Παρασκευή, 10 Ιανουαρίου, 2025

Η ζωή εργατών και αγροτών στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου

Η Ελληνική Δημοκρατία του Μεσοπολέμου (1924 – 1936), όπως είναι γνωστό, έχει αφήσει ανεξίτηλα τα “ίχνη” της στις κατοπινές περιόδους της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής. Στο παρόν σημείωμα, λοιπόν, θα προβληθεί ο τρόπος ζωής των αγροτών και της εργατικής τάξης κατά τα χρόνια εκείνα με όλες τις δυσκολίες που είχαν να αντιμετωπίσουν καθημερινά με ή χωρίς την κρατική συμπαράσταση.
Δυσμενείς εσωτερικές κι εξωτερικές συνθήκες καλείται η Ελλάδα ν’ αντιμετωπίσει κατά την 1η Ελληνική Δημοκρατία, παράλληλα με την έντονη συσσώρευση κεφαλαίων και την αλματώδη εκβιομηχάνιση. Τρεις είναι οι κύριοι παράγοντες που συντελούν στην ανάπτυξη αυτή: Η προσπάθεια της προηγούμενης 10ετίας, η άφιξη των προσφύγων κι οι διεθνείς οικονομικές συγκυρίες.
Την προηγούμενη 10ετία κι ιδίως από 1916 – 20 ο καταστροφικός για το διεθνές εμπόριο 1ος παγκόσμιος πόλεμος κι ο αποκλεισμός της Ελλάδας στα 1916 από την Αντάντ, που δυσκόλευε τον εφοδιασμό της χώρας σε καταναλώσιμα είδη, ώθησαν τις εγχώριες παραγωγικές δυνάμεις να αναπληρώσουν αυτές την έλλειψη των εισαγομένων ειδών από το εξωτερικό. Αναπτύσσονται, λοιπόν, μικρές βιομηχανικές μονάδες, που αξιοποιούν ντόπιες πρώτες ύλες και δίνουν στην εγχώρια αγορά είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης (Είδη ρουχισμού – διατροφής, επεξεργασία γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων).
Η άφιξη των Μικρασιατών προσφυγών, μετά το 1922, στην Ελλάδα τονώνει την προσπάθεια βιομηχανικής ανάπτυξης, καθώς αποτελούν φτηνό εργατικό δυναμικό. Επειδή στα μέρη τους ήσαν σημαντικοί οικονομικοί παράγοντες (επιχειρηματίες, εμποροβιομήχανοι), μεταφέρουν στην Ελλάδα την εμπειρία και την ικανότητά τους για να δώσουν κι αυτοί την αναγκαία ώθηση για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, καθώς οι 1.500.000 περίπου πρόσφυγες μαζύ με την πείρα τους έφεραν και κεφάλαια, που φρόντισαν να επενδύσουν.
Μ` άλλα λόγια, οι προσπάθειες για αποκατάσταση των προσφύγων δημιουργούν πρόσφορο κλίμα για αρκετά κερδοφόρες επενδύσεις, την ώρα που οι τραπεζικές πιστώσεις που τους δίδονται για την αποκατάστασή τους τονώνουν την εσωτερική αγορά, που έχει διευρυνθεί με την παρουσία τους.
Η οικονομική ύφεση στη δυτική Ευρώπη τα χρόνια 1920 – 30, καθώς δεν μπορούν να αναπτυχτούν μεγάλες κερδοφόρες επιχειρήσεις στις χώρες αυτές, στρέφει τα ξένα κεφάλαια προς την Ελλάδα, που προσπαθούσε να συνέλθει από τη μικρασιατική καταστροφή κι είχε πασίδηλη ανάγκη οικονομικής βοήθειας. Η αποκατάσταση των προσφύγων και η μη κορεσμένη ελληνική αγορά «τράβηξαν» τα ξένα κεφάλαια στην Ελλάδα (δάνεια για λύση του προσφυγικού, χρηματοδότηση δημοσίων έργων, δανεισμός σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, δημιουργία αυτοτελών παραγωγικών επιχειρήσεων), τα οποία, βέβαια, επωφελήθηκαν και τα υψηλά επιτόκια που χορηγούσαν, με αποφάσεις των ελληνικών κυβερνήσεων, οι τράπεζες της Ελλάδας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τού ότι τα ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα είχαν κατά πολύ υψηλότερα επιτόκια από τις ξένες τράπεζας την Εθνική Τράπεζα, η οποία τα χρόνια τούτα ξαναδιπλασίασε τα κεφάλαιά της και κυριάρχησε στη χρηματαγορά.
