» Claudia Durastanti
(µτφρ. Ζωή Μπέλλα-Αρµάου, εκδόσεις Gutenberg)
Άνθρωποι που εκτιµώ µου είχαν µιλήσει για το βιβλίο αυτό πριν ακόµα κυκλοφορήσει στα ελληνικά. Σκέφτοµαι πως, έτσι ή αλλιώς, αργά ή γρήγορα, θα διάβαζα το βιβλίο της Ιταλίδας Κλαούντια Ντουραστάντι, εξαιτίας τριών βασικών παραµέτρων: πρώτον, γιατί η σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία είναι πολύ του γούστου µου, µια ιδιότυπη ανακάλυψη των τελευταίων λίγων χρόνων· δεύτερον, γιατί η αυτοµυθοπλασία µε ενδιαφέρει πολύ ως είδος, παρότι πια, µετά τη λάµψη των πρώτων επαφών, δύσκολα ενθουσιάζοµαι· και τρίτον, γιατί ανήκει στη σειρά Αλντίνα των εκδόσεων Γκούτενµπεργκ. Τα ενθουσιαστικά λόγια των φίλων, που, εκτός από την εκτίµηση που τρέφω γι’ αυτούς, γνωρίζουν τα γούστα µου, απογέµισαν µε καύσιµο το ρεζερβουάρ.
Ένα αυτοβιογραφικό, ή που µοιάζει µε τέτοιο, µυθιστόρηµα ενηλικίωσης είναι αυτό. Και θα σκεφτείτε: τι το διαφορετικό έχει αυτό το βιβλίο σε σχέση µε τόσα άλλα φαινοµενικά αντίστοιχα που ήδη κυκλοφορούν εκεί έξω; Ή ακόµα: τι είναι εκείνο που σπάει µια ακόµα ιδιωτική εξιστόρηση, επιτρέποντας σε κάτι πιο συλλογικό ή έστω δικό µας να παρεισφρήσει από τις χαραµάδες; Αυτό θα επιχειρήσω να εξηγήσω και µέσω αυτού θα αναφερθώ πλαγίως και σε στοιχεία της πλοκής.
Όπως και στο συγγενές Ας πούµε πως είµαι εγώ της Βερόνικα Ράιµο (µτφρ. ∆ήµητρα ∆ότση, εκδόσεις ∆ώµα) η Ντουραστάντι επιχειρεί εξαρχής να επιφέρει ένα καίριο πλήγµα στην όποια αντικειµενικότητα της αυτοµυθοπλασίας, να δείξει πως ακόµα και αν κάποιος δοκιµάσει να πει την ίδια του την ιστορία, αυτή η απόπειρα περισσότερο µυθοπλαστικό, παρά αξιόπιστα αντικειµενικό, χαρακτήρα θα διαθέτει. Έτσι, στις πρώτες κιόλας σελίδες αναφέρεται στο πώς γνωρίστηκαν οι κωφοί γονείς της, αφηγείται τις δύο εκδοχές οι οποίες διαφέρουν σε µεγάλο βαθµό, έχοντας ως µόνη κοινή επιφάνεια το αποτέλεσµα, πως οι δυο τους, δηλαδή, γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν και έζησαν κάποια χρόνια µαζί. Εξαρχής η ανάσυρση από τη στέρνα του παρελθόντος δέχεται ένα καίριο πλήγµα, υπενθυµίζοντας στον αναγνώστη κάτι που διαφεύγει από τη σφαίρα της στενής ιδιωτείας, πως η µνήµη, πρώτα αυτή, αλλά και συνολικά η κατασκευή του ποιοι είµαστε και του πώς φτάσαµε ως εδώ είναι υποκειµενική και ελάχιστα τελικά διαφέρει από τη µυθοπλασία.
Η Ντουραστάντι θέτει εξαρχής µε ειλικρίνεια το ανειλικρινές της αφήγησής της, το αδύνατο µιας τέτοιας απόπειρας. Μοιάζει να λέει στον αναγνώστη που διψάει για πραγµατικότητα: δεν είναι τέτοια η περίπτωση αυτή, µάλλον, η επιθυµία σου δεν θα ικανοποιηθεί. Και αναρωτιέται ίσως κανείς: γιατί κάτι τέτοιο αποτελεί πλεονέκτηµα ή δέλεαρ για ένα βιβλίο που οι αναγνωστικές µου προσδοκίες το περιέλαβαν στο σώµα της αυτοµυθοπλασίας;
Η λογοτεχνία, η τέχνη εν γένει, ένα µέρος της τουλάχιστον, πατάει στη συγχρονία. Παιδί αυτής της σχέσης είναι η αυτοµυθοπλασία. Η επικράτηση των µέσων κοινωνικής δικτύωσης, σε όποια µορφή, έχει αναπόφευκτα καθορίσει τον —ψηφιακό— τρόπο µε τον οποίο κατασκευάζουµε τις περσόνες µας. Καλό ή κακό, αυτό συµβαίνει, ακόµα και για εκείνους που αποφεύγουν τα ψηφιακά αυτά ληµέρια, και αυτό κάτι για τις περσόνες τους λέει. Αυτή η διεργασία έχει έντονο το στοιχείο της αυτοµυθοπλασίας, ούσα προέκταση της από αιώνων τριµερούς διάκρισης: ποιοι είµαστε, ποιοι νοµίζουµε πως είµαστε, ποιοι δείχνουµε να είµαστε. Παρότι συνηθίζεται να ακούγεται ένα τι µε νοιάζει εµένα, φαινοµενικά, τουλάχιστον, µας νοιάζει, και αν όχι για τη ζωή των άλλων, τότε για τη δική µας εκδοχή.
