Πάντοτε, με το που κοντοζύγωναν οι Απόκριες, ερχόταν και τα προμηνύματα της Aνοιξης. Οι αμυγδαλιές άνθιζαν και ξάφνιαζαν το χειμερινό τοπίο με τη διάφανη λευκότητά τους. Οι ανεμώνες, μενεξελιές ασπρόθωρες και ρόδινες, στέκονταν με χάρη μέσα στις βελούδινες φορεσιές τους και καλωσόριζαν, με τη χαρακτηριστική και πολύ λεπτή ευωδιά τους, τους επισκέπτες των αγρών.
Τα άγρια δεντρολίβανα με τις μωβ ταξιανθίες τους, διάσπαρτα απλωμένα μέσα στα λιόφυτα, συμπλήρωναν την χρωματική πανδαισία. Μέχρι και τον ακριβοθώρητο κρόκο μπορούσες να βρεις και να μαζέψεις στα Ακρωτηριανά χωράφια.
– Δεν είναι παράξενο που τα λουλούδια της άνοιξης δώσανε έμπνευση για τις Αποκριάτικες στολές… Συλλογιζόταν, καθώς αγνάντευε ένα γύρω, η Φαίδρα.
Θυμήθηκε τις αυτοσχέδιες αποκριάτικες στολές των παιδικών χρόνων της. Κάποιες μανάδες έπαιρναν παλιούς ταφτάδες που έβρισκαν στο σπίτι τους και, ανάλογα με το χρώμα του ταφτά, έφτιαχναν μια στολή για τα μικρά παιδιά τους. Συμπλήρωναν τη στολή με χαρτί “γκοφρέ”, που έπαιρναν από κάποιο χαρτοπωλείο. Το χαρτί αυτό είχε μια ευχάριστη ευωδιά και έπαιρνε πολύ εύκολα διάφορα σχήματα, χάρη στην πλαστικότητα που το διέκρινε. Έφτιαχναν, λοιπόν, τα επιδέξια χέρια των μανάδων, ωραιότατα καπέλα από χαρτόνι και χαρτί γκοφρέ. Έτσι, λίγος κόκκινος ταφτάς και κόκκινο χαρτί, συναρμολογούσαν το φόρεμα και το καπέλο της παπαρούνας. Αντίστοιχα, άσπρος ταφτάς και κίτρινο χαρτί, έφτιαχναν μια χαρά τη στολή της μαργαρίτας- και πάει λέγοντας…
Γενικότερα, για κείνες τις αποκριάτικες στολές με την ποικίλη και ανεξάντλητη θεματολογία, συχνά επιστρατεύονταν διάφορα ετερόκλητα αντικείμενα, που η έμπνευση συναρμολογούσε για να δημιουργήσουν ένα εντυπωσιακό και οπωσδήποτε πρωτότυπο αποτέλεσμα. Η γιαγιά η Αγαθαγγέλη, που πάντα χαιρόταν να συμβάλλει στις αποκριάτικες μεταμφιέσεις των εγγονιών της και όχι μόνο, άνοιγε το παλιό μπαούλο, από όπου έβγαιναν ένα σωρό ανεκτίμητοι “θησαυροί”. Η ίδια ήταν πολύ επιδέξια και χρυσοχέρα. Μεταμόρφωνε τα φυλαγμένα υφάσματα σε μοναδικές αποκριάτικες ενδυμασίες.