Δεν πρέπει, όμως, να παραβλέψουμε και όσα οφείλει η ελληνική βιομηχανία στον κρατικό παρεμβατισμό, ο οποίος εκδηλώθηκε είτε με τις θεσπισμένες φοροαπαλλαγές για τη βιομηχανία, είτε με τη δασμολογική ατέλεια στην εισαγωγή μηχανημάτων. Αλλά κι επιβάλλοντας υψηλούς δασμούς στα εισαγόμενα ξενόφερτα προϊόντα οι ελληνικές κυβερνήσεις προστάτεψαν τα ελληνικά προϊόντα και μειώθηκε η εξαγωγή συναλλάγματος.

Βιομηχανία
Η ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας από το 1924 μέχρι το 1936 υπήρξε αλματώδης, σε σχέση με το παρελθόν. Πρόκειται, όμως, για ελαφριά βιομηχανία, όπου οι μηχανοκατασκευές κι η μεταλλουργία ήσαν μικρό μέρος της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής, η οποία αναπτύχτηκε σε μια περίοδο στασιμότητας ή κάμψης της διεθνούς παραγωγής κι έτσι πέτυχε να εκτοπίσει από την ελληνική αγορά, την οποία και κυρίως εξυπηρετούσε, τα ευρωπαϊκά προϊόντα.
Η ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας τα μετά το 1924 χρόνια δημιούργησε την ανάγκη προβολής των ελληνικών βιομηχανικών προϊόντων και – αρχής γενομένης από την 1η διεθνή έκθεση της Θεσ/νικης (1926) – καθιερώνεται ο θεσμός των ετησίων εμπορικών εκθέσεων στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Αλλά η εξάρτηση της ελληνικής βιομηχανίας από το ξένο κεφάλαιο και το κράτος είναι 2 βασικά μειονεκτήματά της την ίδια περίοδο.
Σε ό,τι αφορά τη σχέση με το ξένο κεφάλαιο, θα σταθούμε τόσο στο ότι πολλές ελληνικές επιχειρήσεις χρεώνονταν στις ξένες χρηματαγορές, όσο και στ’ ότι ο ξένος παράγων επηρέαζε σημαντικά τις επενδύσεις των ντόπιων επιχειρηματιών και – δρώντας ανταγωνιστικά στην Ελλάδα – τους ωθούσε να αποφεύγουν υψηλούς παραγωγικούς τομείς (βαριά βιομηχανία).
Σε ό,τι σχετίζεται με την κρατική «προστασία», βιομήχανοι και κράτος είχαν μια αμφίδρομη σχέση: το μεν κράτος έχει ανάγκη τη βιομηχανική παραγωγή γιατί οι έμμεσοι φόροι επί βιομηχανικών προϊόντων ήσαν σημαντικότατη πηγή κρατικών εσόδων, οι δε βιομήχανοι είχαν ανάγκη την προστασία του κράτους από τους ξένους ανταγωνιστές και, συνάμα, για να τους δανειοδοτεί.
Έτσι, η ελληνική βιομηχανία δεν μπόρεσε αφ` ενός να αυτονομηθεί και να γίνει δυναμικά ανταγωνιστική των ξένων στις παγκόσμιες αγορές, κι αφετέρου – αφού τα προϊόντα της προστατεύονταν μέσα στην εγχώρια αγορά – δεν παρατηρείται μεγάλο ενδιαφέρον για ανανέωση ή και προσαρμογή των μεθόδων παραγωγής.

Αγροτική Μεταρρύθμιση
Η αγροτική μεταρρύθμιση, που νομοθετείται το 1917, γίνεται αναγκαία μετά το 1922 κι επιταχύνεται κάτω από την πίεση των προσφύγων. Οι περιορισμοί στις εισαγωγές κατά τη διάρκεια των πολέμων και έπειτα από τη μικρασιατική καταστροφή για να εξοικονομηθεί συνάλλαγμα δίνουν τη δυνατότητα στους Βορειοελλαδίτες μεγαλογαιοκτήμονες να υψώνουν σημαντικά τις τιμές των εγχωρίων γεωργικών προϊόντων, κάτι που δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στην αγορά.
