Πλησίασε στο παράθυρο, άπλωσε όσο γινόταν το χέρι, άνοιξε τα τζάμια και τον περιέλουσε η γλυκιά ευωδιά των βασιλικών της μάνας που μεγαλώνει σαν παιδιά της στην αυλή.
Aλλά και τι ηλιόλουστη ημέρα η σημερινή! Απ’ την ώρα που ξύπνησε παρακολουθεί την πορεία ενός λαμπρού ήλιου που τώρα, σχεδόν μεσημεράκι, κατακαίει τα πάντα μες το δωμάτιο. Το ανήσυχο βλέμμα του εδώ και ώρα πηγαινοέρχεται μεταξύ του φυσικού φωτός που δίνει ζωή, και του τεχνητού στη σκοτεινή γωνιά του δωματίου, τα πολύχρωμα φωτάκια π’ ακούραστα αναβοσβήνουν στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο, που με τόση χαρά είχαν στόλισει τις προάλλες με τη μητέρα.
Αχ κι αυτή η μάνα του!
Πόσα της χρωστά!
Μια ζωή ολόκληρη θα χρειαζόταν να τη ξεπληρώσει!
Αλλά πώς;
Ατένισε έξω απ’ το παράθυρο τα Λευκά Όρη, στιλπνά κι ολόλευκα κάτω από έναν γαλανό ουρανό, που μοιάζει τώρα δα με… κλουβί! Ναι με κλουβί! Αυλακωμένος καθώς είναι σε τρία σημεία απ’ εκείνες τις πυκνές γραμμές που άφησαν στο σύντομο πέρασμά τους τ’ αεροπλάνα! Είχαν προβάλλει πίσω απ’ τις χιονισμένες βουνοκορφές, μικρές μαύρες κουκίδες που όλο πλησίαζαν, όλο και μεγάλωναν, πέρασαν σχεδόν πάνω απ’ το σπίτι, χαράκωσαν τα πάντα κι εξαφανίστηκαν γοργά απ’ το οπτικό του πεδίο! Ελεύθεροι ταξιδευτές των ουρανών όσοι βρίσκονταν εκεί ψηλά…
Πολύ τους ζήλεψε…
Ύστερα πέρασε ένα σμήνος πουλιά. Πετούσαν χαμηλά σε σχηματισμό με ορθάνοιχτες, πλαγιαστές φτερούγες, γέμισαν κίνηση και ζωντάνια το τοπίο, κι ύστερα χάθηκαν στο βάθος κι αυτά…
Αχ να ήταν πουλί!
Να διαπερνούσε το λευκό δίχτυ αράχνης τ’ ουρανού και να πετούσε κι αυτός όπου τραβούσε η ψυχή του!
Μεγάλο τ’ όνειρό του να γίνει πιλότος!
Του άρεσε η ταχύτητα κι ομολογουμένως ήταν καλός και στο τιμόνι!
Τόσο καλός που φορές-φορές να μην συνειδητοποιεί πόσο επικίνδυνα οδηγούσε, πόσο έτρεχε, ειδικά στην εθνική μερικά βράδια. Μέχρι που μια μέρα ξύπνησε στο θάλαμο ενός νοσοκομείου και το μόνο που θυμόταν ήταν οι κακές συγκυρίες που τον έφεραν σ’ αυτή την κατάσταση: Η ξαφνική μπόρα, ο λασπωμένος δρόμος, εκείνη η απρόσμενη, απότομη στροφή και το βουνό στο πλάι να ‘ρχεται κατά πάνω του…
Ένοιωσε κάτι να τον ακουμπά, άπλωσε το χέρι και χάιδεψε το σκυλί του.
Υπομονετικός, πιστός φίλος πάντα, αγόγγυστα ακολουθεί τους αγρούς ρυθμούς του, τον συντροφεύει και τον γεμίζει χαρά.
Είχε υπερβεί λοιπόν το όριο ταχύτητας κατά πολύ, και να τον τώρα στο αναπηρικό αμαξίδιο, με μεγάλο κόπο και χάρη στα δυνατά του χέρια να κατεβαίνει απ’ το ειδικό κρεβάτι για να κάτσει πάνω του…
Κάθε μετακίνησή του μέσα κι έξω απ’ το σπίτι ένας… Γολγοθάς. Κάθε λακκούβα του δρόμου σκέτη χαράδρα, κάθε κατειλημμένη αναπηρική θέση άλλο ένα βάσανο, κάθε μικρή ανάγκη του μια ολόκληρη επιχείρηση! Κάθε πικρία κι απογοήτευση βαθιά κρυμμένη στα ενδότερα, για να μην ταλαιπωρεί άλλο τους γονείς που τον φροντίζουν.
Εκλεισε τα 26 του φέτος!
Πέντε χρόνια στην ακινησία- πόσα και πόσα δεν θα μπορούσε να είχε κάνει…
Προσπαθεί είν’ η αλήθεια. Αθλείται, συμμετέχει όπου μπορεί, είναι κοινωνικός, καλοπροαίρετος και δημιουργικός. Οι συγγενείς, οι ειδικοί με τα προγράμματά τους, κι οι καλοί του φίλοι, όλοι κοντά του!
Δύσκολα συμβιβάστηκε με την κατάσταση του, μα με τον χρόνο έγινε κι αυτό!
Κάποιες φορές μελαγχολεί, τα βάζει με τον εαυτό του που δεν ήταν προσεκτικός, που πίκρανε του γονείς, που η βιασύνη του του αποστέρησε πολλά, όμως ώρες-ώρες νιώθει τυχερός που επέζησε απ’ το φριχτό ατύχημα. Χαίρεται κι απολαμβάνει ό,τι του δίνεται, και συχνά απορεί πώς οι περισσότεροι γύρω του δεν εκτιμούν τα πολύτιμα δώρα του Θεού που τους έχουν χαριστεί! Τα μεγάλα και σημαντικά, αλλά και τα πιο ασήμαντα της καθημερινότητας, όπως το να μπορείς να κατεβείς μια σκάλα χωρίς βοήθεια ή να βγαίνεις πρωί-πρωί στο γειτονικό περίπτερο για την εφημερίδα σου…
«Η ζωή είναι ωραία όπου και να ‘σαι, όπως και να ‘σαι!» σκέφτηκε, «Το παν είναι στα δύσκολα να μην χάνεις το κουράγιο σου, να παλεύεις με δύναμη κάθε ατυχία κι αντιξοότητα, και να νικάς!»
Ένας θόρυβος τον έβγαλε απ’ τις σκέψεις του, Χριστούγεννα σήμερα, πάει μεσημεράκι πια κι η μάνα στέκει στο άνοιγμα της πόρτας έτοιμη με τα καλά της! Από κοντά κι ο πατέρας. Σε λίγο θα φύγουν όλοι μαζί στου θείου για το εορταστικό γεύμα και το βράδυ είναι καλεσμένος σε φιλικό τους σπίτι!
Εριξε μια ματιά στο σκυλί και χαμογέλασε…
«Θα πάμε βόλτα!», είπε και το σκυλί αναπήδησε κι άρχισε να κουνά χαρούμενο την ουρά.
Η ζωή είν’ ωραία τελικά, όπου και να ΄σαι όπως και να ‘σαι!!