Ως ενήλικη, πλέον, η Φαίδρα δεν αγαπούσε ιδιαίτερα τις Απόκριες. Θεωρούσε ως ένα από τα ελάχιστα θετικά στοιχεία των ημερών εκείνων, κατά τις οποίες αναβίωναν πανάρχαια έθιμα, την απογείωση της ευρηματικότητας και φαντασίας σε σχέση με τις αυτοσχέδιες στολές, που λειτουργούσαν και ως δρόμος ανακύκλωσης και αξιοποίησης παλαιών και περιθωριοποιημένων υλικών. Τα παιδιά, σκεφτόταν η Φαίδρα, έχουν τη δυνατότητα, σε αυτή την περίπτωση, να συμμετέχουν τα ίδια και να έχουν άποψη σχετικά με την κατασκευή της αποκριάτικης στολής τους, στοιχείο ασφαλώς θετικό. Έχουν, επίσης, τη δυνατότητα να υποδυθούν ήρωες της δικής τους επιλογής, από τους οποίους εμπνέονται. Αλλά και να καυτηριάσουν τα κακώς κείμενα με μια μεταμφίεση που θα περιλαμβάνει εύστοχες χιουμοριστικές αναφορές.
Όλα αυτά, βέβαια, ήταν δικές της απόψεις, που δεν είχε σκοπό να επιβάλλει στους άλλους. Η μόνη σίγουρη διαπίστωση ήταν πως, αν και πάντα υπήρχαν αρκετοί που έκριναν ότι τα αποκριάτικα μασκαρέματα είναι μια ευχάριστη φυγή από την καθημερινότητα, ελάχιστοι βίωναν άδολα και αυθεντικά, σαν μικρά παιδιά, τη χαρά της Απόκριας. Ένα από αυτά τα άτομα ήταν, αναμφισβήτητα, η Ζεφυρούλα.
Η Ζεφυρούλα έφερνε μαζί της, σαν ευεργετικός άνεμος, την αύρα μιας προαιώνιας χαράς και αγαλλίασης. Ένα πλατύ, μαργαριταρένιο χαμόγελο στόλιζε πάντα το μελαχρινό πρόσωπό της. Όταν γελούσε, γελούσε με όλη της την καρδιά. Δεν υπήρχαν ώρες θλίψης για κείνην. Ακόμα και αν υπήρχαν, δεν άφηνε ποτέ να την κυριεύσουν τα λυπηρά συναισθήματα. Κάποια φορά μια ηλικιωμένη γειτόνισσα της είπε, αναφερόμενη στη χαρά της ζωής και την αυθεντική αγαλλίαση που τη διέκρινε: “Ζαχαρούλα έπρεπε να σε λένε εσένα, όχι Ζεφυρούλα…” Κάθε μέρα, κάθε μήνας, κάθε εποχή του χρόνου, ήταν για τη Ζεφυρούλα μοναδική. Επίσης, κάθε τι που είχε διαβάσει ή μάθει από τα χρόνια του δημοτικού σχολείου, ήταν ανεξίτηλα καταχωρημένο στη μνήμη της. Ίσως επειδή, αν και φοιτούσε ήδη στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, μέσα της υπήρχε πάντοτε “εκεί” ο εαυτός των παιδικών χρόνων. Για παράδειγμα, όταν κάποια μικρότερα εξάδελφάκια της ή ανίψια της δεν έτρωγαν το φαγητό τους, η Ζεφυρούλα άρχιζε να απαγγέλλει, αργά και υποβλητικά, ένα απόσπασμα από παλιό αναγνωστικό του Δημοτικού:
” Ξανθή! Ηκούσθη μία βαρεία γυναικεία φωνή.
Αν δεν ακούσεις τη μητέρα σου και δεν φας όλο το φαγητό σου, θα φωνάξω τη Δημώ και τη Μορμολύκη, που παίρνουν όλα τα άτακτα παιδιά….
Μόλις η Ξανθή ήκουσε “Μορμολύκη”, εμαζεύθη εις μίαν γωνίαν και έφαγε όλο το φαγητό της…”
Η συγκεκριμένη απαγγελία είχε αποδειχθεί ότι εντυπωσίαζε, σε κάθε περίπτωση, τα “κακόφαγα” παιδιά, τα οποία έσπευδαν να ησυχάσουν και να φάνε το φαγητό τους..