Για τη λύση του προσφυγικού, αλλά και σε μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού των μεθόδων παραγωγής και κατανάλωσης, ενώ το 1917 υπήρχαν πανελλαδικά (Παλαιά Ελλάδα – Νέες Χώρες) 2259 τσιφλίκια, από το 1922 μέχρι το 1938 απαλλοτριώνεται η μεγάλη γαιοκτησία, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας βρίσκεται στη βόρεια Ελλάδα, για να επικρατήσει σταδιακά σε ολόκληρη τη χώρα η μικρή και μεσαία οικογενειακή ιδιοκτησία.
Παρ/λα, γίνονται προσπάθειες ίδρυσης αγροτικών συνετ/σμων, ιδρύεται (το 1931 – Βενιζέλος) κι η Αγροτική Τράπεζα, για να χρηματοδοτεί την αγροτική παραγωγή που κύριο εξαγώγιμο προϊόν της ήταν αρχικά ο καπνός. Μετά, όμως, από την κρίση του 1929 – 1932 και τη μείωση των εξαγωγών καπνού, νέες καλλιέργειες (νωπά λαχανικά, ρύζι, βαμβάκι) δημιουργούνται κι αυξάνεται η παραγωγή σιτηρών για τις ανάγκες διατροφής του ελληνικού πληθυσμού.
Παρά την αγροτική μεταρρύθμιση, τη δημιουργία σοβαρών εγγειοβελτιωτικών έργων και την αύξηση των αγροτικών πιστώσεων, το κατά κεφαλήν αγροτικό εισόδημα παραμένει χαμηλό, εξαιτίας της χαμηλής τιμής των αγροτικών προϊόντων, η οποία οφείλεται στην πρόθεση των βιομηχανιών να αγοράζουν φτηνά το βαμβάκι και τις άλλες γεωργικές πρώτες ύλες και νάχουν όσο μεγαλύτερα έτσι κέρδη. Αυτό, όμως, συνεπάγεται την προσπάθεια των αγροτών να αυξήσουν την παραγωγή τους βελτιώνοντας τις μέχρι τότε μεθόδους τους, με τη χρήση είτε τελειότερου τεχνολογικού εξοπλισμού, είτε λιπασμάτων. Για να αντεπεξέλθουν όμως στα έξοδα αυτά, οι αγρότες δανείζονται από τράπεζες ή συνεταιρισμούς, δίχως, ποτέ, να μπορέσουν να ξοφλήσουν πλήρως τα χρέη τους.

Η εργατική τάξη και τα προβλήματά της
Η βιομηχανική ανάπτυξη κι η αγροτική μεταρρύθμιση δε μείωσαν τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, τα οποία παρέμεναν οξύτατα στη διάρκεια του μεσοπολέμου. Σ’ αυτό παίζει σημαντικό ρόλο και η μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, αφού για να λύσει το προσφυγικό και άλλα τρέχοντα οικονομικά της προβλήματα η Ελλάδα ζητά τη βοήθεια της Κοινωνίας των Εθνών και προσφεύγει συνεχώς σε εξωτερικά δάνεια. Μάλιστα, για την οικονομική πτώχευση του 1932 ο κύριος υπαίτιος είναι ο εξωτερικός δανεισμός με τους δυσβάσταχτους – καταθλιπτικούς για την Ελλάδα όρους, αφού πάνω από 80% του συναλλάγματος που έμπαινε στη χώρα με τις εξαγωγές το απορροφούσε το εξωτερικό χρέος.
Για να αυξήσει το κράτος τα έσοδά του, επιβάλλει βαρείς έμμεσους φόρους, εις βάρος κυρίως των εργαζομένων, καθώς οι άμεσοι κι έμμεσοι φόροι απορροφούν το 15% – 26% του εργατικού εισοδήματος. Όσο η έλλειψη οργανωμένου φοροτεχνικού συστήματος και το αφορολόγητο των ανωνύμων εταιρειών ευνοούσαν τις εμποροβιομηχανικές επιχειρήσεις, η νομισματική αστάθεια – ο έντονος πληθωρισμός και η συνεχής άνοδος του τιμαρίθμου «πνίγουν» την ελληνική οικονομία.
Έτσι, η κατάσταση των εργαζομένων – από το 1924 έως το 1936 – παραμένει άθλια. Ανεργία (από 75.000 το 1928 σε 237.000 το 1932!) και χαμηλά ημερομίσθια μαστίζουν τις εργατικές τάξεις. Η αύξηση της ανεργίας οφείλεται στην απαγόρευση των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής το 1921 της μετανάστευσης προς τη χώρα εκείνη λόγω της οικονομικής ύφεσης, κίνηση που είχε ως συνέπεια να μην μπορεί να βρει το πλεονάζον εγχώριο εργατικό δυναμικό αλλού εργασία.