Εκείνο, λοιπόν, που µε γοητεύει στην αυτοµυθοπλασία είναι η συνειδητή και συγκροτηµένη απόπειρα κατασκευής του εαυτού. Η συγχρονία, σ’ έναν κόσµο εν πολλοίς οµογενή, καθιστά τις συνθήκες γνώριµες και οικείες, κτήµα κοινό και όχι αµιγώς ιδιωτικό. Ιδιωτική είναι, σε ένα βαθµό, η περιπλάνηση σε αυτό το κτήµα, µε την προσθήκη µικρότερων ή µεγαλύτερων ιδιοτήτων. Όπως παντού, έτσι και στην αυτοµυθοπλασία, υπάρχει η καλή και η κακή, ή όχι και τόσο καλή, εκδοχή. Και ακριβώς επειδή απουσιάζει η πλήρης και καθαρή αντικειµενικότητα στην αφήγηση, είτε παρελθούσα είτε παροντική, η απόπειρα καταγραφής της περισσότερο µε λογοτεχνία µοιάζει. Έτσι και αλλιώς, όλοι σχεδόν οι σπουδαίοι λογοτεχνικοί ήρωες και αντιήρωες της αφηγηµατικής παράδοσης σε πραγµατικά πρόσωπα πατάνε, παρθενογένεση δεν υπάρχει ούτε εδώ.
Εκείνο που ίσως περισσότερο να ενοχλεί µέρος του αναγνωστικού κοινού στην αυτοµυθοπλασία µοιάζει να είναι εκείνο το γιατί όχι εγώ, ή κάποιος που εκτιµώ πως έζησε µια ζωή άξια αφήγησης να µην πάρει τον λόγο. Γιατί, σιγά την πρωτοτυπία, σηµασία δεν έχει τόσο το τι, που και αυτό έχει, αλλά το πώς. Όταν η Ερνό πήρε το Νόµπελ, κάποιοι είπαν: η γιαγιά µου έζησε πιο ενδιαφέρουσα ζωή. Και όντως µπορεί να συνέβη αυτό. Επίσης, κάθε ζωή έχει το ενδιαφέρον της. Όµως σηµασία έχει το πώς θα γίνει η αφήγηση αυτή. Το περιεχόµενο, το κοινό κοµµάτι, θα τραβήξει το ενδιαφέρον, ο τρόπος θα το καταστήσει ή όχι λογοτεχνία.
Όλα τα παραπάνω υπάρχουν και σε άλλες απόπειρες, τι άλλο έχει να πει η Ντουραστάντι δηλαδή;
Θα πω, όµως πρώτα θα κάνω µια παράκαµψη. Η ανάγνωση προϋποθέτει µια σύµβαση. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι ιστορίες έχουν από αιώνες ειπωθεί. Αυτό το µας τα ξανάπαν όλα αυτά, περισσότερο έχει να κάνει µε το πώς παρά µε το περιεχόµενο. Οπότε, η ιστορία ενηλικίωσης της Ντουραστάντι διαθέτει πλήθος από γνώριµα στιγµιότυπα, αλλά ο τρόπος µε τον οποίο γίνεται η κατασκευή διαθέτει γοητεία, προσοχή, είπα γοητεία, όχι πρωτοτυπία. ∆εν διαβάζουµε, όχι εγώ τουλάχιστον, λογοτεχνία για να µάθουµε κάτι καινούριο αλλά για το συναίσθηµα. Άσχετα που πολλές φορές µαθαίνουµε ένα σωρό καινούργια πράγµατα.
Περαιτέρω παράκαµψη. Συχνά αναφέροµαι στην ανάγκη του αφηγηµατικού υποκειµένου να πει την ιστορία του ως ένα χαρακτηριστικό υψίστης σηµασίας. Εδώ κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Και όµως αυτό είναι κοµπλιµέντο και όχι έλλειψη. Γιατί παρά την απουσία αυτής της πυρετικής και επείγουσας ανάγκης, Η ξένη διαβάζεται µε µανία, και αυτό γιατί η Ντουραστάντι έχει τον αφηγηµατικό τρόπο.
Επιστρέφω στο τι άλλο έχει να πει η Ντουραστάντι, όσο και αν κάτι τέτοιο, όπως επιχείρησα να δείξω, δεν έχει και τόση σηµασία.