Άλλες φορές, πάλι, όταν η Ζεφυρούλα αναφερόταν στις εποχές του χρόνου και ειδικά στην άνοιξη, συνέθετε φυσιολατρικούς ύμνους, όπως εκείνον που της είχε δώσει το βραβείο της καλύτερης έκθεσης στην τάξη:
“Την άνοιξη το χωριό μας είναι καταπράσινο και ανθισμένο. Τα δέντρα απλώνουν τα ανθισμένα κλαδιά τους. Οι νερατζιές, οι πορτοκαλιές και οι λεμονιές σκορπίζουν τα μύρα τους τριγύρω. Τα χελιδόνια βρίσκουν πάλι τις φωλιές τους και τα αηδόνια κελαηδούν στις ρεματιές. Τα προβατάκια βόσκουν αμέριμνα στο δροσερό χορτάρι…”
Δεν παράλειπε, επίσης, σε κάθε ευκαιρία, να απαγγείλει με στόμφο ένα ποίημα που θυμόταν από τα χρόνια του Δημοτικού Σχολείου. Ήταν προφανές, από τη συγκίνηση που την διακατείχε όταν απάγγελε το ποίημα αυτό, ότι πραγματοποιούσε ένα νοερό προσκύνημα στο χωριό της ρίζας της. Η πρώτη στροφή του ποιήματος είχε ως εξής:
«Με μάτια δακρυσμένα
χωριό μου ποθητό
ενόσω ζω εσένα
μονάχα θα ζητώ…».
Αυτή η χαρούμενη εξαδέλφη της Φαίδρας, που δεν έχανε ποτέ το χαμόγελό της, τιμούσε πάντα τις Απόκριες με το δικό της τρόπο. Αδιάλειπτα και ανεξαίρετα, από τα παιδικά μέχρι τα ώριμα χρόνια της, από κοράσιο έως γιαγιά, ντυνόταν μασκαράς. Τι μασκαράς; Την απάντηση έδινε η ίδια, με απόλυτη βεβαιότητα και επίγνωση για την αξία της επιλογής της:
-Τσουλομασκαράς, βέβαια…
Ο όρος “τσουλομασκαράς” αντιστοιχούσε σε δημιουργική αυθαιρεσία, ενδεχομένως εν μέρει ασυνάρτητη, συνήθως με υλικά μηδαμινής αξίας, πάντοτε όμως με εξαιρετικά ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Στα χρόνια του σχολείου είχαν κάποιες φορές ντυθεί, όλα τα παιδιά της γειτονιάς, τσουλομασκαράδες. Ήταν εκεί και η Κλεάνθη, η Ισαβέλα, η Κατερίνα, η Ειρήνη, ο Θωμάς, ο Ιάκωβος, που κάποτε βρήκε και φόρεσε ένα νυφικό του περασμένου αιώνα, βγαλμένο από την κασέλα μιας θειάς του, και ένα πλατύγυρο καπέλο με τούλια και τριαντάφυλλα. Στην παρέα έδινε πάντα τον τόνο, όχι μόνο ως πρώτη κατά σειρά ηλικίας, αλλά και ως το πλέον ζωντανό κύτταρο της ομάδας, η Ζεφυρούλα.
Η Ζεφυρούλα συχνά διάλεγε να φορέσει ένα ανδρικό παντελόνι, ένα σκουρόχρωμο φανελένιο πουκάμισο και ένα παλιό σακάκι. Πάνω από το παντελόνι φορούσε γαλότσες ή στιβάνια, ή μπότες, ό, τι βρισκόταν πρόχειρο. Ύστερα έπαιρνε ένα μαύρο σαρίκι και το έδενε γύρω από το κεφάλι της, ή άλλες φορές, έβαζε μια παλιά τραγιάσκα. Τα κοντοκουρεμμένα μαλλιά της, μαύρα “σαν το φτερό του κοράκου”, εναρμονίζονταν με τη μεταμφίεσή της σε άνδρα. Πίσω από τα αυτιά της στερέωνε με λάστιχο τις άκριες μιας πυκνής γενειάδας με μουστάκι, το οποίο δεν παρέλειπε να στρίβει, κατά διαστήματα. Τέλος, έπιανε ένα βαρύ κομπολόι στο αριστερό χέρι και μια πολυέλικτη, “γκαγκλωτή” κατσούνα στο δεξί. Έτσι ντυμένη έπαιρνε το δρόμο.
Κάποιες χρονιές η Ζεφυρούλα είχε προσθέσει στην αμφίεσή της ένα σακούλι βοσκού και άλλοτε είχε αντικαταστήσει το κομπολόι με ένα πελώριο χάλκινο και ασήκωτο κουδούνι, που κρεμόταν από το μπράτσο μιας σκαλιστής καρέκλας στο σπίτι του θείου της, ένα “λέρι” ποιος ξέρει πόσων χρόνων και από ποιο κοπάδι.
Η αλήθεια είναι ότι “έμπαινε στο πετσί” του αποκριάτικου ρόλου της. Το μικρόσωμο παράστημά της λες και μεταμορφωνόταν σε γεροδεμένη ανδρική κορμοστασιά. Περπατούσε με το κεφάλι ψηλά, θαρρετά, και χαιρετούσε βροντόφωνα, με εγκάρδια αφέλεια, τους ανθρώπους που συναντούσε στο δρόμο. Πολλοί, ιδίως οι πιο ηλικιωμένοι, δεν καταλάβαιναν ότι ο μερακλής χωρικός που τους καλημερίζει είναι μια γυναίκα με αποκριάτικη αμφίεση. Εκείνη, πάλι, έμοιαζε να ανασύρει στο προσκήνιο μορφές που γνώρισε στα παιδικά χρόνια της, λεβέντες και αυθεντικούς ανθρώπους της ορεινής ρίζας της, που η θύμησή τους καθοδηγούσε την όλη εμφάνισή της.
Όταν η Ζεφυρούλα παντρεύτηκε και είχε πια τη νέα της οικογένεια, επέλεξε για τις ευτράπελες μεταμορφώσεις της την Καθαρή Δευτέρα, τότε που μαζεύονταν συγγενείς και φίλοι στο -πάντα ανοιχτό και φιλόξενο- σπίτι της, στην εξοχή.
-Υπήρχαν χρονιές που δεν ντύθηκες μασκαράς τις Απόκριες, εκτός από τα τελευταία χρόνια που έχεις χηρέψει; Τη ρώτησε μια μέρα η Φαίδρα.
-Μόνο μια χρονιά που ήμουν έγκυος, ύστερα τη χρονιά που έφυγε ο πατέρας μου και, αργότερα πάλι, τη χρονιά που έφυγε η μητέρα μου. Τελευταία φορά που ντύθηκα μασκαράς ήταν πριν πέντε χρόνια, στο χωριό. Φόρεσα ένα ανδρικό παλτό και καπέλο. Έβαλα και ένα ζευγάρι παλιά γυαλιά μυωπίας, που είχαν μόνο ένα φακό. Το γέλιο που κάνανε όλοι, δεν περιγράφεται! Τα ξαδέρφια μας, που είχαν έρθει να φάμε μαζί, τράβηξαν και κάμποσες φωτογραφίες. Τώρα τις βλέπω και γελώ κι εγώ…
-Ζεφυρούλα, σου εύχομαι του χρόνου να ντυθείς και πάλι τσουλομασκαράς. Σου εύχομαι να έχεις την υγεία σου και να σκορπίσεις πάλι το γέλιο και τη χαρά, να διώχνεις την κατσιφάρα και την κατσουφιά.
-Σε ευχαριστώ πολύ που μου το λες αυτό. Ελπίζω να ντυθώ μασκαράς του χρόνου, αν και είναι λίγο μεγάλη η ηλικία μου…
-Το ξέρεις καλά ότι, σε αυτές τις περιπτώσεις, η ηλικία δεν έχει καμιά σημασία. Εσύ ήσουν, είσαι και θα είσαι πάντα νέα!
Η Φαίδρα τα σκεφτόταν αυτά καθώς μάζευε λίγες ανεμώνες, που δεν ήταν πια τόσο θαλερές όσο τα παλαιότερα χρόνια. Ύστερα αναστοχάστηκε κάποια χρονιά που έντυσε μασκαρά τον ανιψιό της με βάση τα γνωστά πρότυπα, δηλαδή μπόλικη φαντασία και μηδενικά υλικά. Αξιοποίησε την κουκούλα της γκρίζας φόρμας του μικρού Νέαρχου, της οποίας έστριψε και στερέωσε δύο άκρες μπροστά, ώστε να σχηματίσουν αυτάκια ποντικού. Ζωγράφισε στο πρόσωπό του τη μύτη και τα μουστάκια, πρόσθεσε γύρω από το λαιμό του και ένα κόκκινο μαντήλι. Προέκυψε ένας χαριτωμένος και εκφραστικός ποντικούλης, που απέσπασε πολύ κολακευτικά σχόλια.
Θυμήθηκε, ακόμα, τη χρονιά που ζούσε ακόμα ο άρρωστος πατέρας της. Είχε σκεφτεί να τον βοηθήσει να ξαναζήσει, έστω για λίγο, τα ανέμελα χρόνια της παιδικής ηλικίας. Τον έπεισε, λοιπόν, να ντυθεί μασκαράς με μια στολή Άραβα που είχε ετοιμάσει όπως-όπως. Χρησιμοποίησε ένα άσπρο σεντόνι, μια μαύρη υφασμάτινη ζώνη, μια μάσκα από χαρτόνι και μια άσπρη μεγάλη πετσέτα φαγητού, δεμένη με ένα κορδόνι γύρω από το κεφάλι. Είχε επίσης ετοιμάσει, για την ίδια και τις αδελφές της, μάσκες μαγισσών με μακριές χαρτονένιες μύτες σαν ράμφη πουλιών. Τις στολές συμπλήρωσαν μπέρτες από μαύρη φόδρα με αστέρια επάνω και ξύλινα ραβδάκια που είχαν στην κορυφή ένα ασημένιο αστέρι. Για το Νέαρχο είχαν επιστρατευθεί ένα καφετί γιλέκο με κρόσια, ένα πλαστικό τόξο και ένα χάρτινο καπέλο ινδιάνου.
Δεν ήταν τόσο χαρούμενες εκείνες οι τελευταίες Απόκριες, που σκιάζονταν από την αίσθηση μιας επερχόμενης απώλειας. Η αδιόρατη θλίψη τους αποτυπώθηκε σε κάποιες αναμνηστικές φωτογραφίες.
Χρόνια αργότερα είχαν πια καθιερωθεί οι έτοιμες, “αγοραστές” αποκριάτικες στολές, με θέματα αλλιώτικα: “Πάουερ Ρέηντζερς”, “Σούπερμαν”, “Μπάτμαν” και άλλα. Μόνο για μια χρονιά πρόφτασε η Φαίδρα να αγοράσει για το γιο της μια εντυπωσιακή στολή ινδιάνου, που, για καλή τύχη, είχε μείνει στα αζήτητα του καταστήματος, ως είδος υπό εξαφάνιση. Όσο για τους τσουλομασκαράδες; Ευτυχώς που υπάρχει η Ζεφυρούλα, ζωντανό σύμβολο μιας απλής, ανεπιτήδευτης , αυθεντικής εποχής, που όσοι την πρόφτασαν την αναπολούν με ευγνωμοσύνη.
Τις προάλλες περνούσαν από το δρόμο του σπιτιού της μερικά παιδιά, που συζητούσαν με έξαψη για τις στολές που θα φορέσουν τις Απόκριες. Άκουγε η Ζεφυρούλα καθώς πότιζε τα λουλούδια στην αυλή της και ύστερα σιγοψιθύρισε, με συγκατάβαση και συμπόνοια:
-Πού να ξέρετε κι εσείς, βρε παιδιά, από Απόκριες κι από μασκαρέματα…