Όταν φτάνουν οι πρόσφυγες, δημιουργείται στην ελληνική αγορά εργασίας υπερπροσφορά εργατικού δυναμικού και συμπιέζονται τα ημερομίσθια προς τα κάτω, κάτι που βοηθά το βιομήχανο – με χαμηλό κόστος για εργατικό δυναμικό – να έχει υψηλά κέρδη και να φέρει τη βιομηχανική ανάπτυξη εκείνης της εποχής.
Ενώ οι ώρες δουλειάς κυμαίνονται από 10 έως 12 ημερησίως, όταν τριπλασιάζεται ο τιμάριθμος τα μεροκάματα καλύπτουν το 33% μονάχα των οικογενειακών αναγκών των εργατών. Από το 1923 η ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε με διεθνή σύμβαση να εφαρμόσει την 8ωρη εργασία, δίχως να τη ρυθμίσει νομοθετικά, την ώρα που οι εργασιακές συνθήκες ήσαν ανθυγιεινές, βαριές και αφόρητες για άντρες, γυναίκες, ακόμη και για ανήλικα παιδιά. Επίσης, ο μισθός καθοριζόταν με το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, ενώ δεν υπήρχε ούτε ασφάλεια υγείας και σύνταξης. Λιγοστά ασφαλιστικά ταμεία δημιουργήθηκαν μετά το 1925, αλλά ήσαν ανήμπορα χωρίς κρατική βοήθεια.
Μετά το 1930, ενώ το 73% των εργατικών οικογενειών είχε εισόδημα κατώτερο από το θεωρούμενο γενικά ως ελάχιστο όριο για τη διαβίωση και συντήρηση, κάτω από τέτοιο κλίμα, εντείνονται οι κοινωνικοί αγώνες με απεργίες και άλλα μέσα. Από το 1932, το κράτος, υπό την πίεση των εργαζομένων, αναγκάζεται και παίρνει μέτρα κοινωνικής πρόνοιας. Προς αυτήν την κατεύθυνση, η βραχύβια κυβέρνηση του 1932 (26/5 – 5/6) υπό τον Αλεξ. Παπαναστασίου σχεδίαζε να ενοποιήσει όλα τα επιμέρους ασφαλιστικά ταμεία σε ένα ευρύτερο κι αποτελεσματικότερο για όλους τους εργαζομένους, αλλά δεν πρόλαβε. Η ιδέα του Παπαναστασίου θα υλοποιηθεί αργότερα όταν θα ιδρυθεί το ΙΚΑ (Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων).
Τέλος, η 8ωρη εργασία επιβάλλεται με νόμο το 1935 και αρχίζουν να εφαρμόζονται συλλογικές συμβάσεις εργασίας και κατώτατο όριο ημερομισθίου.

Μέτρα για τους Πρόσφυγες
Με τα χρήματα των δανείων και με απαλλοτριώσεις γεωργικών εκτάσεων κατόρθωσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις να βοηθήσουν αρχικά στοιχειωδώς τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Την ευθύνη αποκατάστασης των προσφύγων στα αστικά κέντρα και την ύπαιθρο, στην αρχή, ανέλαβε ιδιωτικός φορέας, η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ).
Οι περισσότεροι πρόσφυγες μένουν υπό τρισάθλιες συνθήκες στις παρυφές των μεγαλουπόλεων, δημιουργούν νέους, καθαρά προσφυγικούς συνοικισμούς σε Αθήνα – Πειραιά – Θεσ/νικη κι όφειλαν να ξεπληρώσουν μέσα σε 5 – 25 χρόνια τα έξοδα για την εγκατάστασή τους.
Ο Βενιζέλος, ως πρωθυπουργός μετά το 1930, ασχολείται με το προσφυγικό και με τη δημιουργία του υπουργείου Πρόνοιας, η κυβέρνησή του αναλαμβάνει κι ασκεί ως κρατικός φορέας περισσότερο οργανωμένη πολιτική υποστήριξης των προσφύγων: Καταβάλλεται προσπάθεια να δημιουργηθούν νέοι πρότυποι συνοικισμοί (Νέα Σμύρνη, Νέα Φιλαδέλφεια) και για πρώτη φορά στην Ελλάδα καθιερώνεται η πολυκατοικία ως τρόπος στέγασης, για να αποφευχτεί η αχαλίνωτη κι απεριόριστη επέκταση της πόλης.