Με δύο γονείς κωφούς, ποια είναι η µητρική γλώσσα της συγγραφέως;
Η µητρική γλώσσα, που µεταφέρει το συναίσθηµα, που καθορίζει εν πολλοίς το νταραβέρι µας µε τον γύρω κόσµο, το πώς υποδεχόµαστε και πώς παρουσιαζόµαστε σε αυτόν, εδώ αποτελεί ένα ερωτηµατικό διαρκώς παρόν στο παρασκήνιο της αφήγησης. Θυµήθηκα τον Βουονγκ που έγραψε στα αγγλικά την ιστορία του απευθυνόµενος στη Βιετναµέζα αναλφάβητη µητέρα του. Η Ντουραστάντι το αφήνει στο παρασκήνιο, αποφεύγει να το τοποθετήσει διαρκώς στη µέση της σκηνής, ίσως γιατί για εκείνη το ερώτηµα αυτό έχει µε τα χρόνια απαντηθεί ή αποτελεί κάτι το φυσικό, έτσι είχαν τα πράγµατα στην επικοινωνία της µε τους γονείς της, στο παρασκήνιο βρισκόταν και συνεχίζει να βρίσκεται στη διαδροµή της, στην πρόσληψη του κόσµου, στη συναισθηµατική και λογική καθηµερινής της συνδιαλλαγής.
Οι κωφοί γονείς σίγουρα είναι µια συνθήκη εξαίρεσης, στοιχείο ιδιότυπα εξωτικό, να κάτι που κάνει ξεχωριστή την αφήγηση αυτής της ιστορίας ενηλικίωσης, να κάτι που ξάφνου µας γεννά το ενδιαφέρον για µια υποκειµενική µαρτυρία, κανείς δεν θα µπορούσε να φανταστεί πώς είναι να µεγαλώνεις σε µια συνθήκη όπως αυτή, να κάτι που ίσως να κάµψει τις αντιρρήσεις των πολέµιων της αυτοµυθοπλασίας. Θα ήταν άδικο ωστόσο και κάλπικο να καταστεί αυτή ως η κυρίως απάντηση στο γιατί να διαβάσω αυτό το βιβλίο.
Ο τίτλος, που καλό είναι να δικαιολογείται και όχι να είναι ένα απλό στολίδι ευκταία θελκτικό στο µάτι του υποψήφιου αναγνώστη, Η ξένη, που στρέφει τον προβολέα στο έργο του Καµί και σχηµατίζει έναν ορίζοντα προσδοκιών πριν από την ανάγνωση, λειτουργεί αυτόνοµα και όχι στη σκιά κάποιας θολής διακειµενικότητας, όχι µόνο εξαιτίας της κώφωσης τον γονιών, αλλά και λόγω της οικογενειακής µετανάστευσης στην Αµερική, ένα ακόµα βασικό, και κυρίως διακριτό, συστατικό της ιστορίας αυτής.
∆ιαβάζω το κείµενο αυτό ξανά και σκέφτοµαι πως η αυτοµυθοπλασία, η καλή εκδοχή της όπως αυτή δια χειρός Ντουραστάντι, φωτίζει και φέρνει στην επιφάνεια διάφορες αναγνωστικές υποκειµενικότητες, ίσως εξαιτίας της διάχυτης συγχρονίας της, ίσως λόγω του χαρακτήρα ανασκόπησης του παρελθόντος. Ίσως εκεί, στον τρόπο µε τον οποίο στρέφουµε το βλέµµα προς τα πίσω, να βρίσκεται το κοινό εµβαδό, εκείνο που πυροδοτεί το συναίσθηµα, όχι την ενσυναίσθηση, όπως είναι επίκαιρο να λέµε, αλλά το ατοµικό συναίσθηµα, το προσωπικό και συχνά µύχιο συναίσθηµα. Και όταν κάτι µας αγγίζει συναισθηµατικά, όταν κάτι ενεργοποιεί κάποιο εσωτερικό συναγερµό, χωρίς να υπάρχει µια ξεκάθαρη συσχέτιση, µια προφανής σύνδεση, τότε, ίσως, η ανάγκη για θεωρία, για αυτοθεωρία, να προκύπτει ως µια παράλληλη της ανάγνωσης διαδροµή. Και ίσως, σκέφτοµαι, την ιστορία της Ντουραστάντι να την ξεχάσω σε µεγάλο βαθµό, ίσως να θυµάµαι µόνο τους κωφούς γονείς και τη διαφορετική αφήγηση της γνωριµίας τους, αλλά την παράλληλη διαδροµή δύσκολα να την αποβάλω ακόµα και όταν θα αποµακρυνθεί από το συνειδητό, θα συνεχίσει να βρίσκεται εκεί, ανάµεσα στους λοιπούς µηχανισµούς, ένα ακόµα γρανάζι. Και εδώ, στο απώτερο σηµείο του υποκειµενισµού, είναι σχεδόν αδύνατο να εξηγήσεις το γιατί αυτό το βιβλίο υπήρξε σηµαντικό για σένα. Αδύνατο γιατί τα λόγια δεν ικανά να µετατρέψουν το αόριστο σε συγκεκριµένο, αλλά αδύνατο και από πρόθεση να µην αποκαλύψεις τις συντεταγµένες του προσωπικού εδάφους.