καν ούτε γιατί έκανε ό,τι έκανε. Και ας μοιάζει έτσι στην ασφάλεια της παρατήρησης του παρελθόντος από το μακρινό πια παρόν της αφήγησης. Η μάχη ενάντια στη λήθη είναι μόνο μία μάχη, η οποία, μάλιστα, αν δεν δοθεί σωστά, κινδυνεύει να αποτύχει οικτρά, παραπαίοντας ανάμεσα σε τέλειους ταφικούς τύμβους και δακρύβρεχτους στύλους δόξας.
Κανείς, πιστεύω, δεν θα επιθυμούσε την ταύτιση με τον προσωπικό του πόνο διηγούμενος σε κάποιον την ιστορία του. Δεν επιθυμώ να με θαυμάσεις, μοιάζει να λέει ο συγγραφέας, δεν επιθυμώ να με λυπηθείς, μοιάζει να φωνάζει, δεν επιθυμώ να σε βοηθήσω, μοιάζει να ισχυρίζεται σχεδόν υπεροπτικά. Επιθυμώ να διηγηθώ όσα συνέβησαν, με έναν τρόπο για τον οποίο δεν είμαι σίγουρος, για τον οποίο ποτέ δεν θα είμαι σίγουρος, επιθυμώ να διηγηθώ όσα συνέβησαν επειδή δεν ξέρω άλλον δρόμο.
Και κάπως έτσι το βιβλίο του Hayes δεν αποτελεί ένα καταθλιπτικό ανάγνωσμα, και ας εμπεριέχει αρκετή θλίψη. Πρόκειται για ένα δυνατό βιβλίο λόγω της αλήθειας που περιέχει, αλήθεια που αποτελεί το κυρίως μέρος ενός ψηφιδωτού στο οποίο συνυπάρχουν η Νέα Υόρκη, ο σπουδαίος Oliver Sacks, η Björk και οι ιστορίες καθημερινών ανθρώπων.