Όταν έρχονται στην Ελλάδα κι εγκαθίστανται σε πολλές ελληνικές πόλεις, οι πρόσφυγες συντελούν στην έντονη αστικοποίηση της χώρας, ενώ στη διόγκωση των αστικών κέντρων έπαιξε βασικότατο ρόλο κι η βιομηχανική ανάπτυξη, που βρήκε φτηνό εργατικό δυναμικό σε Αθήνα, Θεσ/νικη, Πειραιά τους πρόσφυγες. Έτσι, μαραζώνουν οι μικροβιομηχανίες της επαρχίας και παρατηρείται έντονο ρεύμα αστυφιλίας προς την Αθήνα ή άλλα αστικά κέντρα εκ μέρους των εργατών, που ψάχνουν δουλειά. Καθώς η ύπαιθρος χάνει τα εργατικά χέρια, αποδυναμώνεται διαρκώς κι οι μελλοντικές γενιές θα ζήσουν τις ολέθριες συνέπειες στην ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων.
Η ζωή στους προσφυγικούς συνοικισμούς, ιδίως πριν το 1930, ήταν απάνθρωπη, χωρίς καμία πρόνοια για τα αναγκαία έργα υποδομής (ηλεκτροφωτισμός – ύδρευση κ.α.) και καμιά χωροταξική μελέτη εντός κι εκτός σχεδίου πόλεως, ούτε καν στοιχειώδη μελέτη των όρων διαβίωσης σ` αυτούς.
Η στέγαση των προσφύγων γίνεται αντικείμενο μικροκομματικής εκμετάλλευσης κι η κατοικία εμπορικής συναλλαγής, ενώ τα ίδια «προβλήματα» αντιμετωπίζουν και όσοι άνεργοι και άστεγοι έχουν κατακλύσει την Αθήνα και – με την άναρχη επέκταση της πρωτεύουσας – βαθμιαία (μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, ως επί το πλείστον) θα την «καταντήσουν» ένα τερατόμορφο πολεοδομικό συγκρότημα με μύρια άλυτα προβλήματα (νέφος, κυκλοφοριακό, αποχετευτικό, ύδρευση κ.α.).
Οι προσφυγικοί συνοικισμοί θα γίνουν κυψέλες εργατικής συνειδητοποίησης κι αμφισβήτησης του κρατούντος κοινωνικού συστήματος της περιόδου αυτής (1924 – 36) κι όσων ακολουθούν, αλλά συγχρόνως προσέφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στη σύγχρονη ελληνική πνευματική ζωή. Επίσης, οι πρόσφυγες πρωταγωνίστησαν στην πολιτική, οικονομική, πνευματική, αθλητική, πολιτιστική ζωή της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, αλλά εγκατασταθέντες στα εδάφη που η Ελλάδα προσάρτησε από τους ενδοβαλκανικούς πολέμους του 1912 – 13 ενίσχυσαν την ελληνικότητα των περιοχών αυτών (Μακεδονία, Θράκη, Κρήτη). Έτσι, μετά το 1924, οι Έλληνες εισέρχονται – χάρη στους Μικρασιάτες ξεριζωμένους πρόσφυγες, που κατέφυγαν εδώ – σε ένα νέο κεφάλαιο της οικονομοπολιτικοκοινωνικής ιστορίας τους, που επίσημα ξεκινά με την έξωση των Γλύξμπουργκ και την ανακήρυξη της 1ης Ελληνικής Δημοκρατίας (Παπαναστασίου/25 – 3 – 1924).

Ενδεικτική βιβλιογραφία:
1. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Τόμος 15, Αθήνα, 2008, Εκδοτική Αθηνών.
2. Ρηγίνος Μ., Παραγωγικές δομές και εργατικά ημερομίσθια στην Ελλάδα 1909 – 1936, ΙΑΕΤΕ, Αθήνα 1987.
3. Κουκουλές Γ., «Ελληνικά συνδικάτα: οικονομική αυτοδυναμία και εξάρτηση 1938 – 1984. Συμβολή στη διερεύνηση της υπόθεσης ανυπαρξίας ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος», Οδυσσέας, Αθήνα 1984.
4. Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), «Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα», τ. Α΄ – Β΄, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002 – 3.
5. R. Clogg, «Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας 1770 – 2000», Κάτοπτρο, 2003.

Σημ.: Ολες οι φωτογραφίες είναι από το διαδίκτυο.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα