«Ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα·…»
(Α´ ἐπιστολὴ Παύλου πρὸς Κορινθίους)
Με μια σύντομη ετυμολογική ανάλυση της λέξης «ζήλια» διαπιστώνεται ότι ετυμολογείται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «ζηλώ» – συνηρημένη μορφή του ζηλόω, γι’ αυτό και γράφεται με -ι-.
H ζήλια αναντίρρητα, ως ψυχολογικό γεγονός είναι μια δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση, η οποία υφίσταται στον συναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου, πυροδοτούμενη ως θρυαλλίδα (φυτίλι) από το ενδεχόμενο να χάσουμε ή να μοιραστούμε κάτι που θεωρούμε κεκτημένο.
Στη Γένεση αναφέρεται η ζηλόφθονη συμπεριφορά του Καίν έναντι του Άβελ, του οποίου του αφαίρεσε την ουρανόδοτη δωρεά της ζωής (Γενεση, Κεφ.4, στιχ. 8). Ωσαύτως, ξεκάθαρη αναφορά επί του θέματος γίνεται και σε άλλο σημείο της Π. Διαθήκης και συγκεκριμένα στο βιβλίο της Εξόδου, όπου δίδεται η εντολή: Δέν θά ἐπιθυμήσεις τίποτε ἀπ’ ὅ,τι ἀνήκει στό συνάνθρωπό σου…».(Έξοδος, 20:17).
Οι εντρυφήσαντες στον τερπνό λειμώνα της αρχαιοελληνικής γραμματείας, θα διαπιστώσουν ότι για το θέμα της ζηλοφθονίας έχουν ασχοληθεί και οι μεγάλοι φιλόσοφοι του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ο Αριστοτέλης στην Ρητορική του (όρισε την ζήλια ως τον πόνο που προκαλεί η τύχη των άλλων) και ο Πλάτωνας, ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει: «Φθόνος λύπη ἐπί φίλων ἀγαθοῖς ἤ οὖσι γεγεννημένοις”.
Το ως άνω ψυχικό φαινόμενο, δεν διέλαθε την προσοχή και των Πατέρων της Εκκλησίας μας, μεταξύ αυτών ο Μέγας και ουρανοφάντορας Καππαδόκης Βασίλειος, ο οποίος αναφέρει: «Τίποτα ολεθριότερο από το πάθος του φθόνου δεν αναπτύσσεται στις ψυχές των ανθρώπων…»
Η Αναπτυξιακή Ψυχολογία διατείνεται επί του θέματος και το ορίζει ως ένα αρχέγονο ένστικτο για αναπαραγωγικούς σκοπούς (προστασία σχέσης για προστασία απογόνων), καθώς και ένα από τα κυρίαρχα συναισθήματα της συναισθηματικής φαρέτρας του ανθρώπινου ψυχισμού, άρρηκτα συνδεδεμένο με τις στενές ανθρώπινες σχέσεις.
Ο ζηλόφθονος άνθρωπος επιφορτίζεται με αρνητικές σκέψεις όπως: α) ανασφάλεια, β) κίνδυνο απειλής, γ) ανεπάρκεια-ανικανότητα άγχος και οξυθυμία. Οι καταστάσεις οι οποίες προκαλούν ζήλια είναι πιθανό να οδηγήσουν και σε φθόνο (Parrott & Smith, 1993).
Στο αναπτυξιακό πλέγμα η ζήλια αναφύεται στην πρώιμη παιδική ηλικία μεταξύ αδελφών (αδερφική αντιπαλότητα ή φόβος αντικατάστασης). Επίσης, ψυχοδυναμικά, τα ζηλόφθονα φορτία εμφανίζονται όταν το αγόρι επιθυμεί να αντικαταστήσει τον πατέρα του και το κορίτσι τη μητέρα του (Οιδιπόδειο σύμπλεγμα και σύμπλεγμα της Ηλέκτρας, αντίστοιχα). Στις φιλικές διαπροσωπικές σχέσεις έχει παρατηρηθεί η «πλατωνική ζήλια», που, μέσα στα πλαίσια της «κανονικότητας» λειτουργεί ως καμπανάκι αφύπνισης, περισυλλογής και σημείο ανατροφοδότησης την «δεδομένης σχέσης».
Μερικά από τα συμπτώματα της ζήλειας είναι: η λεκτική βία, η απομόνωση, η έλλειψη εμπιστοσύνης, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, υποτίμηση και απαξία προσώπων, χειριστικότητα, ακόμη και κατάθλιψη.
Τα αποτελέσματα της ζηλοφθόνου έξαρσης τα υπομένουν τρίτα πρόσωπα, τα οποία τρόπον τινά είναι ο αιτιοκρατικός παράγοντας της. Η ζήλια εδράζεται και εξελίσσεται -ως ψυχικό φαινόμενο- σε ένα πολύπλευρο δια-δραστικό πεδίο διαπροσωπικών σχέσεων. Η ζηλότυπος κατάσταση- όταν ξεφύγει- μπορεί να αποτελέσει ισχυρή επένθεση (παρεμβολή) της ψυχικής ισορροπίας του ανθρώπου και να επιφέρει συναισθηματική ίσχανση (μαρασμό). Πως όμως μπορούμε να διαχειριστούμε συναισθηματικά την ζήλεια μας;
Η άλκιμη αυτοκριτική, ο ατρεκής εσωτερικός διάλογος και η αποδοχή της συναισθηματικής κατάστασης είναι πολύ σημαντικά βοηθητικά –συναισθηματικά- εργαλεία. Σε κάποιες περιπτώσεις, ίσως, χρειαστεί η παρέμβαση πιστοποιημένου ειδικού Ψυχοθεραπευτή (Ιατρού-Ψυχολόγου) με ψυχοθεραπευτική παρέμβαση και φαρμακευτική αγωγή.
* Ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Σεργάκης είναι υπ. δρ Ψυχολογίας, αναπληρωτής γενικός αρχιερατικός επίτροπος Ι.Μ.Κ.Α
ΠΗΓΕΣ-ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
Παλαιά Διαθήκη.
Δρ. Κύριλλος Κωστόπουλος, «Είσοδος στην Οντολογική Αλήθεια», 2002, Πάτρα: Π.Κούλης.
Parrott, W. G., & Smith, R. H. (1993). Distinguishing the experiences of envy and jealousy. Journal of Personality and Social Psychology, 64(6), 906-920.